ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, Ω ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ! Ασχολούμαι με την συγγραφή πάνω από 50 χρόνια, τα τελευταία τριάντα ως επαγγελματίας. Μιλάμε γι αυτό που ο Ezra Pound αποκάλεσε (σε μετάφραση Σεφέρη) «το κερατένιο τούτο επάγγελμα του λογοτέχνη».
Γιατί «κερατένιο;». Ο Pound λεει: «που όλη την ώρα σου ζητά να ’χεις μυαλό».Αλλά εγώ πιστεύω πως, εκτός από το μυαλό, είναι κι άλλη η δυσκολία του. Σε αυτή τη δουλειά δεν γνωρίζεις ποτέ το πραγματικό της αποτέλεσμα. Από το 1953 (ήμουν δεκαοκτώ χρόνων) που κυκλοφόρησε το πρώτο μου βιβλίο – η απαραίτητη μεταεφηβική ποιητική συλλογή – έχω εκδώσει δεκάδες βιβλία. Μερικά είχαν σημαντική εκδοτική επιτυχία, έκαναν πολλές ανατυπώσεις, άλλα λιγότερες.
Αλλά η κυκλοφορία ενός βιβλίου δεν είναι μέτρο για την πραγματική του αξία. Μάλιστα, αν ρωτήσετε μερικούς διανοούμενους, θα σας πουν πως αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο. Για να πουλάει, για να είναι «εμπορικό», δεν μπορεί να είναι καλό.
Φυσικά και αυτή η άποψη δεν είναι σωστή. Μερικά από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα όλων των εποχών – όπως ο Δον Κιχώτης, που φέτος γιορτάζουμε τα τετρακόσια του χρόνια – ήταν από την πρώτη στιγμή μπεστ σέλερ. Όπως και τα βιβλία του Ντίκενς, του Μπαλζάκ ή του Ντοστογιέφσκι.
Κριτήριο για την πραγματική αξία ενός βιβλίου είναι μόνο η αντοχή του στον χρόνο. Και δυστυχώς ισχύει το Ιπποκράτειο «η μεν τέχνη μακρά, ο δε βίος βραχύς». Κανένας συγγραφέας δεν θα μάθει την τελεσίδικη γνώμη για τα βιβλία του. Αυτή θα διαμορφωθεί δεκαετίες (ή και αιώνες) μετά τον θάνατό του.
Σαν να μην έφτανε αυτό, έχεις και το άλλο πρόβλημα. Κάθε βιβλίο είναι σαν να πετάς ένα μπουκάλι (με μήνυμα) στην θάλασσα. Δεν ξέρεις ποτέ αν και που θα καταλήξει.
ΟΧΙ ΠΙΑ! Εδώ λοιπόν άλλαξαν ριζικά τα πράγματα. To Internet αλλάζει ριζικά την συνθήκη απομόνωσης του συγγραφέα.
Ήδη από χρόνια έπαιρνα email για τα βιβλία μου. Κυρίως για όσα έχω ανεβάσει στον δικό μου Δικτυακό Τόπο (www.ndimou.gr) αλλά και για τα άλλα, που κυκλοφορούσαν στα βιβλιοπωλεία. Όμως αυτό που συνέβη με το τελευταίο μου βιβλίο, που κυκλοφόρησε τον περασμένο Δεκέμβριο, ήταν απρόσμενο και ανατρεπτικό των όσων ξέραμε ως τώρα.
Το βιβλίο είναι αυτοβιογραφικό – τίτλος: «Οι δρόμοι μου». Σίγουρα και γι αυτό δεν θα μάθω ποτέ πόσο πραγματικά αξίζει. Όμως έχω ήδη μία εικόνα πολύ καθαρή για τις αντιδράσεις των αναγνωστών του. Και αυτό είναι πρωτοφανές.
