ΚΟΙΝΟΤΟΠΙΑ ΠΡΩΤΗ: Μόνον όταν χάσεις κάτι, καταλαβαίνεις πόσο το αγαπούσες.
Κοινοτοπία δεύτερη (παράγωγη): Μόνον όταν ξαναβρείς κάτι, καταλαβαίνεις πόσο το απεχθάνεσαι.
Γύρισα, ύστερα από τέσσερις μέρες στα ορεινά της Αρκαδίας και κατάλαβα πάλι πόσο ανυπόφορη μου έχει γίνει η Αθήνα, οι άνθρωποί της, οι πράξεις και οι κακομοιριές τους.
Το σκέπτεσαι πια να φύγεις, όταν ξέρεις πως θα ξανάρθεις. Η χαρά του Εκεί ακυρώνεται τελείως από την κατάθλιψη του Εδώ.
Κρατάω ακόμα μέσα μου, σαν παγωμένο κρύσταλλο που λιώνει, την ομορφιά, την διαύγεια, την λιτή αντρίκεια χάρη της Αλωνίσταινας.
Κι αν δεν έχετε πάει - μην πάτε. Όσο λιγότεροι την ξέρουμε, τόσο καλύτερα. Να μην πάθει κι αυτή τα χάλια της Παύλιανης! Όποιο χωριό "ανακαλύπτει" ο μικροαστικός οδοστρωτήρας το "αξιοποιεί". Να το μπετόν και το "φερ φορζέ" και τα συρόμενα αλουμινένια κουφώματα.
Η ΑΛΩΝΙΣΤΑΙΝΑ. Στην είσοδο του χωριού ένα επιβλητικό ερείπιο. Το υψόμετρο δέκα φορές μεγαλύτερο από τον πληθυσμό. (125 οι κάτοικοι). Ένα ρέμα γυαλίζει ασημένιο στο βάθος. Πάνω, χιονισμένο, το πιο δασύτριχο όρος μας, το ελάτινο Μαίναλο.
Από κει ψηλά φαίνονται πολύ μικρά, απειροελάχιστα τα καθημερινά μας προβλήματα. Αλλά πιο μικροί ακόμα, φαίνονται οι άνθρωποι. (Κάτι μου λέει πως ετούτα τα χρόνια θα ονομαστούν κάποτε "η εποχή της μικρότητας").
Γιατί εδώ δεν είναι μόνο τα βουνά θεόρατα - είναι και οι σκιές των ανθρώπων. Στην Αλωνίσταινα, πατρίδα της μάνας του, μεγάλωσε ο Γέρος του Μοριά. Κι όταν σε δύσκολες στιγμές του Αγώνα βρέθηκε παραδίπλα, στο Χρυσοβίτσι, αρνήθηκε να υποχωρήσει με τους άλλους και είπε: "Δεν έρχομαι, κάθομαι εις τούτα τα βουνά που με γνωρίζουν τα πουλιά και με τρων καλύτερα."
ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΦΑΓΑΝ τα όρνεα, μήτε οι Τούρκοι, τον φάγανε οι συμπατριώτες του. "Άιτε, Κολοκοτρώνη, παιδέψου, παιδέψου, και η πατρίς θέλει σε ανταμείψει. Εγώ του αποκρίθηκα ότι: εμένα η πατρίς θα πρωτοεξορίσει. Και η τύχη το ήφερε και αλήθευσα."
Η τύχη; Ας πούμε καλύτερα η μοίρα αυτού του τόπου. Η τύχη δεν μπορεί να επαναλαμβάνεται με τόση μαθηματική ακρίβεια.
