Τρεις Επιστολές (Νικοδήμου Ευφημιστού τα Σωζόμενα)

 

Ο Νικόδημος, υπήρξε μαθητής του Σωκράτη που παράτησε την φιλοσοφία για να κερδίσει το ψωμί του με την διαφήμιση. Έγινε δηλαδή, κατά τον Σωκράτη, "ευφημιστής" - ή αν προτιμάτε το alter ego του Νίκου Δήμου...

 

Νικοδήμου προς Ερμόδωρον Επιστολή Πρώτη

 

Νικόδημος Ερμοδώρω χαίρειν

Έμαθα πως παραθερίζεις στις ακτές της Τροιζηνίας, εκεί που ένας στενός πόρος χωρίζει τη στεριά από το νησί και τα εξωτικά δέντρα, οι λεμονιές, κατεβαίνουν ως την θάλασσα. Έμαθα πως περνάς τις μέρες σου μελετώντας, ψαρεύοντας και περπατώντας. Έμαθα πως τις νύχτες κοιμάσαι κάτω από τα άστρα κι έχεις ένα φίλο γρύλο να σου κρατάει τον ρυθμό. Έμαθα πως διώχνεις τους ταξιδιώτες από την Αθήνα και κάνεις παρέα με ψαράδες και ξωμάχους. Έμαθα κι άλλα Ερμόδωρε, και, μα τον Δία, σε φθόνησα την ώρα που τ’ άκουγα. Έτσι όπως ζηλεύω καμιά φορά τον Σωκράτη, όταν καθισμένος στην όχθη του Ιλισού, κάτω από τα πλατάνια, παίρνει εκείνο το μακάριο ύφος και τσαλαβουτάει αμέριμνος τα πόδια του στα νερά σαν παιδάκι. Άνθρωποι σαν κι εσάς ενοχλούν, Ερμόδωρε. Άλλους για μια στιγμή και άλλους συνεχώς. Να δεις που, μία μέρα, κάποιος θα εκδικηθεί τον Σωκράτη γι αυτό το μακάριο ύφος του, γι αυτή την αναίτια ευτυχία του κάτω από τα πλατάνια.

Δεν θα σου γράψω νέα της Αθήνας. Δεν θέλω να ταράξω την ησυχία σου (κι αν ακόμα μπορούσα) με τις μικρές πράξεις μικρών ανθρώπων. Σου γράφω έτσι, για να σου πω την καλημέρα – και να σου στείλω μερικές σκέψεις που μου γέννησε η μοναξιά σου. Θυμάσαι Ερμόδωρε τον καιρό που παίζαμε τους αστραγάλους και περπατούσαμε στα λιθόστρωτα, προσπαθώντας να μην πατήσουμε τις γραμμές ανάμεσα στις πλάκες; Πόσα χρόνια – και χώρισαν οι δρόμοι μας, κι εγώ έγινα ένας άνθρωπος του έχω κι εσύ ένας άνθρωπος του είναι.Ναι και η πόλη είναι πια γεμάτη από ανθρώπους του έχω – από ανθρώπους που είναι ό,τι έχουν – που αντλούν την αξία και την σημασία της ύπαρξής τους από τα πράγματα που τους ανήκουν. Που αγωνίζονται για να αποκτήσουν και άλλα, νομίζοντας πως έτσι ανεβαίνουν, βελτιώνονται. Που πετάνε συνεχώς αγαθά μες το κενό τους, για να γεμίσει. Είναι οι άνθρωποι που άμα ρωτήσεις γι αυτούς: “Ποιος είναι” θα σου απαντήσουν: “Είναι αυτός που έχει το σπίτι στο Φάληρο και το τέθριππο άρμα” - ή “είναι αυτός που έχει την ωραία εταίρα και τα μεγάλα κτήματα με τους διακόσιους δούλους”.

Α, ναι, είμαστε ό,τι έχουμε. Ενώ εσύ και ο Σωκράτης, είστε. Αυτά που έχετε, αν έχετε, είναι ασήμαντα μπροστά σε σας. Και μπορείτε όποια στιγμή θέλετε να τα αφήσετε – όπως τα άφησες εσύ – χωρίς να χάσετε τον εαυτό σας.

Είστε. Ξέρω, δεν είναι εύκολο να είσαι. Χρειάζεται διαρκής αγώνας, άσκηση, σκέψη και δύναμη φοβερή. Γιατί και το “είναι” δεν είναι στατικό – αλλά ένα συνεχές γίγνεσθαι, μία πορεία, ένας αγώνας, όχι προς τα αγαθά: προς τον ίδιο του τον εαυτό.

