Τέταρτο καλοκαίρι που χάνεται. Κοντεύει να γίνει κανόνας.
Είναι τόσο εύκολο να χαθεί ένα καλοκαίρι. Από τον χειμώνα δεν περιμένεις πολλά. Το καλοκαίρι όμως φτάνει φορτωμένο με προσδοκίες. Διακοπές,ταξίδια, χαλάρωση, αναγέννηση, περιπέτεια, αισθησιασμός - έστω: sea, sand, sun and sex. 'Ολα τα συστατικά του τουριστικού ονείρου - πού ποτέ δεν εκπληρώνεται.
'Εγραψα τα τελευταία μου βιβλία μήνα Αύγουστο. 'Οταν πιά βλέπω όλες τις προσδοκίες καλοκαιρινής ηδονής να διαψεύδονται, όταν συνειδητοποιώ ότι καμιά από τις γελαστές νεανικές παρέες του Cutty Sark ή του Ballantines δεν θα με πάρει στο κότερο της - κλείνομαι στο υπόγειό μου και γράφω.
Και τώρα που σημειώνω τις λέξεις αυτές, είναι 6 Αυγούστου 1992. Το πήρα απόφαση πως ούτε φέτος θα συμβεί κάτι διαφορετικό και καταφεύγω στο δικό μου φάρμακο. "Νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω." 'Οχι πάντα ιδιαίτερα αποτελεσματικές.
Καμιά μίμηση ζωής δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ζωή.
Ξέρω. 'Οσο περνάει ο καιρός, τα καλοκαίρια θα είναι όλο και πιο άγρια. Οι συγκρίσεις με τα εφηβικά και νεανικά χρόνια θα γίνονται περισσότερο συντριπτικές - η αδυναμία να ξεδώσεις μεγαλύτερη, η γκρίνια και η αναποδιά πιο επίμονες. Κι αυτό το σώμα που όλο και περισσότερο σε προδίδει...
Χαμένο καλοκαίρι. Μόνος, άνεργος (έστω - υποαπασχολούμενος) έχεις πολύ χρόνο για απολογισμούς και ισολογισμούς. Και νιώθεις πως δεν αφορούν μόνο μιά εποχή - πιθανόν να πρόκειται για μία ζωή.
Πότε μια ζωή δεν είναι χαμένη; Παρατηρούσα χθες βράδυ τα ξαδέρφια μου: 'Εστησαν δουλειές, έφτιαξαν οικογένειες, μεγαλώνουν παιδιά, χτίζουν σπίτια. Tυπική αστική σταδιοδρομία, που οι σοφοί διανοούμενοι την σνομπάρουν. 'Ομως έμοιαζαν γεμάτοι. Δεν θα έλεγα ευτυχισμένοι - η λέξη μπορεί να μη σημαίνει τίποτα.
Τους έβλεπα και σκεπτόμουν - εγώ τι έχω; Δύο διαζύγια, πολλούς χαλασμένους δεσμούς, και μία δουλειά ουσιαστικά ανύπαρκτη. ("Συγγραφέας". Μόνο τις λίγες στιγμές που την ασκείς υφίσταται - και αν). 'Οταν με ρωτάνε στις συνεντεύξεις, απαντάω: "δεν έχω παιδιά, έχω βιβλία". (Αναφέρομαι και στο λατινικό ρητό aut liberi aut libri). Αλλά πότε ήρθε ένα βιβλίο να καθίσει στα γόνατά σου ή σου έφερε ένα ποτήρι νερό;
Γερνώντας γίνεσαι μελοδραματικός. Ξέρω πολλά παιδιά που όχι μόνο δεν έδωσαν ποτήρι νερό στους γονείς τους - αλλά τους το πέταξαν στα μούτρα.
Γράφω `γερνώντας' και απορώ. Σίγουρα πλησιάζω την τρίτη ηλικία - τον Οκτώβριο θα γίνω πενήντα επτά ετών. Ποτέ όμως δεν ένιωθα τόσο νέος, όσο τώρα. Ποτέ δεν είχα περισσότερη `δίψα για ζωή' (για να θυμηθώ ένα παλιό μου διαφημιστικό σύνθημα). Κι ίσως εκεί να ενεδρεύει η δραματική σύγκρουση - ανάμεσα στην έφεση και την δυνατότητα.
