Το πράσινο δέντρο (Από τις Τολμηρές Ιστορίες)

Όταν ο Θεός και ο Μεφιστοφελής αποφάσισαν να ανανεώσουν για εικοστή φορά το στοίχημα (ήταν το αγαπημένο τους παιχνίδι), ο κλήρος έπεσε στον καθηγητή Β. Ο Μεφιστοφελής του παρουσιάστηκε όχι με μορφή σκύλου (όπως στον Φάουστ) αλλά σαν αντιπρόσωπος μεγάλης πολυεθνικής ασφαλιστικής εταιρίας. O Καθηγητής, εξήντα πέντε χρονών, περνούσε τότε την γνωστή κρίση: "Μελέτησα, αχ, φιλοσοφία και νομικά και ιατρική κι αλίμονο θεολογία με επιμονή φανατική..." Είχε πράγματι αναλωθεί σε σπουδές και έρευνες για να καταλήξει κι αυτός στο φαουστικό συμπέρασμα: "και βλέπω ότι τίποτα δεν ξέρω". Αλλά πέρα από την ματαιότητα της γνώσης, περισσότερο τον βάραινε η ηλικία και ο προστάτης του. Ολίσθαινε ολοταχώς στην κατάθλιψη.

Ο Μεφίστο άρχισε τις προσφορές του αναλύοντας διάφορα νέα προγράμματα συνταξιοδότησης (π. χ. τα "Χαρούμενα Γηρατειά") αλλά ο καθηγητής τον είχε ήδη πάρει μυρουδιά. (Κανένα αποσμητικό δεν καταπολεμεί το θειάφι). Είχε άλλωστε μελετήσει Marlowe, Goethe, Thomas Mann, Valery κι άλλες παραλλαγές του μύθου. "Πάλι πας για να χάσεις, Μεφιστοφελή!" του είπε. "Έχεις κερδίσει ποτέ; 'Η πάντα ελπίζεις για την επόμενη φορά;"

"Δεν έχω επιλογή" είπε ο δαίμονας. "Κάθε φορά που Εκείνος αποφασίζει να στοιχηματίσει, όλα μπαίνουν στο γενικό σχέδιο. Τόσο η δική μου συμμετοχή, όσο και η έκβαση του στοιχήματος... Είμαι καταδικασμένος να παίζω και να χάνω."

"Θυμάμαι τον τελευταίο σου μονόλογο στον δεύτερο Φάουστ: 'Και τώρα σε ποιόν να παραπονεθώ;' Όμως εμένα το στοίχημα σας με βολεύει. Και πρώτα απ' όλα κάνε με αμέσως τριάντα χρόνια νεότερο! Πάμε για την Κουζίνα της Μάγισσας!"

"Έχουν αλλάξει τώρα αυτά," είπε ο Μεφίστο. "Σε πλαστικό χειρουργό θα πάμε και σε ειδικά ινστιτούτα. Αλλά πριν ξεκινήσουμε, δεν καθορίσαμε ποιο είναι το στοίχημα. Πότε κερδίζω και τι;"

"Το ίδιο το παλιό είναι το στοίχημα: δούλος μου εδώ εσύ, δούλος σου εγώ στον πέρα κόσμο - αν βέβαια δεν με σώσει ο Άλλος, όπως γλίτωσε, τελευταία στιγμή, τον Φάουστ και τη Μαργαρίτα."

"Εκείνοι είχαν το ελαφρυντικό της καλής πρόθεσης - εσύ μου φαίνεσαι αρκετά πονηρός. Ίσως, για πρώτη φορά, να κερδίσω..."

"Μπορεί. Αλλά πρόσεξε κάτι: αντίθετα με τον Φάουστ, αν η ζωή μ' αρέσει, 'αν πω στην στιγμή - μείνε είσαι ωραία!' δεν τελειώνει το στοίχημα. Εκεί αρχίζει!"

Όλα γίνανε γρήγορα, συμβόλαια κλπ., ο καθηγητής ξανάνιωσε σε λίγες μέρες και αμέσως ζήτησε Μαργαρίτες.