“Γίνε αυτό που είσαι” λέει το μαντείο. Βρες τον εαυτό σου, βρες την ζωή που σου ταιριάζει, την δική σου ζωή και ζήσε την. Κι εμείς; Ζούμε άραγε την δική μας ζωή – ή μήπως ζούμε την ζωή των άλλων. “Γίνε αυτός που είσαι”… όχι. “Γίνε αυτός που έχει!” λένε οι άλλοι. Και ακολουθούμε.

Δεν ξέρω γιατί μου κάνει καλό που σου γράφω αυτό το γράμμα, μετά από μία μέρα πολύ κουραστική, αφιερωμένη στην αναζήτηση του “έχω”. Δεν ξέρω γιατί, μια και δεν αλλάζει τίποτα. Ίσως μόνο γιατί σε σκέφθηκα. Ίσως γιατί αυτές τις μεγάλες μέρες του Ιουνίου, είναι τόσο άφθονο το φως, που κανείς δεν μπορεί να είναι θλιμμένος.

 

 

Νικοδήμου επιστολή δεύτερη

Νικόδημος Ερμοδώρω χαίρειν

Πάνε δώδεκα χρόνια που δεν σου έγραψα και δεν έχω δικαιολογία γι' αυτό. Όσο περνάει ο καιρός, όλο και πιο δύσκολα τολμάς να αντιμετωπίζεις τους φίλους της νιότης – ιδιαίτερα αυτούς που έμειναν συνεπείς. Ας πούμε πώς όσο περνάνε τα χρόνια, πιο δύσκολα κοιτάζεσαι στον καθρέφτη.

Μαθαίνω για σένα, ερημίτη ! Εσύ, έτσι όπως ζεις, δεν έχεις νέα. Η φύση δεν έχει ιστορία. Όπως τραγουδούσαμε στα συμπόσια :

είδες έαρ, χειμώνα, θέρος. ταύτ' έστι διόλου.
ήλιος αυτός έδυ, και νυξ τα τεταγμέν' απέχει.

Θυμάμαι τον χοντρό Διοφώντα, στεφανωμένο με τσαμπιά σαν Σειληνό, που σηκωνόταν όρθιος στο ανάκλιντρο και βροντοφωνούσε τη συνέχεια :

μή κοπία ζητείν πόθεν ήλιος ή πόθεν ύδωρ,
άλλα πόθεν τό μύρον και τους στεφάνους άγοράσης
Αύλει μοι.

Κι όλοι μαζί απαντούσαν: αύλει μοι.

Το συμπόσιο τελείωσε Ερμόδωρε, οι αυλητρίδες έφυγαν, κανείς πια δεν μάς τραγουδάει για να ζήσουμε ή να πεθάνουμε. Τον Σωκράτη τον χάλασε η διαβολή και ο φθόνος, κι όποιος συλλογάται ακόμα ελεύθερα, το κάνει κρυφά, από μέσα του, γιατί καραδοκούν οι συκοφάντες.'Ο Πλάτωνας προσπαθεί να στήσει ουτοπίες στη Σικελία και οι άλλοι σκόρπισαν όλοι στους τέσσερις ανέμους.

Κι έμεινα εγώ να εξασκώ αυτό το καταραμένο και γοητευτικό επάγγελμα – να κάνω τέχνη το εμπόριο και εμπόριο την τέχνη. Να πουλάω πλακούντες, ξίφη και εσθήτες και τον εαυτό μου σε μικρές καλαίσθητες συσκευασίες. Να με επαινούν οι φιλόσοφοι σαν ευφημιστή καί οι ευφημιστές σαν φιλόσοφο.

Τώρα χτίζω ένα σπίτι, Ερμόδωρε. Είκοσι χρόνια δουλειάς τα κάνω τοίχους. Θα απορείς, αφού ξέρεις πόσο πάντοτε κορόιδευα και αντιπαθούσα τα σπίτια. Θυμάσαι που έλεγα, “τα ακίνητα είναι για τους ακίνητους, ο άνθρωπος όσο ζει είναι κινητός”. Θυμάσαι που ονόμαζα τα σπίτια “σαρκοφάγους”, επειδή ζούνε περισσότερο από τους ανθρώπους. Θυμάσαι που έλεγα πως το μόνο σπίτι που χρειάζεται ένας άνθρωπος είναι μικρό και οριζόντιο, σε ορθή γωνία με κυπαρίσσι...