Προς το παρόν δεν έχω παράπονο από την δυνατότητα. Ξέρω όμως ότι όσο περνάει ο καιρός θα μειώνεται, ενώ η επιθυμία μεγαλώνει. Με τέτοια μάλιστα ταχύτητα που είναι σίγουρο πως σύντομα δεν θα υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την εκπλήρωσή της.
Δεν αναφέρομαι μόνο στις δυνάμεις μου. Κάθε ανάγκη μας προϋποθέτει την παρουσία άλλων. Κι εγώ έχω καταφέρει να απομονώνομαι όλο και περισσότερο.
Εκεί καταγράφω ίσως την μεγαλύτερη δυσκολία ζωής. 'Υπήρξα πάντοτε ο μανιακός του `ενός ανθρώπου'. Σε αυτόν (ή μάλλον αυτήν) τα έδινα όλα. Δεν έμενε τίποτα για τρίτους. Τώρα που βλέπω να παραπαίει όχι μόνο η τρέχουσα σχέση, αλλά ολόκληρο το σύστημα, στέκω αμήχανος και ανήμπορος. Μπορώ στα πενήντα επτά μου να αναθεωρήσω τον τρόπο επικοινωνίας μου με τον έξω κόσμο;
"Είναι εκεί, δεν μπορώ ν' αλλάξω... μήπως άλλαξε κανείς ποτέ του."
(Στον Σεφέρη και τον Καβάφη επιστρέφω σε δύσκολες στιγμές. Συγχώρεσέ με Οδυσσέα Ελύτη, μεγάλος ποιητής είσαι - παρηγορητής, όχι.).
*
Εδώ λοιπόν, πάλι στο υπόγειο, ένας άνθρωπος σε αντιδικία με το Θεό, τον σύντροφό του, τους συμπατριώτες του, τον εαυτό του. (Με ποιόν δεν αντιδικεί; Mόνο με τις γάτες του. Και με τον υπολογιστή του).
Ίσως μιά λύση είναι η επιστροφή στις αρχές. Αυτοβιογραφία; Aυτοψυχανάλυση;
'Εχω μερικές φορές την αίσθηση πως το σημαντικότερο έργο της ζωής μου είναι η ζωή μου. Το αργό, σταθερό χτίσιμο (και γκρέμισμα) του εαυτού μου. Το σύνολο αυτών που έζησα, ένιωσα, σκέφθηκα και έπραξα.
Σίγουρα, από τότε που μπέρδευα τον Ιούλιο Βερν με τον Θεό (ίδια γενειάδα, ίδιο ύφος στις χαλκογραφίες, όπου εμφανιζόταν περιτριγυρισμένος από τους ήρωές του και τον κόσμο του) ήθελα να γίνω κι εγώ συγγραφέας (δηλαδή θεός). Αλλά αργότερα συμπλήρωσα και ανέβασα ακόμα περισσότερο τον στόχο μου. Θέλησα να γίνω κάτι παραπάνω από συγγραφέας (και Θεός): άνθρωπος.
(Με τον Θεό δεν τα πήγα καλά στη ζωή μου. Πρώτα δεν πείσθηκα ποτέ για την ύπαρξή του. Αλλά κι όποτε τον φαντάζομαι, η εικόνα του με γεμίζει αγανάκτηση. Δεν του συγχωρώ την οδύνη του κόσμου).
Γνωρίζω πολλούς και καλούς συγγραφείς που δεν παίρνουν ούτε την βάση σαν άνθρωποι. Πιστεύω πως, αν είχα να διαλέξω ανάμεσα στα δύο, θα προτιμούσα να πετύχω σαν άνθρωπος.
'Ισως όμως, επιδιώκοντας δύο στόχους, να μην πέτυχα κανένα.
Μπορεί άραγε ο συγγραφέας να γράψει για τον άνθρωπο; Πόσο τίμια; (Δεν γράφω: `αντικειμενικά' - θα ήταν αστείο!) Δεν έχω παρά να δοκιμάσω.