Μέσα σε έξη μήνες έχω πάρει πάνω από διακόσια email. Κάθε μέρα έρχονται κι άλλα, κι όσο περνάει ο καιρός, ο ρυθμός τους εντείνεται. Επιτέλους έσπασε η σιωπή που ακολουθούσε κάθε κυκλοφορία βιβλίου. Οι μεμονωμένες φωνές μερικών κριτικών (αν και όταν έγραφαν – για μένα σπάνια) δεν ήταν επαρκής ανατροφοδότηση. Ο κριτικός, επικεντρωμένος στο λειτούργημά του, δεν είναι πάντα καλός αναγνώστης. Όμως η διάδοση του Διαδικτύου άλλαξε την σχέση συγγραφέα-κοινού.
Δεν είναι όλα τα μηνύματα ενθουσιώδη – υπάρχουν αρκετά που γράφτηκαν με κριτική στάση. Ούτε βέβαια είναι αντιπροσωπευτικά του συνολικού κοινού – εκπροσωπούν μόνο την μειονότητα των Ελλήνων που χρησιμοποιεί το Internet. Όμως η αίσθηση αυτής της άμεσης ανταπόκρισης είναι ανεκτίμητη. Οι αναγνώστες, μόλις τελειώσουν το βιβλίο (στο οποίο αναφέρεται η ηλεκτρονική διεύθυνση του συγγραφέα) ανοίγουν τον υπολογιστή και εκφράζουν αμέσως τις εντυπώσεις τους.
Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι σημαίνει αυτό για έναν άνθρωπο που δούλευε χρόνια (δεκαπέντε μου πήρε αυτό το βιβλίο) και περιμένει μάταια να μάθει τι αποτέλεσμα είχε ο κόπος του. Οι πωλήσεις είναι βέβαια ένας δείκτης επιτυχίας, αλλά όπως είπαμε επισφαλής και επιπλέον λειψός. Δεν είναι βέβαιο πως όλοι αυτοί που αγοράζουν ένα χοντρό βιβλίο θα το διαβάσουν...
Όμως τώρα ξαφνικά ο συγγραφέας νιώθει σαν τον παλιό παραμυθά που είχε το κοινό του γύρω του και ζούσε τις αντιδράσεις του.
Είναι να μην αισθάνομαι ευγνωμοσύνη προς όλους όσοι δημιούργησαν αυτό το υπέροχο μέσο επικοινωνίας…
ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΛΛΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ: Γράφω τώρα έντεκα χρόνια στο RAM – έντεκα συνεργασίες τον χρόνο. Τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ εκτενέστερη η στήλη, διπλή από την σημερινή και υπήρχαν και ξεχωριστές σελίδες αλληλογραφίας που έφταναν ως και τις δώδεκα. Κάποια στιγμή με κούρασε να γράφω δέκα χιλιάδες λέξεις τον μήνα – τόσο που αποφάσισα να παραιτηθώ. (Μερικοί αναγνώστες έμειναν εκεί – μου γράφουν email που αρχίζουν: «Τότε που γράφατε στο RAM…». «Σας διάβαζα στο RAM πριν παραιτηθείτε…»).
Ακολούθησε καταιγισμός αντιδράσεων και αναθεώρησα. Έκοψα όμως εντελώς τις σελίδες της αλληλογραφίας και περιόρισα την στήλη μου στο μισό.
Γιατί τα γράφω αυτά; Διότι από την στήλη αυτή προέκυψε ένα βιβλίο. («Ψηφιακή Ζωή»). Κι ενώ η στήλη, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, είναι επιτυχημένη και έχει ένα μόνιμο και πιστό κοινό – το βιβλίο ήταν η μεγαλύτερη αποτυχία ανάμεσα σε όσα έχω βγάλει. Δεν μπόρεσε να κάνει δεύτερη έκδοση. Ενώ μία αντίστοιχη περίπτωση – ένα βιβλίο για την αυτοκίνηση με υλικό από την στήλη που κρατούσα στους «4Τροχούς» (1985-1996) – έχει κάνει τέσσερις ανατυπώσεις.
