ΤΟ ΟΙΚΟΠΕΔΟ δίπλα στο σπίτι μας είχε πουληθεί από καιρό. Δεν νοιάστηκαν ωστόσο οι νέοι ιδιοκτήτες να το περιφράξουν - κι έτσι αποτελούσε ακόμη τη συνέχεια του κήπου μας.
Ήταν μια άχρηστη συνέχεια. Ποτέ σχεδόν δεν περπατούσαμε προς τα εκεί. Τα πεύκα γέμιζαν τη γη πευκοβελόνες και είχε σχηματιστεί ένα στρώμα τόσο παχύ, που είχε υποκαταστήσει το χώμα. Από γειτονικά γιαπιά πετούσαν καδρόνια, παλιοσίδερα, και χώματα. Σε μιαν άκρη είχαν ρίξει και κάτι άχρηστα σπασμένα έπιπλα.
Όμως, όταν χαμήλωνε το βράδυ, ο ήλιος, το δάσος (έτσι το λέγαμε) έπαιρνε μια όψη μαγική. Πύρωνε ο ήλιος τις ξερές πευκοβελόνες κι έκανε λίμνες - λίμνες χρυσές πάνω στη γη. Ήταν το "δάσος της δύσης". Και την άνοιξη είχε αηδόνια. Κάθε βράδυ.
Αυτές ήσαν μικρές στιγμές που σπάνια τις χαιρόμασταν. Πνιγμένοι στη δουλειά, ούτε το δικό μας κήπο δεν είχαμε καιρό να δούμε - όχι το πέρα οικόπεδο. Συχνά μάλιστα παραπονιόμασταν πως, ξέφραγο όπως ήταν, είχε καταντήσει σκουπιδαριό. Κάποιος είπε να ειδοποιήσουμε τον ιδιοκτήτη να το φράξει. Μπαίναν και κάτι σκύλοι και κυνηγούσαν τους γάτους μας.
Και προχθές, την ώρα που λείπαμε, ήρθαν εργάτες και περιφράξανε το οικόπεδο. Ένα άσχημο συρματόπλεγμα ήρθε και κόλλησε πλάι στο σπίτι, έκοψε στα δυο την πλαγιά του κήπου, χώρισε τα πεύκα σε "δικά μας" και "δικά τους". Ξαφνικά όλα άλλαξαν.
Για τ' αηδόνια βέβαια θα είναι σύμπτωση που έπαψαν να τραγουδούν. Πέρασε η εποχή τους και έτυχε να συμπέσει. Γιατί τώρα, τι ξέρουν τ' αηδόνια από το συρματόπλεγμα; Αλλά εμείς δεν μπορούμε πια να κάτσουμε στον κήπο. Ασφυξία μας πιάνει και στένεμα φοβερό. Σαν να μας έκλεισαν μέσα, σαν να περιφράξανε εμάς κι όχι το δίπλα οικόπεδο.
Ο κήπος μας έχασε την ανάσα του, την προοπτική του, την άπλα του. Ο ήλιος δύει βέβαια πάλι στο ίδιο μέρος, αλλά οι χρυσές λίμνες μέσα από το συρμπατόπλεγμα δεν είναι ωραίες. Μαύρο πλέγμα τυπώνεται στο χρυσό. Σκύλοι δεν μπαίνουν πια, όμως οι γάτοι μας δεν μοιάζουν ευτυχείς. Σαν να τους πλακώνει κι αυτούς το συρματόπλεγμα. Πάνε κοντά, το μυρίζουν, το εξετάζουν και απορούν.
Θα μου πείτε - δεν έχει τέσσερις πλευρές ο κήπος σας; Γιατί μόνο τη μία κοιτάτε; Μα, όπως όταν βγάζεις δόντι η γλώσσα σου μόνον εκεί πηγαίνει (δεν έχεις τόσα άλλα δόντια;) έτσι και το μάτι. Αυτόματα πέφτει σ' αυτή τη μεριά και στυλώνεται και μένει. Εκεί είναι το τραύμα.
Ο ωραίος κήπος, ο περιποιημένος, με το γκαζόν, τις τριανταφυλλιές και τους θάμνους, έχασε τώρα τη μισή του δόξα. Έχασε το φόντο του - το άσχημο πευκόδασος πάνω στο οποίο προβαλλόταν.