"Δεν θέλεις τίποτα άλλο από τις τόσες υπερφυσικές μου δυνάμεις;" Ρώτησε ο δαίμονας.

"Όχι - θέλω το ίδιο, αλλά πάρα πολλές φορές!" γέλασε ο καθηγητής Β. "Άλλωστε και ο γερμανός μου πρόγονος τι άλλο ζήτησε; Αν αφαιρέσεις τις ρητορείες, το θέμα ήταν ένα. Μην ξεχνάς τους καταληκτικούς στίχους: 'Το αιώνια θήλυ, μας τραβάει μπροστά!'"

Ο σημερινός Φάουστ ήταν πιο κυνικός από τον Μεφιστοφελή. "Δεν σου ζητάω γνώση, φτωχέ διάβολε, γιατί αυτή που λαχταράω δεν την έχεις - αυτή που έχεις μας γέμισε πυρηνικά και τοξικά κατάλοιπα. Δεν σου ζητάω εξουσία, διότι την απεχθάνομαι. Σου ζητάω ομορφιά, αίσθηση, κέφι. Εκείνη την γνωστή στιγμή - να κρατάει αιώνια."

"Το αιώνιο δεν μου ανήκει!"

"Ε! όλο και περισσότερο χρόνο θα έχεις από εμένα. Θα σε ρημάξω στην τράκα!"

"Α! δεν βάλαμε όριο στο στοίχημα!"

"Ποια - τα εικοσιτέσσερα χρόνια του Marlowe; Δεν είσαι καλά! Στον Goethe δεν όρισες χρόνο - ούτε στους παραπέρα. Έχασες δικαίωμα!"

"Τι σόι Φάουστ είναι τούτος!" Μονολογούσε ο δαίμονας. "Ακαδημαϊκός, καθηγητής, σοφός, σου λεει ο άλλος. Κι αυτός κάνει πλάκα!" Φιλόσοφος με χιούμορ - τι χιούμορ - ειρωνεία! Τελείως ακατάλληλος για βαθύτερους στοχασμούς, τραγικές συγκρούσεις, σκοτεινούς συλλογισμούς. "Η πολλή γνώση με έκανε επιπόλαιο," έλεγε, "με έμαθε να ζω στην επιφάνεια των πραγμάτων." Μισούσε τα πολλά λόγια και τις θεωρητικολογίες. Που εκείνοι οι ατέλειωτοι μονόλογοι!

"Εγώ συμφωνώ με την δική σου άποψη, σατανίσκε. Τι έλεγες στον μαθητή, στην τέταρτη σκηνή: 'Γκρίζα, ακριβέ φίλε, είναι η θεωρία - και πράσινο το δέντρο της ζωής.' Ο Goethe βέβαια γράφει 'πράσινο το χρυσό δέντρο της ζωής', αλλά πως μπορεί ένα δέντρο να είναι μαζί πράσινο και χρυσό; Πάντως αυτό το δέντρο μ' ενδιαφέρει. Και το θέλω αειθαλές!"

Ο καθηγητής φαινόταν αποφασισμένος να γλεντήσει την υπόθεση. Ζήτησε από τον Βελζεβούλη πολλά χρήματα, υπερφυσική σεξουαλική δύναμη και αντοχή, σιδερένια υγεία και την χάρη ν' αρέσει σε όλες τις γυναίκες κάτω των τριάντα. "Και που είσαι!" του φώναξε "θέλω και μία αποθήκη αντισυλληπτικά. 'Όχι πάλι τραγωδίες: 'τρέφει δύο όταν τρωει και πίνει...' Με άκουσες; Και να μου αλλάξεις την Ferrari!"

Έτσι έγινε ένας ασήμαντος Φάουστ - χωρίς κύρος, αίγλη και τραγικό ανάστημα - αλλά ήταν ευτυχής. Απολάμβανε όλες τις επίγειες ηδονές, με φινέτσα και στυλ. Άνθρωπος πολύ καλλιεργημένος ήξερε ποια μουσική ταιριάζει σε ένα μικροκαμωμένο δεκαεξάχρονο αγοροκόριτσο (σίγουρα Couperin) και ποιο κρασί αξίζει να κυλάει ανάμεσα στα στήθη γεμάτης κοκκινομάλλας. Ξαναδιάβαζε την Παλατινή Ανθολογία, τον Αρετίνο, το Chin P'ing Mei και αναπαριστούσε ιστορικές καταστάσεις ηδονής.

