ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ

                                                     Here I am, an old man in a dry month...
                                                                                  T.S. Eliot, Gerontion

Πρόλογος

Πέρασα στην Τρίτη Ηλικία πριν πέντε χρόνια, χωρίς να το καταλάβω. Ούτε και τώρα το έχω συνειδητοποιήσει. Μερικές σωματικές δυσκολίες που θεωρούνται συμπτώματα γήρατος, τις έχω από καιρό και δεν αποτελούν κάτι νέο που να με προβληματίσει. Ο καθρέφτης μου στην αρχή με ξένιζε – αλλά τώρα τον συνήθισα και ούτε πια τον κοιτάω.

Βλέπω στην εφημερίδα ένα ειδικό ένθετο: «Η Ζωή Αρχίζει στα 65» και σκέπτομαι αυτόματα «είναι για τους γέρους, δεν με αφορά». Και πραγματικά δεν με αφορά – όλα όσα γράφει εκεί με ύφος παρηγοριάς για δραστηριότητες και εκδηλώσεις ηλικιωμένων, μου φαίνονται τελείως ξένα.

Κι όμως με απασχολούν τα γερατειά. Στους «Δρόμους» έχω αφιερώσει κεφάλαια για το θέμα. Στα τελευταία μου ποιήματα (γραμμένα όλα μετά τα 65) που μπορείτε να διαβάσετε εδώ, αποκαλώ τον εαυτό μου γέροντα. Γιατί όμως, αφού δεν το νιώθω;

Ψάχνοντας και αναλύοντας βρήκα ότι αναφέρομαι συχνά στα γηρατειά όχι επειδή με αφορούν, αλλά επειδή με τρομάζουν. Τα νιώθω να με απειλούν με ένα πλαίσιο αναφοράς που μου είναι ξένο και απεχθές – στο οποίο όμως θα έπρεπε να ανήκω. Τα αποδέχομαι (υπερβάλλοντας μάλιστα) σχεδόν τα προκαλώ, για να τα ξορκίσω. Έχοντας την αίσθηση πως κοροϊδεύω. «Να τώρα υποδύομαι τον γέρο για να κατευνάσω τους θεούς, αλλά όταν αποφασίσω βγαίνω από τον ρόλο και γίνομαι αυτό που είμαι: αιώνια νέος».

Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου διαφορετικά από αυτό που έγραψα τώρα: αιώνια νέος. Νέος. Μπορεί κουρασμένος, απογοητευμένος, πεσμένος, καταθλιπτικός, παραιτημένος – αλλά νέος. Νέος 25 ή 95 ετών – αλλά νέος.

Και νέος, νεότατος θα πεθάνω, όποτε συμβεί αυτό, και θα είμαι κατάπληκτος που μου έτυχε το μηδέν στα νιάτα μου.

                                                                                                                         2005

Ο γέροντας ζητάει παράταση

Ο ερωτευμένος γέροντας
γελοίος στους άλλους, αλλά ευτυχισμένος,
κρατάει στα δάχτυλα
αφή νεότητας
και ονειρεύεται άλλη μία ζωή.

Ο ερωτευμένος γέροντας
ευσυγκίνητος βουρκώνει
με το τίποτα:
το αγκαθωτό τρίχωμα
στην εφηβική μασχάλη.

Ο ερωτευμένος γέροντας
δεν είναι πια γέρος – αλλά γερός.
Νιώθει να φουσκώνει το στήθος του,
σαν αερόστατο ανεβαίνει,
βλέπει την ζωή του από ψηλά: λίγη.
Απαιτεί χρόνο.

Ο ερωτευμένος γέροντας
ζητάει από τον διαιτητή
να κρατήσει καθυστέρηση.
Να του δώσει ευκαιρία
για παράταση.

Και ίσως τότε κερδίσει στα πέναλτι.

 

Η ερωτύλος νεότης

Μα τι συμβαίνει με αυτόν το γέροντα;
Κορίτσια τον θέλουν άγρια,
στα κρυφά τον αποζητούν.

Άγουρα κορμιά τον χρειάζονται επειγόντως.
Όταν μιλάνε στις κοπέλες για την ηλικία του, μερικές χαμογελούν.
Αυτές γνωρίζουν άλλα.
Κανένας νέος δεν τις τάνυσε τόσο καλά.

Δεν βλέπουν ρυτίδες, ούτε χαλαρή σάρκα
αλλά αυτή την υπερκόσμια υπομονή και προσήλωση
που τις οδηγεί στον κρυφό τους εαυτό.

 

Ο προφητάναξ Δαυίδ

Θυμάται τον προφητάνακτα Δαυίδ:
«πρεσβύτερος, προβεβηκώς ημέραις… ουκ εθερμαίνετο.
Και είπον οι παίδες αυτού, ζητησάτωσαν
παρθένον νεάνιδα και κοιμηθήσεται μετ’ αυτού…».
Και βρήκανε την Αβισάγ, την πιο όμορφη του Ισραήλ
«καλή έως σφόδρα».