Περίεργες οι τύχες των βιβλίων! Καλά έλεγαν οι Ρωμαίοι πως και τα βιβλία έχουν την μοίρα τους. (Habent sua fata libelli). Άλλα περιμένεις και άλλα συμβαίνουν. Την συνταγή της επιτυχίας δεν την έχει κανείς. Και οι πιο επιτυχημένοι μπεστσελλερίστες εισπράττουν αποτυχίες.
Δεν κατάλαβα γιατί πήγε τόσο άσχημα αυτό το βιβλίο. Το υλικό του δεν ήταν επικαιρικό – είχα διαλέξει κείμενα με διαχρονικό ενδιαφέρον. Άλλωστε μόνο το μισό προερχόταν από την στήλη. Το άλλο ήταν πρωτότυπο, ή αδημοσίευτο. Και το θέμα του (περιήγηση στον ψηφιακό κόσμο από έναν μη ειδικό) θα έπρεπε να ενδιαφέρει αρκετούς.
Ίσως έπεσε στη μέση ανάμεσα σε δύο ομάδες ανθρώπων. Εκείνοι που ήξεραν το θέμα θεώρησαν ότι δεν είχαν τίποτα να πάρουν, ενώ όσοι ήταν άσχετοι φοβήθηκαν μήπως ήταν τεχνικό και δυσνόητο.
ΟΥΤΕ ΣΤΗΝ ΕΔΡΑ ΤΗΣ! Στο περασμένο τεύχος σας έγραφα για το πώς η Vodafone (και οι roaming συνεταίροι της) με έγδαραν στο Βερολίνο. Τριακόσια τριάντα τρία ευρώ για τριών ημερών email μέσω της Vodafone 3G Mobile Connect Card.
Στο επόμενο ταξίδι μου στο Λονδίνο (πάλι τριήμερο) η Vodafone δεν με χρέωσε ούτε μία πένα. Ενοχές; Τύψεις; Αποκατάσταση;
Μπα. Δεν με χρέωσε επειδή δεν μπορούσε να συνδεθεί. Μέσα στην καρδιά του Λονδίνου, στο Kensington, το σήμα ήταν τόσο ισχνό που δεν κατόρθωσα να πάρω το ταχυδρομείο μου.
Αν είχα ταξιδέψει στην Λαπωνία θα το καταλάβαινα. Αλλά στην έδρα της εταιρίας; (Να παρηγοριέμαι λοιπόν που ούτε στο σπίτι μου έχω καλό σήμα).
Εντωμεταξύ στις αρχές Ιουνίου βγήκε ανακοίνωση της Vodafone που μειώνει στο μισό (από 15 και 10 σε 7 ευρώ) τη χρέωση για την περιαγωγή (roaming) της υπηρεσίας Vodafone Mobile Connect στα δικά της ευρωπαϊκά δίκτυα. Ταυτόχρονα λανσάρει και άλλα πακέτα χρέωσης από 1.6.05 τόσο για το εξωτερικό όσο και για την Ελλάδα.
Λέτε οι έντονες διαμαρτυρίες μου για την υπερχρέωση του Βερολίνο να έδωσαν καρπούς; Αν φροντίσει τώρα και για το σήμα – θα τα πάμε καλά…
ΑΝΑΦΟΡΑ ΧΡΗΣΗΣ. Από το πάρκο των υπό δοκιμήν συσκευών (long term test). To Dell Latitude 610 πάει θαυμάσια, αλλά το "παλιό" (ούτε δύο χρόνων) D600 παρουσίασε πρόβλημα. Κάθε δύο δευτερόλεπτα έβγαζε κάτω στο Taskbar (γραμμή εργασιών) ένα παράθυρο: "USB device not recognized". Κι αυτό είτε υπήρχε είτε δεν υπήρχε συνδεδεμένη συσκευή USB. Συνοδευόταν από ήχο που σπάει νεύρα.
