Θα ’ναι πρωί – την ώρα που φεύγω
από το σπίτι.

Ανακοπή στο πεζοδρόμιο.

Στην κλίνη ενός ιδρύματος. Διαδοχική αποσύνθεση
σε αργό γύρισμα.

Μπροστά σε ξένο κόσμο. θα με κοιτούν
και θα ντρέπομαι
που πεθαίνω.

Κουκκίδα στο ύπαιθρο. Μόνος, σαν το σκυλί
στ’ αμπέλι.

Από ατύχημα. Υπερβολική ταχύτητα ζωής.

Nύχτα, στην προέκταση του εφιάλτη.

Σε βαθύτατο γήρας. Στο άνθος της ηλικίας. Εν μέσω
φρικτών πόνων

Προγραμματισμένα: έχει δuο μήνες.

Αναπάντεχα: στη μέση μιας δουλειάς. Ή ενός
ποιήματος.

Μια στιγμή που νιώθεις καλά.

Από τότε που την πρωτοσκέφθηκα
με κατατρώγει ή ιδέα τού θανάτου.
Ιδιαίτερα με απασχολεί το πώς
και το πότε. (Το πού, σε δεύτερη μοίρα).

Μου είναι ανυπόφορη ή ιδέα της ασυνέχειας
της αιφνίδιας ασυνέχειας, που γίνεται ασυνέπεια.
Μια ζωή καταναγκαστικά τακτικός
πώς θ’ αφήσω τον εαυτό μου στη μέση;

Διαμαρτύρομαι έντονα για τη συσκότιση

·
είναι δυνατόν να μας κρύβουν την πιο σημαντική,
τη στιγμή τής εξόδου.  Αν ο βίος είναι έργο
πώς να το ιστορήσεις χωρίς πλαίσιο;

Πώς θα διαλέξεις ύφος και ρυθμό,
όταν δεν ξέρεις διάρκεια και τέλος;
Τι ωφελεί να χτίζεις αξιοπρέπεια
όταν σε περιμένουν περιττώματα και πύον;


Από πτώση μαρμάρου. Από βόμβα
(τυχαία χτυπήθηκε αθώος περαστικός).

Από τον δεuτερο σπασμό, την ώρα της εκσπερμάτωσης.

Από τέτανο (η ξεχασμένη αμυχή).

Από εγκλωβισμένη ένοχή.

Από λάθος. Από πάθος.

Από πνιγμό, σε ελάχιστο βάθος.


’Αν, καμία φορά, σκέφθηκα να αυτοκτονήσω,
ήταν για να καθορίσω ο ίδιος τους όρους
της εξόδου. Το πως, το πότε - ακόμα και το πού.

Η αίσθηση πως θα πεθάνω τυχαία, με κάνει να νιώθω
πως συμπτωματικά ζω. Συμπτωματικά δεν πέθανα ακόμα.
(Δεν ήρθε ο θρόμβος - δεν ξύπνησε ο όγκος).
Τι νόημα να δώσεις σε μια ζωή που το τέλος της
είναι συγκυρία;

Και πώς να υποτάξεις το άγχος που αναβλύζει αδιάκοπα
στην ιδέα τού άγνωστου, τού σκοτεινού, τού μαύρου,
στην ιδέα πως ποτέ δεν θα προλάβεις να γνωρίσεις
το Θάνατο σου ώστε να τον αντιμετωπίσεις
ή (έστω) να τον συνηθίσεις.