Όταν ήρθε ο Καβάφης (Από το Παρόλα Αυτά)

ΕΝΑΣ ΦΙΛΟΣ μου χάρισε πολύτιμο δώρο. Μία αυθεντική φωτογραφία του Καβάφη μέσα σε ωραιότατη παλαιά ξύλινη κορνίζα.

Η χειρονομία του φίλου με συγκίνησε ιδιαίτερα - μια που από όλους τους ποιητές μας ξεχωρίζω τον Αλεξανδρινό. Αλλά περισσότερο με συγκίνησε η μορφή του ποιητή στη φωτογραφία. Εκφράζει στον έπακρο βαθμό τα τρία γνωρίσματα της τέχνης του: οξύνοια, πείρα κι αισθητική τάξη. Ο Καβάφης εικονίζεται άψογα ντυμένος - αισθητικά. Πίσω, χαρτί ταπετσαρίας γεωμετρικά ανθισμένο. Τα μάτια του, μέσα από τα μη εφαρμόζοντα γυαλιά, διαπερνούν. Εξυπνάδα διαχέεται σ' όλο το δωμάτιο.

Σοβαρός σαν νυμφίος ή πρέσβης, τέλεια μίμηση του εαυτού του, βέβαιος για την αιωνιότητα των λόγων του, ωραίος όσο η ποίηση, ο ποιητής κοιτάζει. Τα φαινομενικά πρόχειρα ακουμπισμένα γυαλιά (το μόνο ατημέλητο στοιχείο, μαζί με τα ατίθασα φρεσκολουσμένα μαλλιά) δίνουν μεγαλύτερο βάθος στο βλέμμα. Το ήξερε σίγουρα αυτό ο ποιητής και τα τοποθετούσε ακριβώς στην πρέπουσα απόσταση. Τίποτα σ' αυτή τη φωτογραφία δεν είναι τυχαίο. Ποτέ η έννοια της "πόζας" δεν συγκεκριμενοποιήθηκε έτσι. Ο ποιητής έχει τοποθετήσει (για να μην πω σκηνοθετήσει) τον εαυτό του. Συνθέτει την έκφραση και τη μορφή του σαν ποίημα. Όμως πάλι ποτέ πόζα δεν ήταν πιο φυσική - κι εδώ φαίνεται το μέγεθος της τέχνης του. Γιατί ο Καβάφης δεν ήταν μόνο ποιητής ποιημάτων αλλά και ποιητής του βίου του. Περνούσε από τη ζωή στα ποιήματα και από τα ποιήματα στη ζωή του όσο κανένας άλλος. Δημιούργησε το περιβάλλον της φωτογραφίας όπως δημιουργούσε το περιβάλλον της ζωής:

Οικίας, περιβάλλον, κέντρων, συνοικίας
που βλέπω κι όπου περπατώ· χρόνια και χρόνια.
Σε δημιούργησα μες σε χαρά και μες σε λύπες:
με τόσα περιστατικά, με τόσα πράγματα.
Κ' αισθηματοποιήθηκες ολόκληρο, για μένα.

Το κοστούμι σκούρο, σοβαρό, με μια αδιόρατη λεπτή ρίγα. Η γραβάτα από βαρύ μετάξι - φαίνεται το δύσκολο πέσιμο και η θαμπή γυαλάδα. Μαντήλι στο τσεπάκι, κολάρο γεωμετρικά άψογο. Η λήψη (νομίζω του Μεγαλοκονόμου) έχει τη σαφήνεια και τη διαύγεια Καβαφικού λόγου. Μόνον οι παλαιές μηχανές με τα τεράστια αρνητικά μπορούσαν να αποτυπώσουν τέτοια λεπτομέρεια. Και μόνον οι αχνές παλιές εκτυπώσεις μπορούσαν να δώσουν στην γκρίζα σάρκα αυτή τη ζωντανή φωτοσκίαση.

Αλλά πέρα από θρίαμβος του φωτογράφου, η φωτογραφία αυτή είναι θρίαμβος του ποιητή. Πού μπόρεσε, ακόμη και σε ξένο χώρο, με ξένα μέσα, να υποτάξει, το υλικό του και να το διαμορφώσει όπως ήθελε. Ένα πορτραίτο του Καβάφη είναι (έπρεπε να είναι) μια δημιουργία του Καβάφη. Το μοντέλο έγινε ζωγράφος. Ο φωτογράφος απεικόνισε όχι τη μορφή αλλά την κυρίαρχη βούληση του ποιητή. Όχι "έτσι που σε εαυτό του τον μεταμορφώνει η αιωνιότητα" αλλά έτσι που αυτός διαμορφώνει τον εαυτό του για την αιωνιότητα!

Το μυστικό της μεγάλης τέχνης: η απόλυτη κυριαρχία πάνω στα εκφραστικά μέσα. Ο Καβάφης ελέγχει εδώ ακόμη και τη φωτογραφία του. Περισσότερο: ελέγχει το "είδος" του προσώπου του. Είναι αυτή η μορφή γέροντα εξήντα έξι ετών; Ούτε γι' αστείο! Το βλέμμα νεανικό και έντονο, το δέρμα διπλοξυρισμένο και λείο - ο υπέροχος Πρωτέας, ο μείζων μίμος ενσαρκώνει την αιώνια νεότητα του ποιητή. Οι μεγάλοι ερωτικοί (και ήταν ο μέγιστος πάντων) δεν γερνούν ποτέ - ιδιαίτερα στο πορτραίτο τους.

