Πολλά χρόνια σε αυτή τη γη τον ενοχλούσε το χρώμα των φύλλων
μετά την εαρινή βροχή. Και η λάμψη του ήλιου
στα λευκά νησιά του καλοκαιριού τον γέμιζε αγωνία.
Άκουσε κάθε λογής φωνές, μα οι πιο σκοτεινές ήταν αυτές που αγαπούσαν.
Πολλές φορές τα βράδια στο σπίτι συλλογίστηκε
μόνος, η πολεμώντας με ένα βιβλίο, πριν απ’ τον ύπνο.
Τα γυμνά σώματα των γυναικών στάθηκαν οι φυτείες της λησμονιάς του.
Μισοκλείνοντας τα μάτια μπόρεσε κάποτε να αντικρίσει μεγάλες αλήθειες.
Αξιώθηκε να δει διάφορα τοπία.
Ίσως να τον αγάπησαν και άλλοι άνθρωποι, έξω από τη μάνα του.
Κάτι είχε που έκανε τους άνδρες να μην τον χτυπάνε στην πλάτη,
τις γυναίκες να τον θέλουν από περιέργεια.
Τις μέρες του φθινοπώρου του άρεσε να περπατάει σε μεγάλους κήπους.
Ένα μεσημέρι που κανείς δεν τον περίμενε, δεν ξαναγύρισε.