Ωραίοι έως σφόδρα οι Ψαλμοί του Προφητάνακτα.
Από τους κόλπους της δεκαπεντάχρονης, υμνούσε το θαύμα.

 

Ο λάγνος γέροντας και η γλώσσα

Ένα όπλο ερωτικό έχει ο γέροντας,
την ακούραστη γλώσσα.
Με αυτή μιλώντας γοητεύει
με αυτή φιλώντας λατρεύει.

Όμως τα νεύρα αποσυντονίζονται.
Η ολίσθηση,
μέσα στα μαχαίρια των κοπτήρων,
δεν είναι αστραπιαία ως όφειλε
κι όλο δαγκώνεται.

Δεν είναι πια γλώσσα αυτή,
γεμάτη ουλές, γεμάτη καρούμπαλα
Συχνά αιμάσσει.
Πονάει στην κάθε κίνηση.

Η γλώσσα τον προδίδει.
Ούτε πια να μιλήσει σωστά.
Βους επί γλώττη*, όχι – ακανθόχοιρος.

* Αρχαία παροιμία γι αυτόν που σιωπά: «Βόδι στην γλώσσα».

 

Γέρων καλεί ζωή

Αποκαλύπτει σιγά την βάλανο,
Την χαϊδεύει τρυφερά,
μία ανατριχίλα ηδονής τον διαπερνά.
Ένας γέρος που αυνανίζεται είναι ένα θέμα γελοίο και ιερό.
Προσπαθεί να ξανασυνδεθεί με τη ζωή
να ξυπνήσει τις αισθήσεις
να ζήσει τον μόνο σίγουρο έρωτα
να βγει από το υπόγειο των γηρατειών.
Μερικές φορές μένει με την πρόθεση.
Άλλες όχι.
Έτσι κι αλλιώς

η φυλακή του γήρατος τον περιμένει.

 

Ο γέροντας θυμάται και βωμολοχεί

Πριν πενήντα χρόνια
ποθούσε πέντε
γαμούσε δέκα.

Έκανε έρωτα πριν προλάβει να ποθήσει…

Τώρα ποθεί εκατό,
και ο πόθος του χάνεται
ανάμεσα στο γελοίο και το γέλιο
μιας δεκαοκτάχρονης.

«Πορνόγερος» λέει ο άλλος.

Α, τι πίκρα, οι ματαιωμένες καύλες των γερόντων…

 

Ο νέος γέροντας επιμένει τεχνολογικά

Ταξιδεύει στο Διαδίκτυο με αστραπιαίες ταχύτητες.
Οδηγεί υβριδικά αυτοκίνητα με τις μπάντες.
Έχει έξη ψηφιακές, τρία κινητά τρίτης γενεάς με βίντεο κλήση.
Συναρμολογεί υπολογιστές, γράφει κώδικα,
επεξεργάζεται ψηφιακές εικόνες, μοντάρει βίντεο.
Ξεκουράζεται ακούγοντας ΜΡ3 σε συμπίεση 192kbps, 44.100kHz.

Είναι ο πιο γρήγορος στα video games – έχει φοβερή κάρτα γραφικών.
Κανένας πιτσιρικάς δεν τον κερδίζει στο Playstation.
Το ρολόι του μετράει την θερμοκρασία και το υψόμετρο,
το GPS τον οδηγεί στις βόλτες του.
Έχει ένα σπίτι γεμάτο ηλεκτρονικά που συνδέονται ασύρματα,
τι Home Cinema, τι Dolby Digital 6.1, τι ότι κι αν πεις.
Επίμονα ανανεώνεται με καινοτομίες, εντείνει τη ζωή,
νομίζει –
νομίζει πως αναβάλει τον θάνατο.

  

Δύστυχο

Όχι η ελπίδα.
Η επιθυμία πεθαίνει τελευταία.

  

Ο γέροντας κοιτάει την πανσέληνο

Συμπτωματικά βγήκα στον κήπο
και είδα ψηλά μίαν υπέρλαμπρη πανσέληνο
σε διαυγέστατο μαύρο στερέωμα.

Ένωσα ένα σφίξιμο.
Γιατί να μην είμαι είκοσι χρονών...
να... να...

Τι έκανα τότε με την πανσέληνο;
Ξενυχτούσα... τραγουδούσα... ερωτευόμουν...

Τα έκανα πραγματικά, ή τα διάβασα στα βιβλία;
Δεν είμαι πια σίγουρος.
Καλύτερα να μπω στο σπίτι, να κλείσω και τα παράθυρα.
Κάνει ψύχρα.

Αυτή η πανσέληνος με μπερδεύει.

 

 

Γράφει στην Κική Δημουλά

                                                                                 πού ακριβώς τονίζομαι                                                                                  στο γέρνω ή στο γερνώ;                                                                                                             Κ. Δ.

Κική, όσο γερνώ, γέρνω
κι όσο γέρνω, γερνώ.
Όσο περνώ, παίρνω
κι όσο παίρνω, περνώ.

 

 

Πρωινή Αγκαλιά

Το ζωντανό δέρμα του άλλου, κάθε πρωί
είναι η μόνη απόδειξη ότι υπάρχεις.

