ΑΣΜΑ 1963
I
Γεννήθηκες στα ενδότερα της Μείζονος Αραβίας,
εκεί στις οάσεις του Ουάντι Χάλφα, του Μπιρ-ελ-Ομπεΐντ,
από μητέρα Τσερκέζα.
Μεγάλωσες στο θερμοκήπιο ενός χαρεμιού,
μ’ αυτό το χλωμότατο δέρμα, το διάφανο,
που αντιμάχεται την κατάμαυρη κόμη.
Κάτι παρωχημένο, κάτι αφάνταστα θηλυκό,
στο λίκνισμα, στο ανάβλεμμα στην φωνή.
Κάτι σχεδόν ψεύτικο:
υστερία, νωχέλεια, κάματος.
Στιβάδες, στιβάδες η ύπαρξή σου είναι χτισμένη,
γύρω από το μυστικό ενός ζεστού, υγρού κόλπου.
II
Τι γυρεύει μία ιέρεια, ανάμεσα στους φακέλους;
Σεχραζάτ, Ζουλέικα, Ίσις, Σίτα,
Ράντα, μυρωμένη ερωμένη του Κρίσνα,
Σουλαμίτις, Ιστάρ, γαζέλα του Χαφίζ,
ρόδο του Σααδή…
Κάθεσαι σε ένα γραφείο και δεν ξέρεις ποια είσαι.
ΙΙΙ
Με μακριά χλωμά δάχτυλα, με σκληρά νύχια
χαράζεις, χαράζεις, χαράζεις…
Κι εγώ χαίρομαι το άλγος.
Χάραζε, λέω, χάραζε,
Ξέρω τι ψάχνεις, ραβδοσκόπε.
Βαθιά, πιο πέρα από την καρδιά, μαυρίζει το αίμα,
λιμνάζει το αίμα, ανέγγιχτο, ανεκπλήρωτο.
Α, με τι μίσος, τι τρυφερότητα, τι ηδονή και τι οδύνη,
θα σκοτώσω τον πόθο μου μέσα σου
σε λίγο.
IV
Να επιστρέψω
σε κείνο το ζεστό, υγρό βαθύ,
που χωνεύει,
που χτυπάει βουβά,
που σφύζει,
περιβάλλει,
τήκει,
ζωογονεί,
σκοτώνει.
Σκοτώνει.
V
Μικρή κόμη της ήβης, σγουρή, συρματένια.
Ρόδινη σχισμή, δροσερή, υγρομέτωπη,
«οία ροδών πολλώ σχιζομένος ζεφύρω».
Στόμα σιωπηλό του έρωτα.
Αόρατε, ανήλιε βυθέ του κόλπου
με τον ενάλιο πλούτο της ηδονής.
Όρος σεβαστό της Αφροδίτης.
Μικρό ιερό της μέθεξης.
Ιερό του Απόλυτου,
ακόμα και γι αυτούς που δεν γνωρίζουν.
VI
Εσύ γυναίκα, κι όταν δεν δίνεσαι, δίνεις.
Ένα εγώ στον άντρα που περνά, στα πράγματα
όνομα, στους εφήβους
ένα σφίξιμο υπογάστριο, ανατρίχιασμα κρυφό
στα κορίτσια, στους γέρους πίκρα, στις γυναίκες
ζήλια.
Ζωή.
VII
Απ’ όλες τις αισθήσεις η όσφρηση
βασανίζει σκληρότερα.
Απέραντες εκτάσεις έχει η όραση – και η ακοή
έναν κόσμο από ήχους.
Μα την ευωδιά του κορμιού σου, το άρωμα των μαλλιών σου, την ζεστή οσμή, την μυρωδιά της μυρωδιάς σου…
Είναι φτωχή αίσθηση η όσφρηση.
Τι να της δώσουμε τώρα που λείπεις;