Μετά τους ψαλμούς,
τους λυγμούς
και τα λουλούδια,
η αμηχανία.

Έρχομαι
και ξανάρχομαι
και δεν ξέρω:
Πώς φέρονται
σε ένα νεκρό;
Τι κάνουν
μπροστά σε ένα τάφο;

Οι μαυροφόρες εδώ
τον συγυρίζουν
σαν δωμάτιο.

Αλλά εγώ δεν νιώθω
πως είσαι εκεί,
ή πως σε νοιάζει
για τις γλάστρες.

Στέκομαι
με άδειο νου,
κοιτάζω
τα φρέσκα μάρμαρα
και κάνω
πως σου μιλάω.

Βιαστικοί
παπάδες.

Στο άδειο σου σπίτι
όλοι οι λογαριασμοί
γράφουν
το όνομά σου

απλήρωτοι

κι εγώ με τύψεις:
είτε σε θυμάμαι
είτε σε ξεχνώ.