Όλοι στην οικογένεια έλεγαν πως η θεία Μίκα ήταν παράξενη. "Μυστήρια μεγαλοκοπέλα" ήταν τα πρώτα λόγια που άκουσα γι αυτήν. Aπόρησα όταν την είδα. Μεγαλοκοπέλα και τόσο μικροκαμωμένη; Από όλους τους μεγάλους στο ύψος, ήταν η πιο προσιτή.
Έπασχε από φοβίες, έλεγε η μητέρα. Οι φοβίες πρέπει να ήταν αυτό που πάθαινα εγώ όταν καιγόταν η λάμπα στον διάδρομο του υπογείου και δεν ήξερα πού τελειώνουν οι τοίχοι.
Εγώ την φώναζα: "Η θεία Μίκα, το Τσαγάκι και το Πιανάκι." Όνομα σιδηρόδρομος, αλλά ήταν αληθινό. Κάθε φορά που ερχόταν επίσκεψη η θεία Μίκα, πίναμε τσάι - και μας έπαιζε πιάνο.
Ερχόταν όμως πολύ σπάνια, γιατί δεν ζούσε στην Αθήνα, αλλά στην Σύρο.
Τότε δεν ακούγαμε πολλή μουσική. Δεν ήταν όπως σήμερα που κάθε σπίτι έχει τρανζίστορ, κασετόφωνο και πικάπ. Από το μεγάλο ραδιόφωνο, με το πράσινο μάτι, άκουγες κυρίως ειδήσεις και πολεμικά ανακοινωθέντα. Από κει και πέρα, περισσότερα παράσιτα παρά μελωδίες. Ήταν ακόμα καινούργια εφεύρεση. Είχαμε βέβαια και γραμμόφωνο (από αυτά που τα κούρδιζες με το χέρι) αλλά οι δίσκοι λίγοι και βραχνοί. Η σωστή μουσική ήταν ζωντανή (live όπως λένε σήμερα στην τηλεόραση). Kι ακόμα είναι. Στο σπίτι της Μιχαήλ Βόδα υπήρχε ένα πιάνο Bechstein - παλιό, με απλίκες για κεριά. Και βουβό. Η μητέρα, άρρωστη, δεν έπαιζε πια.
Δεν ξέρω πόσο καλή πιανίστα ήταν η θεία Μίκα, εμένα όμως με μάγευε. Καθόμουν ώρες όρθιος δίπλα στο πιάνο και κοίταγα τα δάκτυλά της επάνω στα άσπρα και τα μαύρα πλήκτρα, χωρίς ποτέ να καταλάβω από που ερχόταν αυτό το κύμα που φούσκωνε το στήθος μου και με έκανε να ταξιδεύω ψηλά σαν ελεύθερο μπαλόνι.
Η θεία Μίκα φορούσε πάντα άσπρα γάντια. ("Είναι από την μικροβιοφοβία", έλεγε η μητέρα). Μόνο στο πιάνο τα έβγαζε. Καθόταν στον καναπέ, δεν έπαιρνε γάλα στο τσάι (αργότερα κατάλαβα πως έλεγε: "no milk, thank you" στα Αγγλικά). Η θεία Μίκα μιλούσε άψογα τις γλώσσες της. Είχε μεγαλώσει με Αγγλίδα γκουβερνάντα και είχε κάνει εσωτερική σε σχολείο της Λοζάννης.
Τώρα όμως ήταν "ξεπεσμένη" όπως έλεγαν οι δικοί μου. Ο πατέρας της είχε πεθάνει νέος και αυτή, μοναχοκόρη χαϊδεμένη, ζούσε με την μητέρα της σε ένα παλιό αρχοντικό. Στην Αθήνα ερχόταν για να πουλήσει παλιά οικογενειακά κοσμήματα ή μπιμπελό. Με αυτά συμπλήρωνε κάποια ασήμαντη σύνταξη. Μία φορά που ήρθε, άκουγα μέρες τη λέξη "παντατίφ" και δεν μπορούσα να φανταστώ τι είναι. Μέχρι που το είδα: ένα μεγάλο ρουμπίνι δεμένο με διαμάντια, κρεμαστό από ψιλή χρυσή αλυσίδα.