Δεν άλλαξα Ερμόδωρε – τα ίδια πιστεύω και τώρα. Γέρασα όμως και αρχίζει να μου λείπει ένα τελευταίο σίγουρο καταφύγιο. Ο τάφος δεν χρειάζεται στον άνθρωπο αφού πεθάνει (αδιάφορο είναι τότε κι αν τον φάνε τα σκυλιά) όσο πριν το θάνατο. Θέλει ένα χώρο δικό του να μαζέψει γύρω του τα βιβλία του, τις αναμνήσεις του, τα θραύσματα των ναυαγίων του και να τα κρατήσει λίγο κοντά του, πριν φύγει για πάντα.

Σου εκμυστηρεύομαι και μια στερνή ελπίδα : να μπορέσω, μέσα στο χώρο αυτό της περισυλλογής, να ξαναγυρίσω πίσω στον εαυτό μου και να γράψω για την άλλη πλευρά της αλήθειας. Αν ο Δίας μου δώσει το χρόνο και τα χρόνια.

Σίγουρα το γράμμα μου σου φαίνεται σκοτεινό – φταιει ο Νοέμβρης κι ο άθλιος νοτιάς. Μάθε πώς δεν έχω μετανιώσει για τίποτα. Η δουλειά που διάλεξα είναι η τέχνη της δηλωμένης φενάκης και γι' αυτό μπορείς να την εξασκήσεις τίμια. Συνάντησα πολύ περισσότερη βρωμιά και ψευτιά στα άλλα, τα “ηθικά” επαγγέλματα. Η εταίρα – επειδή δηλώνει εταίρα – είναι πιο έντιμη από τις νοικοκυράδες πού πουλιούνται στο σύζυγο ή τον εραστή, με παρωδίες αγάπης. Σαν την ταχυδακτυλουργία, η τέχνη τού ευφημιστή είναι τίμια απάτη, επειδή αναγγέλλεται, δηλώνεται από πριν.

Και ύστερα, τι ελευθερία σου δίνει η αυτάρκεια και η ανεξαρτησία! Νοικιάζεις το μυαλό σου – αλλά όχι την ψυχή ή την θέλησή σου. Δεν υποχρεώνεσαι να γλείφεις όπως οι κόλακες, να κοψομεσιάζεσαι όπως οι σοφιστές, να παρακαλάς τούς κριτές όπως οι τραγικοί ποιητές, να δωροδοκείς όπως οι πολιτικοί. Είδα πολλούς από τούς παλιούς μαθητές του Σωκράτη να γίνονται παράσιτα των ισχυρών και των πλούσιων. Κι εγώ, η πόρνη, χαμογέλασα...

Γιατί τώρα κι εγώ είμαι πλούσιος. Θα μπορούσα να έχω γύρω μου πολλούς θαυμαστές. 'Ακόμα και να κερδίσω έπαθλα και να βάλω να με δοξολογήσουν σαν ποιητή, ή φιλόσοφο. 'Ελέγχω και τις δύο πλευρές κι έχω την πολυτέλεια τής δυνατότητας, αλλά δεν κάνω χρήση. Θέλω να είμαι πάντα ελεύθερος - και δεν είναι τέτοιος ούτε αυτός πού υποδουλώνεται, ούτε αυτός πού υποδουλώνει.

Ελεύθερος. Γι' αυτό διάλεξα αυτή την τέχνη. Όπου δεν με κρίνει “ο έπαινος τού δήμου και των σοφιστών”. Δικό μου κριτήριο η επιτυχία της δουλειάς μου. Με κρίνει η πιάτσα. Με κρίνει το ταμείο. Σαν τον τεχνίτη, ελέγχομαι από το αποτέλεσμα του έργου μου. Το έργο πήγε καλά, οι πελάτες έρχονται από μόνοι τους. Πουλάω επιτυχία, πιο σπάνια πραμάτεια από την δική τους – μ’ έχουν ανάγκη περισσότερο από ότι τους έχω εγώ. Κι έτσι πουλάω χωρίς να παρακαλάω. Και χωρίς να πουλιέμαι.

Υπάρχει, βέβαια, και η άλλη αυτάρκεια, Ερμόδωρε - η ελευθερία εκείνου που καταργεί τις ανάγκες του. Αλίμονο, δεν είμαστε όλοι ασκητές όπως εσύ. 'Εμένα πάντα με γοητεύανε τα ωραία αντικείμενα, τα γρήγορα άρματα, τα σπάνια βιβλία, τα κομψοτεχνήματα. Πούλησα λίγο από το μυαλό μου για να αποκτήσω κι αυτά, μαζί με την αρνητική ανεξαρτησία του πλούτου. 'Έκανα άσχημα; Ποιος θα το κρίνει;

Γερνάω και γίνομαι φλύαρος. Ίσως αντιδρώ στη λακωνικότητα της δουλειάς μου. Ά! να μην ήταν τουλάχιστον τόσο λακωνική η ζωή...