ΕΠΕΣΤΡΕΨΑ ΛΟΙΠΟΝ στον κόσμο των οικουμενικών διαφωνιών, της οικουμενικής φοροδιαφυγής, των δυσκολιών στον προσδιορισμό της τιμής του ψωμιού και της "γνήσιας" ΑΤΑ. Στον κόσμο της ενοχλημένης και νευρικής Ν.Δ., του καλόβολου και καλοπροαίρετου (και παντελώς αθώου!) ΠΑΣΟΚ και του Συνασπισμού που έχει πάντα αντιρρήσεις και "υφίσταται συνεχώς επιθέσεις".
Αντίκρυσα την οικουμενική φαγωμάρα και θυμήθηκα πάλι τον Γέρο (τον αυθεντικό) του Μωριά: "Σεβαστή Συνέλευσις, ημείς καθήμεθα και φιλονεικούμεν διά Πρόεδρον του Βουλευτικού, και η πατρίς μας κινδυνεύει να χαθεί, και έχομεν συνέλευσιν επτά μήνες, και Πρόεδρος εις την Ανατολικήν Ελλάδα είναι ο Κιουταχής, και Πρόεδρος της Πελοποννήσου ο Ιμπραήμης, και ημείς καθήμεθα και φιλονεικούμεν..."
Αθάνατοι Έλληνες! Ο τόπος καιγόταν κι αυτοί συνεδρίαζαν. Όπως και τώρα. Οι μισθοί απλήρωτοι - αλλά οι επιτροπές θάλλουν. Συσκέψεις τριμερείς τρεις φορές τη μέρα. Πάει η πάλη των τάξεων, ζήτω η πάλη των παρατάξεων. Κρυφές κλωτσιές κάτω από το τραπέζι και τρικλοποδιές με χαμόγελα. Ποιος θα κερδίσει κουκιά; Ποιος θα γίνει Πρωθυπουργός; Ποιος Πρόεδρος; Ποιος διευθυντής στην ΕΤ, ποιος αυθέντης της Ολυμπιακής; Αυτά είναι τα προβλήματα!
Και ο λαός; Με άδεια ταμεία, διεκδικήσεις και απεργία. Οι άλλοι ξεκαθαρίζουν: Καπιταλισμό και BMW - ή σοσιαλισμό και Trabant. Eμείς θέλουμε σοσιαλισμό με BMW. Δωρεάν παροχές με γενική φοροδιαφυγή. Το παν από το τίποτα. Το νέο μας έμβλημα: "αμύνεσθαι περί πάρτης!"
Και οι ηγέτες από πάνω, οι ταγοί, οι μπροστάρηδες, σεκοντάρουν. "Όχι άλλους φόρους!" (Μα σάμπως πληρώνουμε κι αυτούς;) "Όχι άλλα μέτρα!" Η αδύναμη λεπτή φωνή του χειμερινού μας κολυμβητή χάνεται μέσα στην λαϊκίστικη πλειοδοσία.
Ε ΡΕ ΑΘΥΡΟΣΤΟΜΕ Κολοκοτρώνη, πώς θα τους έλουζες! Όπως είπες στον Μαυροκορδάτο: "..σου λέγω, μην καθίσεις Πρόεδρος, διότι έρχομαι και σε διώχνω με τα λεμόνια - και με την βελάδα που ήρθες..."
Με τα λεμόνια. Ακριβώς έτσι - με τα λεμόνια!
Να έβγαινες, να ξεπρόβαλλες από καμιά μεριά, Θοδωρή. Να στηνόσουν εκεί, δράκος με περικεφαλαία, να βγάλεις την αγριοφωνάρα σου την μυθική. Να κιοτέψουν και να φύγουν τα ανθρωπάκια που χρόνια λυμαίνονται τον τόπο. Με τις βελάδες, τις φιλοδοξίες τους και τα συμφέροντα. Μικρομπακάληδες που μέρα-νύχτα μετράνε το πολιτικό κόστος. Α! μωρέ λιοντάρι γέρικο, πού μας έχεις αφήσει!
Συγγνώμη. Με ζάλισε ο αραιός αέρας της Αλωνίσταινας - και δεν ξέρω πια τι λέω...
14. 1. 1990