Η θεία Μίκα ήταν μικρόσωμη, πολύ κοντή, με μακριά γαμψή μύτη, μεγάλο κότσο και λαμπερά μάτια. Δεν ήταν όμορφη αλλά είχε πρόσωπο έξυπνο, και μία περίεργα γεμάτη και ηχηρή φωνή. Μου χάρισε τα πρώτα μου Αγγλικά βιβλία. Σε ένα από αυτά υπήρχε η εικόνα μιας μάγισσας - και κάπως της έμοιαζε.
Στα έξι μου χρόνια εξαφανίστηκε - μπήκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα και η θεία αποκλείστηκε στη Σύρα. Το "τσαγάκι και το πιανάκι" έγιναν πράγματα μυθικά και απίθανα. Ούτε θεία Μίκα υπήρχε πια, ούτε τσάι. (Μέσα στην Κατοχή, μόνο χαμομήλι από τα διπλανά οικόπεδα!) Και το πιάνο μας πουλήθηκε σε κάποιον μαυραγορίτη. Τα απογεύματα με την θεία Μίκα μου φαίνονταν σαν όνειρο: άσπρα γάντια, τσάι και Σοπέν.
"Τι κάνει αυτή η μισότρελλη ξαδέρφη σου;" ρωτούσε καμιά φορά ο πατέρας - και η μητέρα απαντούσε: "ούτε ξέρω αν ζει ή αν πέθανε". Έτσι, μόλις πέρασε η Κατοχή και τα Δεκεμβριανά, αποφάσισε το μεγάλο ταξίδι. Τάμα στην Τήνο και επίσκεψη στην Σύρο.
*
Όλα τα χρόνια της Κατοχής, η μητέρα μουρμούριζε μέσα στα δόντια της: "Παναγιά μου Δέσποινα, κράτησέ μας ζωντανούς και υγιείς - κι εγώ σου τάζω..." Από κει και κάτω η φράση άλλαζε με τους μήνες. Στην αρχή ήταν το δικό της pendentif, ίδιο με της Μίκας αλλά με σμαράγδι. Αυτό όμως πουλήθηκε σύντομα για ένα ντενεκέ λάδι. Ύστερα ήρθε η σειρά του μεγάλου μπριγιάν - αλλά κι αυτό πέρασε στα χέρια κάποιου άλλου μαυραγορίτη. Έτσι χάθηκαν το ένα μετά το άλλο όλα τα παλιά οικογενειακά κειμήλια.
Με το τέλος των Δεκεμβριανών, από πολύτιμα πράγματα δεν είχε περισσέψει τίποτα. Μονάχα εμείς είχαμε απομείνει, αδύνατοι και τρομαγμένοι. Αλλά κι αυτό ήταν για την μητέρα ένα θαύμα - και αποφάσισε να τηρήσει το τάμα της. Κάποιο χρυσαφικό βρέθηκε να αντικαταστήσει τα υποσχεμένα (ποιες να στολίζουνε τώρα;) και το μεγάλο ταξίδι για Τήνο και Σύρο μπήκε στο πρόγραμμα.
Τίποτα δεν ήταν πιο δύσκολο, μετά την Κατοχή, από ένα ταξίδι. Η Τήνος έμοιαζε τόσο μακρινή κι απρόσιτη, όσο σήμερα η Γή του Πυρός. Κι έτσι, δεν θυμάμαι από ποιόν οργανωτικό λόγο, χάσαμε τον πρώτο Δεκαπενταύγουστο - του 45. Όμως τον επόμενο πήγαμε - τολμηροί εξερευνητές.
"Τον Κάβο Ντ’ Όρο να φοβάσαι!" - έλεγε πάντα η μητέρα, που είχε να ταξιδέψει στις Κυκλάδες τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια, αλλά θεωρούσε τον εαυτό της αυθεντία. Και πραγματικά, μόλις περάσαμε την άκρη της Εύβοιας, μας πήρε και μας σήκωσε το μελτέμι. Εγώ δεν ζαλιζόμουνα - και κορόιδευα τους άλλους - μέχρι που, το βράδυ, ένας συνταξιδιώτης με ρώτησε: "Για κοίτα ψηλά - το κατάρτι κουνάει ή τ' αστέρια;"
Δεν θυμάμαι πολλά πράγματα από το προσκύνημα στην Τήνο - μόνο τις μεγάλες σκάλες μπροστά στην εκκλησία της Μεγαλόχαρης και την εικόνα, κατάφορτη από πετράδια και χρυσαφικά. Νομίζω πως κάποιος με ανασήκωσε για να την προσκυνήσω.