(Όσο γερνώ, τόσο περισσότερο
χρειάζομαι τις αισθήσεις).

  

Ο γέροντας νοσταλγεί την παιδική πίστη

Θα ήθελα να υπήρχε η Παναγία.
Γλυκοφιλούσα, σπλαχνική, Μεγαλόχαρη.
Τρυφερή και στοργική σαν την μάνα μου.
Να της έλεγα τον πόνο και την πίκρα.
Βάλσαμο.

Θα’ θελα να υπήρχε ο Ιησούς.
Ο Αμνός, ο Μεσσίας, ο Παράκλητος,
απλώνοντας το χέρι του να με λυτρώσει
απ’ τις οδύνες μιας παράλογης Δημιουργίας.

Θα’ θελα να είχα την αίσθηση της αμαρτίας,
να βουτήξω στην μετάνοια σαν Μαγδαληνή.
Σφάλματα διέπραξα πολλά.
Αμαρτία όμως;

Θα ήθελα να πίστευα στην Μέλλουσα Ζωή
για να μην τρέμω τον θάνατο.

Κι ακόμα να προσδοκώ
μία Δεύτερη Παρουσία.

Ίσως αυτή με έπειθε για την Πρώτη.

  

Ένας γέροντας στην ακροθαλασσιά

(γράμμα στον Γιώργο Σεφέρη)

Το αντίτυπο από τα «Ποιήματα 1924 – 1946»
Γράφει στο εσώφυλλο «Ν. Γ. Δήμος, Φλεβάρης 1952».
Ούτε δέκα επτά.
(Έγραφα, τότε, Φλεβάρης. Σήμερα: Φεβρουάριος).

Έφηβος, δεν βούλιαξα με την «Κίχλη».
Με μεθούσε ο «Ερωτικός Λόγος».
Τον τραγουδούσα – τον χόρευα.
Μου άρεσαν και άλλα ποιήματα, όπως
«Ένας γέροντας στην ακροποταμιά».

Δεν θέλω τίποτα άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη
- έτσι ήθελα να μιλώ στα ποιήματα μου.
(Κι έγραφα τότε, κάθε μέρα).

Τώρα είμαι εγώ ο γέροντας.
Ποτάμια δεν έχουμε στην Αττική, τα χτίσαμε.
Κάθομαι σε ένα βράχο,
κοιτώντας μία βρώμικη παραλία.

Ένας γέροντας στην ακροθαλασσιά
(πότε πέρασαν πενήντα δύο χρόνια!)
θυμάται άλλους στίχους:
πιασμένοι στα πλουμισμένα δίχτυα μιας ζωής που ήτανε σωστή κι έγινε σκόνη και βούλιαξε μέσα στην άμμο.

 

Επιστροφή

Περπατάω στην Schelling Strasse.
Επτά του Σεπτέμβρη 2004.
Ακριβώς πενήντα χρόνια μετά.

Τίποτα δεν έχει αλλάξει εδώ γύρω.
Μόνον εγώ.

Εδώ, στην Pension Frank
πέρασα την πρώτη μου νύχτα στο Μόναχο
άγρυπνος από την αγωνία:
άγνωστος τόπος, δύσκολη γλώσσα, φιλόδοξοι στόχοι
(βουνό μου φαινόταν μες το σκοτάδι η φιλοσοφία).

Αγωνία και άγχος: τι θα γίνω; Τι θα γίνω;

Τώρα ξέρω την απάντηση.
Έγινα ένας γέρος που νοσταλγεί τα νιάτα του.

Ακόμα και την αγωνία τους.
Έκρυβε τόσες δυνατότητες.
Τώρα εξαντλήθηκαν όλες.

 

Νήσος Ι

Νησί είναι το πλην
της στεριάς

Νησί είναι το νυν
κι ο βοριάς.

Το Εγώ είναι νησί
και θάλασσα το Εσύ.

Που θωπεύει και κατατρώγει τις ακτές μου.

  

Νήσος ΙΙ

Πότε νιώθω νησί
στρογγυλό, αυτόνομο, αυθύπαρκτο.

Πότε γίνομαι η θάλασσα
που το περιβάλλει.

Στην περίπτωση αυτή
μου απαγορεύω
τον απόπλου.

Έχω παραιτηθεί
από τον έρωτα.

 

Η τελευταία μέρα

Ετοίμασε το πρωινό του
όπως κάθε πρωί.

Καμία υπόνοια.

Άνοιξε την εφημερίδα και
- όπως κάθε πρωί -
διάβασε τις κηδείες.

Την άλλη μέρα θα διάβαζαν
την δική του.

  

Σημείωση: Δέκα από τα ποιήματα γράφτηκαν τον Αύγουστο 2005. Τα υπόλοιπα, γραμμένα μέσα στην τελευταία τριετία, ανήκαν ουσιαστικά στο ίδιο κλίμα. Με μικρές αλλαγές και προσθήκες, βρήκαν τώρα την οριστική τους θέση. 2012: Προστέθηκε ένα ποίημα.