Ο καθηγητής Β. ζούσε. Ασκούσε την τέχνη του βίου, την πλέον παραμελημένη αλλά ύψιστη. Διάβαζε ποίηση και παραμύθια, περπατούσε σε πρωινά δάση, γευόταν γλυκόστυφους χυμούς, μεθόδευε ερεθιστικά η ηρεμιστικά αρώματα. Ταξίδευε, κολυμπούσε σε παρθένα νερά. Καβαλούσε άλογα, δυνατές μηχανές και αυτοκίνητα - οδηγώντας με αρμονία. Χόρευε τα βράδια, με ένα μικρό ποτό μέσα του να τον ζεσταίνει. Ακουμπούσε ζεστό τρυφερό δέρμα. Ζούσε!

Ο Μεφιστοφελής είχε βρει τον διάβολό του. Κουβαλούσε συνέχεια, υπηρετούσε δουλικά - και δεν έβλεπε τέλος σ' αυτό το πανηγύρι. Σεμνές μητέρες και ζηλότυποι αδελφοί δεν υπήρχαν στην σημερινή κοινωνία - ποιος θα σταματούσε τον καθηγητή Β; Τέλειωνε ήδη η πρώτη δεκαετία και κείνος παρέμενε νέος και αχόρταγος.

Έκανε μία νύξη και έλαβε ως απάντηση την φράση της Laetitia Buonaparte: "Pourvu que cela dure!" "Ναι - αλλά αυτό μπορεί να κρατήσει επ' άπειρον!" φώναξε. "Πειράζει;" ρώτησε ο καθηγητής.

"Δεν νιώθεις την ανάγκη του μεγάλου έρωτα;" Ο Μεφίστο οραματιζόταν δραματικές καταστάσεις, πάθη και μίση, ζήλιες, ποιος ξέρει καμία τραγική κατάληξη... "Α μπα! Το πολύ συναίσθημα υπονομεύει τον πόθο και χαλάει την ηδονή – θα έπρεπε να το ξέρεις, τι διάβολος είσαι; Πόσες 'πρώτες νύχτες' έχεις δει να χάνονται από την συγκίνηση; Ο ερωτισμός δεν χρειάζεται αγάπες. Το πολύ τρυφερότητα - το μόνο αίσθημα που ελευθερώνει!"

"Και τι θα γίνει με τον κόρο;" αναρωτιόταν ο διάβολος. "Υποτίθεται πως η επανάληψη κουράζει, η ηδονή στομώνει, η πλησμονή ξεχειλίζει!"

"Για κοίτα που ο Σατανάς έγινε ηθικολόγος! Αυτά βρε, τα λένε οι εχθροί σου ιερείς και φαρισαίοι. Προσπαθούν να μας πείσουν για το μάταιο των εγκόσμιων αγαθών - για να τα απολαμβάνουν ανενόχλητοι οι λίγοι που μπορούν. Σε πληροφορώ πάντως πως η ευτυχία δεν κουράζει ποτέ - κι όλα τα περί του αντιθέτου είναι διαδόσεις πουριτανών! Η επανάληψη είναι η μητέρα της αρμονίας, οι μικρές παραλλαγές πλουτίζουν αφάνταστα τη ζωή. Η ανία και ο κόρος είναι μόνο για τους ανεπίδεκτους."

"Ο νέος Επίκουρος!"

"Δεν είχες προσέξει το θέμα της διατριβής μου. Όλοι θα ήμασταν επικούρειοι αν δεν υπήρχαν ο χρόνος και ο θάνατος. Τώρα όμως, χάρη σ' εσένα καλλιεργώ το “αιώνιο παρόν”. Παίρνω την στιγμή την εκτείνω και την εντείνω."

"Με εκμεταλλεύεσαι!"