Γυρίζοντας, μείναμε - ένα βράδυ μόνο - στη Σύρο. Ίσα-ίσα για να συναντήσουμε την θεία Μίκα. Από τα παλιά σπίτια της οικογένειας δεν υπήρχε τίποτα για να μας στεγάσει. Άλλα είχαν πουληθεί, άλλα επιταχθεί. (Ο "Πύργος" του παππού Νικηφόρου στη Ντελαγκράτσια είχε γίνει ορφανοτροφείο). Έτσι αποφασίστηκε να μείνουμε στο σπίτι της θείας.
Ήταν ένα αχανές παλιό αρχοντικό - τουλάχιστον έτσι το θυμάμαι - που η έλλειψη ηλεκτρικού το έκανε να μοιάζει ακόμα μεγαλύτερο. Φτάσαμε βράδυ και ακόμα νομίζω πως βλέπω τη θεία Μίκα μικρόσωμη, καμπουρίτσα, να μας υποδέχεται με την λάμπα του πετρελαίου. Τα ξέραμε άλλωστε αυτά - τη μισή Κατοχή με κεριά και λάμπες τη βγάλαμε!
"Τα παιδιά να κοιμούνται νωρίς - είσαι κι από ταξίδι!" είπε η μητέρα και με στείλανε γρήγορα για ύπνο. (Υποθέτω, τώρα, πως θα θέλανε να πούνε τα δικά τους.) Βρέθηκα σε μια τεράστια αίθουσα (ένα από τα πολλά σαλόνια) με ένα κερί στο χέρι. Μου είχαν στρώσει σε ένα φαρδύ καναπέ - όπου χωρούσαν άλλοι τρεις σαν κι εμένα.
Η σκηνή τρόμου ήρθε μόλις ξάπλωσα. Αυτόματα τα μάτια μου αντίκρισαν το ταβάνι. Κι εκεί ΕΙΔΑ (δηλαδή φαντάστηκα - έτσι νόμισα!) μορφές να με κοιτάνε, τεράστια πρόσωπα, γίγαντες πραγματικούς από πάνω μου, που ΣΑΛΕΥΑΝ κι όλας στο φως του κεριού.
Κρύος ιδρώτας με περιέλουσε. Πρώτη φορά μου έβλεπα - ναι, ΕΒΛΕΠΑ - δράκους, φαντάσματα, τέρατα, ξωτικά. Όλα τα παραμύθια τρόμου που είχα διαβάσει, κι όσα μου είχαν διηγηθεί, ζωντάνευαν και με κυνηγούσαν. Κρατήθηκα για λίγο, να μην διαψεύσω την άποψη ότι είμαι άντρας (11 χρονώ!) και άρα ατρόμητος. Και μετά, ουρλιάζοντας από πανικό και αγωνία, ξεχύθηκα στο διπλανό δωμάτιο, όπου θεία και μητέρα μάταια πάσχισαν να με παρηγορήσουν.
Αργότερα - πολύ αργότερα - θυμάμαι τη φωνή της μητέρας να μου λέει με κάποια ελαφριά επίπληξη: "Αφού τόσες φορές σου είχα πει πως όλα μας τα ταβάνια στη Σύρο ήταν ζωγραφισμένα!"
*
Δεν είχα πιστέψει ποτέ την μητέρα μου όταν μου μιλούσε για τα "μεγαλεία" των προγόνων της. Έφταιγε και ο πατέρας, που συχνά την ειρωνευόταν. Έτσι τις περιγραφές για χρυσοποίκιλτα και ζωγραφισμένα ταβάνια, πύργους με σαράντα δωμάτια, τοιχογραφίες και ξυλόγλυπτα, τις είχα τοποθετήσει μάλλον στον χώρο των παραμυθιών. Να όμως που τα παραμύθια ζωντάνευαν!