Κοιτάζω τη φωτογραφία με δέος. Ο Αλεξανδρινός πέτυχε περισσότερα: την έκανε αυτοδύναμο έργο τέχνης. Η θέα της, και σε ανθρώπους ξένους, υποβάλλει αυθεντία, ποιότητα, αρμονία. Η σύνθεση, η τάξη, το ανεξάντλητα έξυπνο βλέμμα, το σαφές και ακριβέστατο ύφος σταματούν, καθηλώνουν, λυτρώνουν. Είναι ένα κατορθωμένο έργο - άλλο ένα ποίημα αυτό το πρόσωπο. Θα το ήξερε αυτό ο Μέγας Συνειδητός όταν ένευσε στο φωτογράφο: Τώρα!

Δίπλα στη φωτογραφία φροντίζω συνεχώς να έχω "ωραία λουλούδια και άσπρα - ως ταίριαζαν πολύ". Θα του άρεσαν αυτά, ως και η περίτεχνη βαριά ρωσική κορνίζα που τον περιβάλλει. Μόνο που τώρα είναι δύσκολο για μένα να καθίσω στο γραφείο μου. Ιδιαίτερα δύσκολο να γράψω, νιώθοντας Βλέμμα πίσω από τον δεξί μου ώμο. Πώς να στήσει κανείς έστω και μία φράση, όταν αντιμετωπίζει την ακαριαία ειρωνεία του Αλεξανδρινού;

Τρεις μέρες έσκιζα χαρτιά - την τέταρτη σκέφθηκα: θα γράψω γι' Αυτόν. Είναι ο μόνος τρόπος να μην τον ενοχλήσει η γραφή. Αυτάρεσκος (κι ας ήταν αυστηρότατος στον εαυτό του) θα χαιρόταν τον έπαινο του δήμου (έστω: και των σοφιστών). Και σκέπτομαι πως τώρα που διαβάζει, πάνω από τον ώμο μου, θα χαμογελάει κρυφά. Διαβλέπει το τέχνασμα (αυτός!) αλλά δεν παύει να απολαμβάνει παράλληλα την ηδονή του επαίνου.

Πήγα να γράψω: πόσο μάλλον, που είναι ο έπαινος ειλικρινής, αλλά σταμάτησα. Γι' αυτόν φοβάμαι πως η ειλικρίνεια της αλήθειας θα ήταν πάντα δεύτερη - μετά την ειλικρίνεια της τέχνης. Θα προτιμούσε ψέματα πολύ καλογραμμένα, από άτεχνα διατυπωμένες αλήθειες.

Ας είναι. Γράφω για να εξευμενίσω το βλέμμα του. Είναι δύσκολο να τυραννάς τις λέξεις κάτω από τη ματιά του απόλυτου μονάρχη μιας γλώσσας. Και είναι ακόμη πιο δύσκολο, έχοντας δίπλα σου αυτή την ακοίμητη συνείδηση της ιστορίας, να σχολιάσεις τρέχοντα γεγονότα, πολιτικά, ιστορικά, αισθητικά. Το παντοδύναμο Βλέμμα διαπερνά τα πάντα και αναδεικνύει αμέσως τη ματαιότητα της προσπάθειας, την ειρωνεία της φιλοδοξίας, την αφέλεια της ελπίδας. Με δύο στίχους έχει ανατρέψει όσα θα περιγράψεις σε δύο σελίδες.

Από το μηδενισμό της ιστορικής ειρωνείας ο Καβάφης είχε δύο διαφυγές: το αστικό σαλόνι της στωικής αξιοπρέπειας (πανοπλία Αιμιλιανού Μονάη: σαν το άψογο κοστούμι στη φωτογραφία), και το σκοτεινό υπόγειο του πάθους. Οριστικό αλεξίθυμο ήταν γι' αυτόν ο άλλος έρωτας, στον οποίο η απαγόρευση έδινε ελευθερία και βάθος. Έτσι η ποίηση γινόταν εμπαθής και εμπύρετη. Καυτή, όμως λαξευμένη ψύχραιμα.

Σκέπτομαι: λάθος να είναι στο γραφείο το πορτραίτο - καλύτερα στο δωμάτιο του έρωτα. Εκεί, ξέρω, θα είχε ο ποιητής επιείκεια. Το οξύτατο βλέμμα θα γλύκαινε για εραστές, έστω και ετερόφυλους. Άλλωστε η αυστηρότητα της φωτογραφίας, ξέρουμε, ήταν τιθασευμένο πάθος. Τόσο, που σχεδόν δεν άφηνε χώρο για αίσθημα.

Ναι, το βλέμμα θα άλλαζε. Άλλα συναισθήματα θα παίρναν τη θέση της οξύνοιας, της ειρωνείας. Συμπάθεια, σίγουρα - αλλά και φθόνος. Σοφία θησαύρισεν αρκετή, ο ποιητής, δόξα ικανή, την αίσθηση της τέχνης του και της μαστοριάς του τη χάρηκε. Αλλά ηδονή δεν χόρτασε (κανείς δεν χορταίνει). Έτσι αντικρίζοντας ζωντανούς εραστές θα ένιωθε δίκαιη ζήλια. (Καλύτερα όμως, παρά λαθραναγνώστης σε άτεχνα κείμενα. Άτεχνος έρωτας δεν υπάρχει - εκεί η έλλειψη τέχνης ερεθίζει τους σοφούς).

Και όσο το σκέπτομαι τόσο πείθομαι. Το πιθανότερο είναι, βέβαια, συμπάθεια και φθόνο. Συμπάθεια και φθόνο θα ένιωθεν η φωτογραφία.