ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΕ να κοιτάξω δύο φορές για να βεβαιωθώ: "Δάσκαλε, εσείς;"

Κατέβαινε την Σταδίου. Με περιεργάστηκε μέσα από τα στρογγυλά γυαλιά του:

"Νέε μου, θα πρέπει να έχετε ασχοληθεί πολύ με παλαιά έντυπα. Είσθε ο πρώτος που με αναγνωρίζει!"

"Νέος, δάσκαλε! Πέρασα τα πενήντα!"

"Ναι, ξέρω. Γεννηθήκατε τον καιρό που έφυγα. Η μάλλον - που έφυγε ο 'μαθητής' μου, ο Παύλος Νιρβάνας".

Τόνισε την λέξη μαθητής με την πίκρα του ανθρώπου που ξέρει ότι είναι τελικά αδύνατο να μάθεις και να διδάξεις.

Ο κύριος 'Ασοφος! Μικρό παιδί διάβαζα τους στοχασμούς του στους κόκκινους πανόδετους τόμους της "Νέας Εστίας". Βρήκα μετά και "Το βιβλίο του κυρίου Ασόφου." Πρώτη έκδοση: 1916.

Σαν να μάντεψε την σκέψη μου, είπε χαμογελώντας: "Οι ήρωες των κειμένων δεν πεθαίνουν ποτέ. Ούτε γερνάνε. Εγώ, άλλωστε, γεννήθηκα εβδομηντάρης."

Ο σαρκασμός, η απαισιοδοξία, ο ηδονισμός και ο σκεπτικισμός του Νιρβάνα σε ένα πρόσωπο. Ειρωνικό χαμόγελο στην γενειάδα.

"Είμαι άτυχος που διετέλεσα ήρως χρονογραφημάτων. Τους άλλους, των μυθιστορημάτων, τους θυμούνται ακόμα. Βοηθάει και η πλοκή. Εμείς, στα χρονογραφήματα, ένα πλαίσιο έχουμε: Την ζωή."

"Και την Αθήνα, Δάσκαλε" παρατήρησα. "Είχατε πει..."

"...πως είμαι ο τελευταίος παλιός Αθηναίος! Το είπα πριν ογδόντα χρόνια! Τι είμαι σήμερα;"

"Κάτι σαν τις Καρυάτιδες..."

"Αλίμονο - κι αυτές τις είδα στη γυάλα. 'Ολοι αυτοί γύρω..." κατέβασε τον τόνο της φωνής: "...Αθηναίοι;" Πιο χαμηλά: "Άκουσα να τους προσφωνούνε 'τυριά'!"

"Απόγονοι τυροκόμων, κύριε 'Ασοφε. Στην πλειοψηφία τους. Υπάρχουν και θαλασσινές οικογένειες... αλιέων..."

"Οι γυναίκες σας όμως, εξαίσιες!" Ήταν - ανέκαθεν - λάτρης του συγκεκριμένου ωραίου. Τον θυμάμαι στην "Ακαδημία της Γλυφάδας" να μεταφράζει σε φιλοσοφικό λόγο "τους σφριγηλούς μαστούς μιας νέας κυρίας", να διδάσκει τον ελεύθερο έρωτα και να προφητεύει "το μελλοντικό όραμα μιας νέας ζωής και μιας νέας κοινωνίας."

"Ιδού η νέα κοινωνία που οραματιστήκατε, Δάσκαλε," του είπα. "Ελεύθερη, χωρίς προκαταλήψεις και ταμπού!"

"Και χωρίς Aids;" ρώτησε.

Ήταν σοφός 'Ασοφος. Και ενήμερος.

"Όμως, εμμένω στις απόψεις μου - ιδιαίτερα στην 'μέθοδο Σολομώντος' για την αναγέννηση των πρεσβύτερων. Πως με βλέπετε;" χαμογέλασε αυτάρεσκα. "Δεν στέκομαι καλά;"

"Άριστα! Εξηγήστε μου όμως - γιατί γυρίσατε;"

"Για να μην ξεχαστώ. Και..." δίστασε: "για να θυμίσω."

Συνέχισε κοιτώντας με αυστηρά: "Υπάρχει πίσω μου, γύρω μου, μαζί μου, ένας ολόκληρος κόσμος, που τον έχετε απωθήσει, απορρίψει, λησμονήσει. Εσείς οι νεήλυδες, οι έποικοι, τα 'τυριά'. Όταν στην εποχή μου άνοιγαν εφημερίδα - διάβαζαν Παλαμά, Καρκαβίτσα, Κονδυλάκη, Ξενόπουλο, Παπαντωνίου, Γρυπάρη, Ουράνη! Οι παλιότεροι είχαν απολαύσει Εμμανουήλ Ροΐδη και Άγγελο Βλάχο. Δίπλα μου, στην στήλη του Νιρβάνα, υπήρχε πρωτότυπο διήγημα Παπαδιαμάντη! Τρεις ακαδημαϊκοί έγραψαν χρονογράφημα στην παλιά 'Εστία'. H 'Καθημερινή' είχε στείλει τον Καζαντζάκη και τον Σπύρο Μελά στον Ισπανικό εμφύλιο. Αυτές ήταν εφημερίδες! Πολιτική και ποίηση! Ήρθατε εσείς και τις κάνατε ταμπλόιντ, φτιασιδωμένες αποκριάτικες μουτσούνες. Οι ποιητές σας απέχουν από τον Τύπο, οι συγγραφείς σας κρύφτηκαν στα βιβλία τους. Η ευγένεια, η φινέτσα, ο στοχασμός, η ποιότητα ξεχάστηκαν. Πες μου: ποια εφημερίδα δική μας, χθεσινή, συγκρίνεται με την αυριανή!"

Είχα σκύψει το κεφάλι. Τι να του απαντήσω;

Γέλασε σαρδόνια: "Ακόμα και ο καυγάς μας τότε είχε άλλη γλύκα. Ήταν σφάξιμο με το μπαμπάκι. Όχι αυτή η λάσπη!"

Μ' έπιασε από το μπράτσο:

"Αρχίζεις νέα στήλη... Πρόσεξε! Στο όνομα του Νιρβάνα, που τον θαύμαζες παιδί. Ήρθα να στο πω."

Αισθάνθηκα ασήκωτο βάρος στους ώμους. Το κατάλαβε.

"Μην πανικοβάλλεσαι. Αρκεί να είσαι εσύ. Δεν έχουν μεγαλώσει πολλοί με την 'Διάπλαση των Παίδων'."

"Δεν πιάνουν αυτά, Δάσκαλε", ψιθύρισα. "Δεν πουλάνε."

"Κάνεις λάθος, τεράστιο. Ο κόσμος διψάει για ποιότητα, για ευγένεια κι ευαισθησία. Του έχουν λείψει..."

Με ατένισε μία στιγμή. Τα μάτια του μισόκλεισαν παιχνιδιάρικα: "Αν όμως χρειάζεται κάτι πιο μοντέρνο, έχω και τέτοιο", είπε. Άκου: "Σαν διώχνουν τις ελίτες - εισβάλουν οι αλήτες!"

Γέλασε κι έγινε καπνός. Εκεί, στην μέση της Σταδίου.

17. 9 .1989