Αργότερα - τριάντα πέντε χρόνια μετά, όταν ξαναπήγα στη Χίο και την Σύρα - βρήκα και τους "πύργους" και τα αρχοντικά - κι έδωσα δίκιο στη μάνα μου. Μονάχα που δεν υπήρχε πια για να της το πω. Ωστόσο τι έφταιγα κι εγώ; Τι μπορούσε να νιώσει ένα παιδί της φτωχής, επαρχιώτικης προπολεμικής Αθήνας από την λάμψη της παλιάς κοσμοπολίτικης Ερμούπολης;
Το πρωί, όταν ξύπνησα, αντιμετώπισα τις τοιχογραφίες πιο ψύχραιμα. Μου εξήγησαν πως απεικόνιζαν θέματα από την μυθολογία. Δυστυχώς φύγαμε γρήγορα μετά, δεν είδα τίποτα άλλο στην πόλη.
Αλλά δεν έπαψα να θυμάμαι την θεία Μίκα σκυφτή, με το κερί στο χέρι, να γυρνάει σε τεράστια σκοτεινά δωμάτια με φόντο Τιτάνες και Κένταυρους, Τρίτωνες και Νηρηίδες, Μονόκερους και Δράκοντες. Το αρχοντικό της Ερμούπολης (δεν το ξαναείδα ποτέ) πήρε μυθικές διαστάσεις στη φαντασία μου. Και η θεία Μίκα διαφέντευε όλα αυτά τα παράξενα χιμαιρικά όντα.
Ωστόσο, ακόμα και τότε, δεν είχα καταλάβει ποια ήταν.
*
Πέρασαν πολλά χρόνια. Έφυγα για σπουδές στο εξωτερικό, έκανα την θητεία μου, παντρεύτηκα, έστησα δουλειά. Την θεία Μίκα την είχα ξεχάσει. Ώσπου μια μέρα μου είπε η μητέρα, πως η εξαδέλφη της εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Μόνη της πια (η μάνα της είχε πεθάνει) πήρε μαζί της ό,τι μπόρεσε από τα παλιά κειμήλια και βολεύτηκε σε ένα διαμέρισμα δύο δωματίων - που όλο μαζί ήταν ίσαμε το χωλ του παλιού της αρχοντικού. Όταν μετά από χρόνια έτυχε να την επισκεφθώ, διαπίστωσα πως δεν είχε ακόμα ανοίξει όλες τις κάσες και τις βαλίτσες. Ούτε τακτοποιήθηκε ποτέ - μέχρι που πέθανε. Σαν να θεωρούσε την κατοικία αυτή προσωρινή και να ήταν έτοιμη για μετακόμιση. Έζησε εκεί πάνω από είκοσι χρόνια.
Εκτός από τις κλειστές βαλίτσες, το σπίτι θύμιζε παλαιοπωλείο. Παντού παλιά βάζα, σερβίτσια, πίνακες, γκραβούρες, ασημικά. Η θεία Μίκα ακόμα ξεπουλούσε. Πόσο πρέπει να ήταν το βιός που είχαν μαζέψει οι πρόγονοι για να την συντηρήσει τόσες δεκαετίες!
Πέρα από τα παλιά κομμάτια, το σπίτι της ήταν γεμάτο αποκόμματα. Διάβαζε πολύ, ό,τι έβρισκε, έκοβε από εφημερίδες και περιοδικά ό,τι την ενδιέφερε και το κρατούσε. Το αγαπημένο της ανάγνωσμα ήταν πάντως το μικρό Larousse. Όταν αργότερα την πήγαμε στο γηροκομείο μου ζήτησε να της το φέρω. Το διάβαζε μεθοδικά - και πρώτη φορά είδα άνθρωπο να απολαμβάνει τόσο την ανάγνωση λεξικού.
Όπως άλλοι χρησιμοποιούν τις παροιμίες, η Μίκα είχε τα αποφθέγματα. Δεκάδες φράσεις διάσημων, για κάθε περίπτωση - στα αγγλικά, γαλλικά, αρχαία ελληνικά ακόμα και λατινικά. Σαν μαγικά ξόρκια τις μουρμούριζε χαμηλόφωνα καθώς τριγύρναγε (πάντα βιαστική) μέσα στο σπίτι της.