Έτσι χάσαμε τον μισό κήπο, και (μαζί) την ομορφιά όλου του κήπου - πριν να χάσουμε και τον άλλο μισό. Γιατί σύντομα πρέπει να φύγουμε (το σπίτι δεν μας ανήκει). Νιώθαμε από καιρό σαν τους πρωτόπλαστους. Ποια αμαρτία θα μας εξόριζε από τον ωραίο κήπο; Ίσως η αμαρτία όλων μας, που κάναμε τους κήπους τόσο ακριβούς και τόσο σπάνιους - που κανείς πια δεν μπορεί να τους χαρεί.
Δεν ξέρω αν θα είναι πιο εύκολο ή πιο δύσκολο ν' αφήσουμε τον κήπο, έτσι που τον τραυμάτισαν βαριά. Ωστόσο, πρώτη φορά ένιωσα τι σκληρό, απάνθρωπο και αφύσικο πράγμα είναι ένα συρματόπλεγμα. Γυαλίζει το μέταλλό του καινούργιο, η γεωμετρική του στειρότητα προδίνει κάθε ρυθμό της φύσης, η κρυάδα του παγώνει φυτά και ζώα. Ούτε ένα πουλάκι δεν είδα να κάθεται επάνω του - κι ας είναι γεμάτος πουλιά ο κήπος.
Σίγουρα θα μου πείτε πως αυτό το συρματόπλεγμα είναι αθώο μπροστά σ' εκείνα που είδαν ανθρώπους να πεθαίνουν, να βασανίζονται, να λιώνουν. Και βέβαια δεν είναι αυτό το συρματόπλεγμα του Άουσβιτς ή του Αη-Στράτη. Αλλά, πέστε μου, ξέρετε ένα συρματόπλεγμα που να είναι καλό, ζεστό, όμορφο; Όλα τα συρματοπλέγματα - από το ειρηνικό ενός φράχτη μέχρι το άγριο της φυλακής, του φρενοκομείου, του στρατοπέδου - είναι απάνθρωπα.
Και, εδώ που τα λέμε, κάθε φράχτης είναι απάνθρωπος. Είναι κάτι που χωρίζει τους ανθρώπους. Δικό μου - δικό σου, λέει ο φράχτης. Εγώ - εσύ, λέει ο φράχτης. Φίλος - εχθρός, λέει. Όριο είναι ο φράχτης, σύνορο, τέρμα, απαγόρευση. Ό,τι χωρίζει τους ανθρώπους είναι κακό. Καλό είναι ό,τι τους ενώνει.
Βέβαια, ένας παλιός φράχτης, φορτωμένος περικοκλάδα, χτισμένος πελεκητή πέτρα, χορταριασμένος και χαραγμένος από τον καιρό, μπορεί να είναι όμορφος. Ξεχνάς το ρόλο του, θαυμάζοντας τα σχέδια του χρόνου και της φύσης επάνω του. Ενώ το συρματόπλεγμα είναι και απάνθρωπο και άσκημο. Άσκημο σαν όλο τον "καινούριο" πολιτισμό του μέταλλου, του πλαστικού και του τσιμέντου.
Πολύν καιρό μετά, όταν θα έχουμε αφήσει χρόνια πίσω αυτόν τον κήπο, το συρματόπλεγμα θα χορταριάσει, θα καλυφθεί από αναρριχώμενα, θα σκουριάσει λίγο και θα χαθεί. Αυτοί που θα 'ρθουν μετά από μας, θα το θεωρήσουν αυτονόητο. Εκεί, γι' αυτούς, θα τελειώνει ο κήπος. Και δεν θα σκεφθούν ότι κάποτε ο κήπος ήταν απέραντος. Ότι κάποτε δεν υπήρχαν καθόλου συρματοπλέγματα, ούτε φράχτες· και η γη ήταν μία για όλους.
Έτσι παίρνουμε τα όρια για αυτονόητα και τυφλωνόμαστε. Έτσι δεχόμαστε τη σκλαβιά, τη διάκριση, την αποξένωση. Αυτονόητα. Η συνήθεια είναι ο θάνατος της ελπίδας.
Το βράδυ κάθισα στον κήπο και περίμενα, ώσπου η δροσιά του Μάη έφτασε στο κόκαλο. Ούτε απόψε άκουσα αηδόνια. Περίμενα ως αργά, αργά τη νύχτα. Δεν τραγούδησαν. Φοβάμαι πως δεν θα ξανατραγουδήσουν για μας.