Τελικά αποδείχθηκε ότι στην αλλαγή της μητρικής κάρτας (τεύχος Μαρτίου), δεν συνδέθηκε σωστά το Bluetooth. Πρόχειρη λύση: απεγκατάσταση του σχετικού λογισμικού.
Το καλό με όλα τα φορητά είναι ότι τώρα μοιράζονται ασύρματα το δίκτυο ADSL. Μία μικρή συσκευή της Asus WL-330 (μεγέθους πακέτου τσιγάρων) συνδέθηκε από την θύρα Ethernet του μόντεμ Jetspeed 520i και χρησιμεύει ως access point. Η USB σύνδεση με τον επιτραπέζιο παραμένει και δεν χρειάστηκε να βάλω ούτε το λογισμικό. Ήταν το πιο εύκολο πράγμα που έκανα ποτέ μου στην πληροφορική. Με το που έκανε κλικ, δούλεψε!
Το άλλο πρόβλημα που είχα αναφέρει στο περασμένο τεύχος συνεχίζει: κάθε φορά που ξεκινάει ο επιτραπέζιος, βγαίνει ένα μήνυμα ότι δεν έχουν ενεργοποιηθεί οι αυτόματες ενημερώσεις των Windows. Τις ενεργοποιώ και μετά, στην επόμενη εκκίνηση, πάλι το ίδιο.
ΤΟ ΠΙΟ ΥΠΟ-ΥΠΟ ΦΟΡΗΤΟ: Γράφω αυτό το κείμενο σε ένα μικροσκοπικό υπολογιστή. Είναι ο διάδοχος του θρυλικού Fujitsu Lifebook “biblo” που εδώ και πολλά χρόνια ήταν μόνιμος σύντροφος στα ταξίδια και στο κρεβάτι μου. Μόνο που το καημένο δεν μπορούσε πια να ανταποκριθεί στις ανάγκες μου – έκανε δύο λεπτά να ανοίξει το Word (όχι βέβαια το 2003 αλλά το 2000) και δέκα να ανοίξει μία φωτογραφία. Ούτε μπορούσε να χειριστεί νέο λογισμικό.
Ο διάδοχός του είναι πάλι Lifebook από την Fujitsu-Siemens το μοντέλο P7010. Δεν ζυγίζει βέβαια 1300 γραμμάρια (όπως το περιγράφουν) αλλά 1510 ακριβώς. (Το παλιό ζύγιζε 1100 αλλά χωρίς CD-ROM drive). Πλεονεκτήματα: αθόρυβο, εκπληκτικής ευκρίνειας οθόνη, μεγάλη διάρκεια μπαταρίας (μέχρι 6 ώρες), ταχύτητα στις εφαρμογές, μεγάλος δίσκος (80GB), υποδοχές για πολλές κάρτες, τέλεια δικτύωση (βλ. παραπάνω). Μειονέκτημα: ένα, αλλά βασικό τώρα το καλοκαίρι: Θερμαίνεται η κάτω πλευρά σε σημείο να μην αγγίζεται. Αν το δουλεύετε στα πόδια σας (ως laptop) χρειάζεται και κάποιο μονωτικό…
Υ. Γ. ΤΟ Ε-BANKING ΘΕΛΕΙ ΚΑΙ E-PEOPLE: Σχολιάζοντας έρευνα της «Καθημερινής» για το E-banking, διαμαρτυρήθηκα με επιστολή μου διότι οι μεταφορές χρημάτων προς το Δίκτυο της Εθνικής καθυστερούσαν υπερβολικά. Μετά την δημοσίευση έγινε έρευνα που απέδειξε πως το δίκτυο λειτουργούσε σωστά – απλώς οι παραλήπτες δεν είχαν την απαραίτητη εκπαίδευση για να «διαβάσουν» τα στοιχεία. Δεν έφταιγε η Εθνική Τράπεζα… αλλά ο ψηφιακός μας αναλφαβητισμός…