Με την μητέρα μου και την αδελφή της, ήταν αχώριστες. Είχαν ξαναβρεί την παιδική τους παρέα. "Δεν θα παντρευτείς Μίκα;" την ρώταγαν πειραχτικά οι δύο άλλες, χήρες πια. Η Μίκα, με ύφος σοβαρό και λυπημένο τους έλεγε, αναστενάζοντας, για παλιούς έρωτες που δεν καρποφόρησαν. Τον ένα δεν της τον έδιναν οι γονείς της γιατί ήταν λέει "παρακατιανός", ο άλλος έφυγε να δουλέψει στους "Ράλλη Μπράδερς" και χάθηκε στις Ινδίες. Έμεινε τυπική στεγνή γεροντοκόρη, ισχυριζόταν όμως πως οι άντρες ακόμα την πείραζαν στο δρόμο και την έπαιρναν από πίσω. "Καιρός να ενδώσεις σε κανένα!" την πείραζε η θεία Μαρία (για την οποία άκουγα παιδί πως "είχε ζήσει την ζωή της"). "Αλλιώς, κακομοίρα μου, θα πεθάνεις παρθένα!"
Πιάνο, δεν υπήρχε πια για να παίξει. Ούτε στο σπίτι της ούτε στο δικό μας. Γέρασε κιόλας, τα ευκίνητα δάχτυλα είχαν σκεβρώσει. Όσο περνούσαν τα χρόνια, καμπούριαζε περισσότερο, η μύτη της γινόταν πιο γαμψή κι έμοιαζε όλο και πιο πολύ με μάγισσα.
*
Η πρώτη φορά που κατάλαβα πως η θεία Μίκα είχε παράξενες δυνάμεις ήταν όταν κάλεσα και τις τρεις, αδελφές και εξαδέλφη, στο σπίτι μου μία δεύτερη μέρα Χριστουγέννων.
Η μητέρα μου και η αδελφή της ήταν μελαγχολικές. "Χρονιάρες μέρες" θυμόνταν τους απόντες και στέναζαν. Η Μίκα είχε ένα διαβολεμένο κέφι. Τις έβαλε να πιούνε σαμπάνια (είχε περισσέψει από το προχθεσινό ρεβεγιόν) να τσιμπήσουν μεζέδες και ξαφνικά έγινε θαύμα!
Και οι τρεις μεταμορφώθηκαν σε κοπελούδες. Όχι, δεν άλλαξαν εξωτερικά, αν και τα μάτια τους έλαμπαν παράξενα. Αλλά έγιναν νέες, όπως στις φωτογραφίες του 1920 με τα πλατύγυρα καπέλα και τις κορδέλες. Διακοσίων τόσων χρονών και οι τρεις μαζί, τραγούδησαν, χόρεψαν, γέλασαν κελαρυστά σαν γαλιάντρες. Η θεία Μαρία με τη μάνα μου είπαν το ντουέτο από την "Νόρμα". Από παιδί ήξερα γι αυτό το περίφημο ντουέτο, που οι δύο αδερφές είχαν τραγουδήσει σε φιλανθρωπική παράσταση στο θέατρο "Απόλλων" - και έγινε σεισμός από το χειροκρότημα. Όμως ποτέ δεν είχα ακούσει να το τραγουδάνε. Από τότε που την θυμόμουν, η μητέρα ήταν κατάκοιτη, με την καρδιά της. Ούτε πιάνο δεν μπορούσε να παίξει.
Αλλά και η θεία Μαρία, που ήταν το πρώτο φωνητικό ταλέντο της οικογένειας, με σπουδαία φωνή σοπράνο, είχε χρόνια να τραγουδήσει. Και τώρα ντουέτο "mira Norma" στα εβδομήντα τους, με την θεία Μίκα να διευθύνει.
Είπαν - και τι δεν είπαν εκείνο το βράδυ. Και οι τρεις μαζί - προστέθηκε σύντομα η βαριά κοντράλτο φωνή της Μίκας. Δεκάδες τραγούδια - παλιές καντάδες, λίντερ, άριες, Σακελλαρίδη, Χατζηαποστόλου. Με μάγουλα κόκκινα από τη σαμπάνια. Όταν κουράστηκαν με τα τραγούδια άρχισαν τα πειράγματα. Η Μίκα, σαν διαβολάκι, τις κέντριζε.
Εκείνο το βράδυ ζωντάνεψαν όλες οι παλιές φωτογραφίες.