Γεια σου, Ερμόδωρε – σε θυμάμαι πολύ αυτές τις στενές μέρες του Νοέμβρη, όπου είναι τόσο λίγο το φως, που σκέπτομαι αναγκαστικά το σκοτάδι.

 

Νικοδήμου προς Ερμόδωρον Επιστολή Τρίτη

Νικόδημος Ερμοδώρω χαίρειν

Φαίνεται πως είναι γραφτό να σου γράφω κάθε δώδεκα χρόνια. Αναρωτιέμαι: θα υπάρξει άλλη δωδεκαετία και για τους δυο μας; Εσύ τότε θα πατάς τα εβδομήντα κι εγώ θα τα πλησιάζω. Αν βέβαια... Ωστόσο οι στατιστικές που θεράπευα στα νιάτα μου λένε πως έχουμε αρκετές πιθανότητες για μία, ίσως και για δύο δωδεκαετίες.

Οι οποίες όμως θα γεμίσουν με τι; Με ανία ή με άνοια; Δεν μπορώ να μας φανταστώ γέροντες, παροπλισμένους, συνταξιούχους. Αλλά μήπως μπορώ να μας φανταστώ νεκρούς;

Εδώ και δέκα χρόνια, Ερμόδωρε, απεκδύθηκα τον ρόλο του ευφημιστή και ξαναγύρισα στην “πραγματικότητα”. Στην αρχή, η χαρά μου ήταν απερίγραπτη. Έλεγα: τώρα επιστρέφω στην ζωή του είναι. Τώρα παύω να εκπορνεύομαι - δεν φαντάζομαι, δεν στοχάζομαι, παρά μόνο για λογαριασμό μου.

Όμως, όσο περνούσε ο καιρός, έπαψα να βλέπω την διαφορά ανάμεσα στο είναι και στο παριστάνω. Λέγαμε στην διαφήμιση: ένα προϊόν είναι ότι και η εικόνα του. Μα δεν ισχύει αυτό και στη ζωή; Ποιος μπορεί να κοιτάξει πίσω από την εικόνα; Κι αν το κατορθώσει, τι θα συναντήσει πάλι; Μίαν εικόνα! Και χειρότερα: Οι τεχνητές εικόνες, κατασκευασμένες συνειδητά, ήταν, ως ένα βαθμό, ελεγχόμενες. Οι άλλες, που παριστάνουν την πραγματικότητα, είναι πιο επικίνδυνες.

Εσύ, ας πούμε, εδώ και χρόνια, εκπέμπεις την εικόνα του σοφού ερημίτη. Πόσο την πιστεύεις ο ίδιος; Δεν αναρωτιέσαι αν η απομόνωσή σου οφείλεται σε δύναμη ή σε αδυναμία; Εγώ, που φθονούσα την σοφή σου αυτάρκεια, τι ζήλευα; Μία πραγματικότητα, ή μία εικόνα;

Όσο περνάνε τα χρόνια, τα πράγματα γίνονται πιο ασαφή, λιγότερο μονοσήμαντα. Ίσως το γήρας να είναι η απόλυτη ασάφεια - μία σύγχυση πριν από το τελικό σκοτάδι.

Τι έμεινε από μία ζωή με εικόνες; Έστειλα πολλά μηνύματα στον κόσμο. Ως πριν από λίγο τα ξεχώριζα σε δικά μου και ξένα - σε αυτά που πλήρωναν οι πελάτες και σε αυτά όπου εγώ κατέβαλα το τίμημα. Τώρα υπάρχουν στιγμές που νιώθω ότι ήταν ταυτόχρονα, όλα δικά μου και όλα ξένα.

Ωστόσο εσύ ακόμα δασκαλεύεις τους ανθρώπους και τους προτρέπεις να βρουν τον εαυτό τους. Και τι τον κάνεις άμα τον βρεις τον εαυτό σου, Ερμόδωρε; Αργά η γρήγορα θα τον χάσεις. Μήπως κερδισμένοι είναι τελικά οι ανυποψίαστοι - αυτοί που δεν τον βρήκαν ποτέ;

Σκοτεινές σκέψεις, θα πεις. Έξω έχει έναν λαμπρό ήλιο. Πάω να ξαπλώσω στο φως. Θα αναθέσω στο δέρμα μου να λύσει τα προβλήματα. Έτσι κι αλλιώς, ο μόνος Παράδεισος είναι των αισθήσεων - για όσο αντέχει...