*
Οκτώβρης 1992 - μετά τα γενέθλια. Αρχίζω το ταξίδι προς τα πίσω. Σκέπτομαι κάθε τόσο (κάθε μέρα; δύσκολο) να ανακαλώ μια στιγμή από τη ζωή μου. Αποσπασματικά. 'Οχι συνεχής αφήγηση, που κινδυνεύει να γίνει μυθιστόρημα - και μάλιστα περισσότερο μύθος παρά ιστόρημα. (Γιατί πως αλλιώς θα γέμιζαν τα άφθονα κενά της μνήμης;) Ούτε απαρίθμηση γεγονότων, με χρονολογίες και ντοκουμέντα. Στιγμές - σκόρπιες αλλά ολοκληρωμένες. 'Ετσι άλλωστε ένιωσα την ζωή - όχι σαν συνέχεια (και συνέπεια) αλλά σαν ασύνδετο κομπολόι από εμπειρίες.
Kάποιος Αμερικανός είχε πει: Life is just one damned thing after another. Το ένα μετά το άλλο. Καμιά φορά το ένα μαζί με το άλλο. Πολλές φορές τίποτα - παύση.
Φαντάζομαι μια σειρά από κείμενα, το κάθε ένα σε άλλο είδος και σε άλλο ύφος - ανάλογα με την στιγμή, ή το θέμα. Πότε χρονικό, πότε μικρό δοκίμιο, πότε αφήγημα, πότε σημείωση. Με χρονολογική σειρά, αλλά όχι σε χρονικές ενότητες. Π.χ. αν γράψω για έναν άνθρωπο που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην παιδική μου ηλικία - στο ίδιο κείμενο τον παρακολουθώ ως το τέλος του, ως το ενενήντα. Στο επόμενο κεφάλαιο ξαναγυρίζω στην δεκαετία του σαράντα.
Κατοίκησα σε διάφορους δρόμους - της Αθήνας κι άλλων πόλεων. Σκέφθηκα να τους χρησιμοποιήσω σαν επιγραφές βιβλίων, κεφαλαίων και εποχών. Αρχίζοντας από την οδό Μιχαήλ Βόδα της παιδικής μου ηλικίας.
'Εχω ζήσει πολλές ζωές. Υποδύθηκα αρκετούς ρόλους, μπήκα σε δυσπρόσιτους χώρους, άσκησα διαφορετικά επαγγέλματα, ταξίδεψα πολύ, διάβασα άπληστα. Μεγάλωσα χωρίς στερήσεις (εκτός από τις κατοχικές), βρέθηκα ξαφνικά φτωχός κι από το πλην ξαναγύρισα στο συν. 'Εχτισα μιά μεγάλη εταιρία - και την παράτησα.
Γνώρισα σημαντικούς ανθρώπους - δεν ήταν πάντα οι πιο διάσημοι. (Πόσες μικρές βιογραφίες χωράνε σε μία βιογραφία);
'Ολα αυτά θα μπορούσαν να γεμίσουν μία σειρά από τόμους με ανεκδοτολογικά απομνημονεύματα. Ακριβώς αυτά που δεν θέλω να γράψω - το ιστορικο-δημοσιογραφικό είδος. 'Οχι πως δεν θα υπάρξουν και τέτοιες στιγμές (χρήσιμες για τους χρονικογράφους ή τους κουτσομπόληδες). Αλλά ψάχνω αλήθειες. Και για αυτές είναι πιο σημαντικό το ότι υπήρξες παιδί, παρά πρόεδρος.
Νιώθω πως μέσα στη ζωή μου κρύβονται πολλά βιβλία. Θα καταφέρω να γράψω - πόσα;
Το άγχος του θανάτου με κατατρύχει. Εγώ δεν χρειάζομαι σκλάβο να μου θυμίζει συνέχεια: memento mori. ΄Ενας εσωτερικός αυτοματισμός το έχει αναλάβει.
Ιδιαίτερα όταν γράφω βιβλίο. Τότε με καταδιώκει η ιδέα του ημιτελούς κειμένου. Είναι το πιο εύγλωττο παράπονο για την θνητότητα.