*
Πέρασαν λίγα χρόνια. Μία-μία έφυγαν η Μαρία και η μητέρα. Η Μίκα έμεινε μόνη. Πάλευε στο μικρό σπίτι-παλαιοπωλείο, μάζευε γνωμικά και αποκόμματα. Όμως κάποτε τα πόδια άρχισαν να μη την βαστάνε. (Το μυαλό ξουράφι!) Επέμενε να ζει μονάχη. Είχε μία αναρχική προσήλωση στην ελευθερία της και τις παραξενιές της. Της πρότεινα, τις μέρες του καύσωνα, να ξεκαλοκαιριάσει σε έναν οίκο ευγηρίας, στην Παιανία. Το δέχθηκε απρόθυμα. Σε λίγο καιρό, αποζήτησε το σπίτι της. Το άλλο καλοκαίρι ξαναπήγε στην Παιανία. Και έμεινε. Καταλάβαινε (αν και δεν το παραδεχόταν) πως της ήταν δύσκολο να αυτοεξυπηρετηθεί.
Αρνήθηκε όμως να εγκαταλείψει το διαμέρισμα της Αθήνας. Το κράτησε όπως ήταν. (Οι βαλίτσες και οι κάσες ακόμα κλειστές.) Θεωρούσε και τον Οίκο Ευγηρίας προσωρινό.
Πήγαινα και την έβλεπα συχνά. Συζητούσαμε διάφορα θέματα, κυρίως εγκυκλοπαιδικά. Η μανία της να μαθαίνει αδιάπτωτη, η περιέργειά της ακόρεστη. Πώς λειτουργεί το αυτοκίνητό μου ή το τρανζίστορ της, τι είναι η θερμοκρασιακή αναστροφή; Όλο ερωτήσεις. Ό,τι δεν ήξερε το Λαρούς, έπρεπε να το ξέρω εγώ.
Η αίσθηση αυτού του ανθρώπου που στα ενενήντα του έψαχνε ακόμα τον κόσμο, μου έκανε καλό. Κάθε φορά που έφευγα από το γεροκομείο ένιωθα πιο ζωντανός.
Ταυτόχρονα, μαζί με την περιέργεια, όσο γερνούσε μεγάλωνε και το χιούμορ της. Ένα στεγνό αγγλοσαξωνικό χιούμορ (ίσως έφταιγε εκείνη η nanny, η παλιά γκουβερνάντα). Όταν κάτι την ενοχλούσε, το χιούμορ γύριζε σε ειρωνεία και σαρκασμό. Δεν ανεχόταν τίποτα το ψεύτικο, ή το συμβατικό. Όλα τα καυτηρίαζε με εξοντωτικό τρόπο.
Πιο δυνατή όμως ήταν στον αυτοσαρκασμό. Περιέγραφε την αδυναμία της με τέτοιο τρόπο που να γελάς γι αυτήν αντί να κλαις. Και ως τις τελευταίες της στιγμές, άντεχε να κοροϊδεύει. "Σήμερα πάτε καλύτερα, κυρία Μίκα", της είπε μία συγκάτοικος.
"Βέβαια," απάντησε βραχνά. "Σήμερα καλύτερα, αύριο ακόμα καλύτερα και την τρίτη μέρα αγγελούδι". Έγινε ακριβώς όπως το είπε.
*
H θεία Μίκα αναπαύεται σε ένα προσωρινό (πάλι!) τάφο, στο κοιμητήρι της Παιανίας. Σε τρία χρόνια θα ταξιδέψει για τη Σύρο. Εκεί, στο οικογενειακό μαυσωλείο, θα παραμείνει οριστικά, χωρίς δεμένες βαλίτσες.
Θυμάμαι την ημέρα της κηδείας της. Είχα πριν μία δουλειά κι ερχόμουνα από την μεριά του Μαραθώνα. 'Ηταν βαριά μαύρη συννεφιά, Γενάρης με χιόνι. Ο Υμηττός κάτασπρος. Και ξαφνικά βλέπω ν' ανοίγει το σύννεφο μια σταλιά και να κατεβαίνουν λαμπρές ακτίνες ήλιου, δοξαστικές, ίσα στη ρίζα του Υμηττού, στο κοιμητήρι. Ένιωθα σαν να με οδηγούσε από μακριά το Άστρο των Μάγων. Μέσα στην μαυρίλα, θεϊκοί προβολείς φωτίζανε αποκλειστικά και μόνο μερικά ταπεινά μάρμαρα. Πλησίαζα και είχα συνέχεια μπροστά μου την Μεγάλη Αποθέωση της μικρής θείας Μίκας.
