Ξαφνικά, από το σκοτεινό βάθος του υπόγειου γκαράζ, πετάχτηκε τρέχοντας ένα μικρό γατάκι. Σκελετωμένο και βρόμικο, πέρασε σαν αστραπή ντεραπάροντας ανάμεσά μας, διέσχισε τον δρόμο τυφλά χωρίς να κοιτάξει και χώθηκε κάτω από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο. Δεν στάθηκε ούτε για ανάσα. Τρέχοντας πάλι ξαναπέρασε διαγώνια το δρόμο για να κρυφτεί κάτω από άλλο αυτοκίνητο. Αυτή η ξέφρενη κούρσα συνεχίστηκε μέχρι που έγινε μία κουκκίδα και το έχασα από τα μάτια μου.
Δεν θυμάμαι να είχα δει ποτέ μου τέτοια εικόνα απόλυτου πανικού. Έψαξα να βρω ποιος το κυνηγούσε. Κανείς, τίποτα. Το γκαράζ ήταν άδειο.
- Παλαβό είναι αυτό! Ποιος το πείραξε; είπε κάποιος.
Ήρθε το αυτοκίνητό μου και έφυγα. Στο δρόμο σκεπτόμουν συνέχεια αυτή τη φράση. Ποιος το πείραξε; Μα όλοι εμείς που δημιουργήσαμε τον σκληρό και εχθρικό περίγυρό του. Τσιμέντο, αυτοκίνητα, θόρυβοι, ορυκτέλαια, καυσαέρια. Μόνο τρελό δεν ήταν. Εμείς ήμασταν παρά λόγον και παρά φύσιν.
Τον ξέρω αυτόν τον πανικό. Νιώθεις πως όλα σε απειλούν, όλα σε κυνηγάνε. Έρχεσαι στον κόσμο με την ανάγκη του χαδιού και της τρυφερότητας και εισπράττεις ύβρη και πόνο. Και αντί να δώσεις αγάπη πρέπει να δίνεις συνέχεια μάχες.
Ένα αδέσποτο γατί στην καρδιά της Αθήνας. Μέσα σε πανικό θα περάσει τη σύντομη ζωή του. Και να ήταν το μόνο...
Αχ, εσείς πολιτικοί και άλλοι μας ηγέτες, κι εσείς λαμπεροί αστέρες της τηλεόρασης, σοφοί μου επιστήμονες και υψηλόμισθοι γιάπηδες - πόσοι είναι κάθε στιγμή οι πανικόβλητοι σ' αυτή την αφιλόξενη και εχθρική πόλη; Γέροντες και ανάπηροι, άνεργοι και άρρωστοι, λαθρομετανάστες και βορειοηπειρώτες ("αδελφοί"). Όλοι όσοι με άδεια μάτια περιμένουν: το ασθενοφόρο, το λεωφορείο, την τύχη, τη μέριμνα, την υποστήριξη, την θαλπωρή - που δεν έρχονται.
Τι περιθώρια έχει η κοινωνία μας για τους αδύναμους και τους ανήμπορους; Δεν μιλάω για την εξευτελιστική φιλανθρωπία και την ελεημοσύνη. Εννοώ τους μηχανισμούς εκείνους που θα έπρεπε αυτόματα να προβλέπουν και να απαλύνουν κάθε οδύνη και ταλαιπωρία.
Κανένα σύστημα δεν μπορεί να χαρίσει στους ανθρώπους την ευτυχία (κι όσα την επαγγέλλονται, εξαπατούν. Η ευτυχία είναι ατομική κατάκτηση). Ούτε μπορεί να μας απαλλάξει από τον πόνο, την αρρώστια, την φθορά και τον θάνατο.
Μπορεί όμως - και πρέπει - να εξασφαλίζει την μικρότερη δυνατή ποσότητα οδύνης. Την έλλειψη της πρόσθετης ταλαιπωρίας. Την απάλυνση της στέρησης. Με μία (ωραιότατη) αρχαία λέξη: την αλυπία.
Όλο και πιο συχνά συναντώ μάτια γεμάτα πανικό. Όχι μόνο στα αδέσποτα ζώα της πόλης (μέλη κι αυτά του ίδιου οικοσυστήματος) αλλά και πολλών αδέσποτων ανθρώπων. Που, αν μπορούσαν, θα έτρεχαν κι αυτοί να χαθούνε κάπου. Ντρέπονται όμως κι ο φόβος τους στρέφεται προς τα μέσα. Τον καταπίνουν και τους φαρμακώνει.
Ποιος θα με γλιτώσει από αυτό το τρελαμένο γατί, που γυρίζει διαρκώς στο μυαλό μου;