"Καθόλου αγράμματε διάβολε. Σε υποχρεώνω να δημιουργείς ό,σα τόσους αιώνες τάζεις στους ανθρώπους. Πειρασμούς, ηδονές, απολαύσεις... Τι υποσχόσουν στον Άγιο Αντώνιο, στους ασκητές, τους στυλίτες της ερήμου; Αυτά θέλω να μου παρέχεις."

Ο Μεφιστοφελής άλλαζε χρώματα σαν χαμαιλέων.

"Ξέρεις", είπε ο καθηγητής απολαμβάνοντας ένα θείο Armagnac. "Ξαναδιάβαζα τους παλιούς Φάουστ. Λοιπόν η λέξη-κλειδί, η λέξη που ορίζει το στοίχημα, δεν υπάρχει στην νεοελληνική γλώσσα. Αν κερδίσεις, εγώ θα γίνω damned στα Αγγλικά, verdammt στα Γερμανικά, damne στα Γαλλικά. Στα Ελληνικά, πως; Την 'Damnation de Faust' του Berlioz την μεταφράζουμε 'Καταδίκη του Φάουστ'. Λες και τον δίκασε πλημμελειοδικείο!"

Ο Μεφιστοφελής δεν επιχειρηματολογούσε πια. Είχε κουραστεί. Η υπόθεση ήταν μία δουλεία. Ανιαρή, βαρετή, σκέτο κάτεργο: "Τι θα γίνει!" διαμαρτύρονταν: "Αυτή η ιστορία κρατάει πολύ! Έχω κι άλλες δουλειές να κάνω!"

"Έχεις;"

"Και βέβαια!"

"'Φοβάμαι ότι χωρίς να το καταλάβεις, είσαι από καιρό άνεργος. Κι εσύ και το στοίχημά σου, ανήκετε σε μία παρωχημένη εποχή, γεμάτη κανόνες, ενοχές και τύψεις. Αμαρτία, κόλαση - τι σημαίνουν σήμερα αυτές οι λέξεις; Νομίζω μάλλον πως σε έστειλαν σε μένα για να πάρεις σύνταξη. Ο ρόλος σου τελείωσε. Ήσουν το άλλοθι ενός πανάγαθου Θεού. Ποιος πιστεύει πια στην καλοσύνη του; Ποιος έχει ανάγκη τον Διάβολο για να ερμηνεύσει τον κόσμο; Δεν πειράζει. Κάτσε εδώ, θα μείνουμε νέοι μαζί. Δεν είναι κακή θέση - υπηρέτης ενός σοφού."

Ο Διάβολος αγανακτούσε. Άφριζε - μεταμορφωνόταν διαδοχικά σε φίδι, λιοντάρι, μαύρο κάπρο.

"Δεν με τρομάζεις. Όσο σκουραίνει το αίμα στην περγαμηνή είσαι δεμένος. Δεν σε κρατάω εγώ - ο Άλλος σε ορίζει. Όσο για μένα, δεν βλέπω γιατί να ακυρώσω ένα τέτοιο συμβόλαιο. Ένα πράγμα μου έλειπε: η ζωή. Τώρα που την έχω, θα την αφήσω;"

*

Από ότι ξέρω, ο καθηγητής ισορροπεί ακόμα, μετέωρος, στο αιώνιο παρόν. Την τελευταία φορά που τον είδα, ήταν μισοξαπλωμένος στον ίσκιο ενός πλατύφυλλου δέντρου. Δίπλα του κοιμόταν μία Αμαδρυάς, Αμαρυλλίς, κατάλευκη νύμφη. Την ατένιζε μουρμουρίζοντας Ελύτη: "Ένα στήθος νέας γυναίκας είναι ήδη άρθρο μελλοντικού συντάγματος". Έπινε κρασί με αργές κινήσεις.

Στο φόντο, ο Μεφιστοφελής περιμένει σαν γυμνασμένος σκύλος να αρπάξει μία ψυχή χωρίς να ξέρει καλά-καλά αν υπάρχει. Ενώ εδραιώνεται μέσα του η υποψία πως αυτό το στοίχημα ήταν παγίδα - η οριστική του τιμωρία.

Ο Άλλος, που πάντα κερδίζει, σωπαίνει.