Ποιος την ήξερε; Ελάχιστοι άνθρωποι. Ποιος την αποχαιρέτησε; Τρία μικρανήψια και δύο ξαδέλφια. (Και ο Ουρανός). Τι άφηνε πίσω; Ό,τι δεν πρόλαβε - ή δεν θέλησε - να πουλήσει. Ποιος θα τη θυμάται;
Α ναι, η θεία Μίκα δεν θα μπει ποτέ στο Λαρούς. Αλλά δεν πρέπει να λησμονηθεί.
Γιατί ήταν από αυτό το σπάνιο είδος που ονομάζουμε καλή μάγισσα. Εγώ το ήξερα πια, από καιρό. Οι καλές μάγισσες είναι λίγες και κρυφές. Δεν τις αναγνωρίζεις εύκολα. Οι κακές κάνουν φασαρία, πετάνε με σκούπες και αφήνουν πίσω μυρωδιά από καυσαέρια και θειάφι. Αυτές πρωταγωνιστούν πάντοτε στα παραμύθια, διότι το κακό είναι πάντα πιο ενδιαφέρον.
Εκείνη όμως, ήταν καλή. Γι αυτό την δόξασε έτσι ο Ουρανός με τους μεγάλους προβολείς του.
Η θεία Μίκα είχε μαγέψει τα παιδικά μου χρόνια με το πιάνο της. Ήταν η πρώτη ωραία μουσική που άκουσα (κι από τότε ζω με αυτούς τους ήχους). Στο σκοτεινό αρχοντικό της Ερμούπολης, χάρη στο μαγικό της κερί, είδα να ζωντανεύει σε φυσικό μέγεθος ο κόσμος της φαντασίας μου. Η μάγισσα Μίκα κατόρθωσε να αναστήσει για μια βραδιά την νιότη της μάνας μου - και μπόρεσα να την δω και να την ακούσω, γεμάτη κέφι και υγεία, όπως ήταν χρόνια πριν γεννηθώ. Μου έδωσε σοφές συμβουλές όταν μεγάλωσα - και μου άφησε την στωική ειρωνεία της, για να με βοηθήσει όταν θα πονάω.
*
O Τρίτωνας φύσηξε μέσα στο κοχύλι του: Από όλες τις γωνίες του σπιτιού άρχισαν να μαζεύονται οι μορφές.
Ήρθαν Νεράιδες ντυμένες με αραχνούφαντο πέπλο, γιγάντιοι Τιτάνες με μπράτσα από σίδερο, κάτασπροι Μονόκεροι με μελαγχολικά μάτια, γοητευτικές Γοργόνες, Κένταυροι με μαύρες γενειάδες και πολλά μικρά αγγελάκια επάνω σε λευκά σύννεφα.
Ο Τρίτωνας ξερόβηξε και πήρε τον λόγο. Ήταν ο αρχαιότερος. Αυτόν είχε ζωγραφίσει πρώτον ο Ιταλός ζωγράφος που έφτιαξε τις τοιχογραφίες.
"Έχω να κάνω μία ανακοίνωση", είπε και κόμπιασε. Συνηθισμένος από την σιωπή της θάλασσας, τρόμαζε με την δική του φωνή.
"Η Κυρία ξανάρθε κοντά μας" συνέχισε. Και έδειξε σε μία γωνιά της οροφής. Εκεί, ανάμεσα σε μαιάνδρους και ρόδακες, κρατώντας ένα μικρό Λαρούς, χαμογελούσε πονηρά η Θεία Μίκα.
Τα αγγελάκια πέταξαν σε σχηματισμό και την πλαισίωσαν. Δύο μονόκεροι σηκώθηκαν στα πίσω πόδια και την στήριξαν δεξιά και αριστερά. Η ζωγραφική σύνθεση έκλεισε, τέλεια. Ήταν σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα στην διακόσμηση του παλιού αρχοντικού.