Το ποτέ και το πουθενά (Από το Παρόλα Αυτά)

- ΔΕΝ ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΕΙ ΠΟΤΕ;
- Ποτέ.
- Τι θα πει ποτέ;

Κοιτάζω μακριά. Προσπαθώ να περιγράψω την αιωνιότητα.

- Ποτέ θα πει: ούτε αύριο, ούτε μεθαύριο. Ούτε σε ένα μήνα, ούτε σε τρεις. Ούτε σε ένα χρόνο, ούτε σε δέκα.

- Ίσως όμως αργότερα…
- Δεν υπάρχει αργότερα από το ποτέ.

Καρφώνω το βλέμμα μηχανικά σε ένα μεγάλο αγκάθι. Κατάλαβε; Δεν κατάλαβε. Βλέπω το επόμενο ερώτημα να αγωνιά στα μάτια του.

Κάθομαι στον κήπο με τον εαυτό μου – και προσπαθώ να του εξηγήσω. Ο εαυτός μου είναι ένα μικρό παιδάκι όλο απορίες. Εγώ είμαι γέρος. Αλλά δεν μπορώ να απαντήσω.

- Ποιο είναι πιο δυνατό; Το ποτέ ή το ποτέ-ποτέ;

- Είναι το ίδιο.
- Δεν είναι! Το ποτέ-ποτέ είναι πιο δυνατό. Κι εσύ δεν είπες ποτέ-ποτέ. Είπες ποτέ. Μπορεί να ξαναγυρίσει.

Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο μηδέ και το μηδέν; Παίρνω τον εαυτό μου τον μικρό από το χέρι και περπατάμε στον κήπο. Αυτός κρατάει μέσα του μία ερώτηση κι εγώ ένα κενό.

- Και τώρα που είναι;

- Πουθενά.
- Τι θα πει πουθενά;
- Πουθενά θα πει: ούτε εδώ, ούτε εκεί, ούτε αλλού.
- Δηλαδή που είναι;

Το πουθενά είναι το ποτέ του χώρου. (Το ποτέ είναι το πουθενά του χρόνου).

Τα μάτια του έχουν πλημμυρίσει αγωνία. Κάπου ετοιμάζεται δάκρυ και πίσω από αυτό κραυγή.

- Πού είναι;

Δεν έχω άλλη σωτηρία από το ψέμα. Θα ξαναπώ το μύθο της ψυχής που δεν αντέχει το ποτέ και το πουθενά.

- Είναι στον παράδεισο.

- Τι είναι ο παράδεισος;
- Ένας κήπος.
- Σαν κι αυτόν;
- Πιο μεγάλος. Και πιο ωραίος.
- Πάμε!
- Δεν γίνεται.
- Γιατί;
- Κανείς δεν μπορεί να πάει στον παράδεισο αν δεν περάσει από το ποτέ και το πουθενά.
- Μου λες ψέματα!

Ξέρει – και ξέρω – πως λεω ψέματα. Είναι όμως ο εαυτός μου, ο μικρός. Ένα παιδί που δεν καταλαβαίνει και δεν εγκαταλείπει. Το πείσμα του ζωντανού.

- Αν είναι αλήθεια, πάμε!

- Που;
- Στο ποτέ, το πουθενά και τον παράδεισο! Βλέπεις; Σκύβεις το κεφάλι. Είπες ψέματα!

Ένας ψεύτικος κήπος. Γεωμετρικός τόπος στη συμβολή του ποτέ και του πουθενά. Ανύπαρκτες οι συντεταγμένες του.

Κλαιει.

- Δεν θα την ξαναδώ! Ποτέ!

Τώρα τραντάζεται από τους λυγμούς. Α! να μπορούσα και εγώ να κλάψω… Μα το κενό δεν έχει μάτια. Βλέπω τον εαυτό μου τον μικρό να κλαιει και να που εγώ δεν καταλαβαίνω.

- Εσύ (λυγμός) δεν λυπάσαι;

- Λυπάμαι.
- Δεν κλαις;
- Δεν μπορώ να κλάψω.
- Μέχρι χθες έκλαιγες.
- Τώρα δεν μπορώ
- Μα τώρα έφυγε!
- Γι αυτό δεν μπορώ.

Το ποτέ και το πουθενά είναι δύο λουλούδια στον ίδιο κήπο. Τα βλέπω. Ο άνεμος τα λικνίζει συνέχεια – και δεν είναι ποτέ πουθενά. Ο εαυτός μου ο μικρός, με κοιτάει στα μάτια. Δεν κλαιει πια. Στο βλέμμα του έχει σκιές φόβου.

- Γιατί δεν κλαις;

- Δεν μπορώ.

Στα μάτια του έχει σκιές τρόμου. Κάνει ένα βήμα μπροστά. Η φωνή του ανατριχιάζει. Κατάλαβε.

- Δεν είσαι εγώ. Είσαι το ποτέ…

- Είμαι.
- Είσαι το πουθενά.
- Είμαι.
- Πότε έφυγες;
- Μαζί της.
- Γι αυτό δεν κλαις;
- Γι αυτό.

Τώρα νιώθει ξαφνικά το ψύχος του κόσμου.

- Επειδή δεν άντεξες…

- Nαι
- Επειδή δεν μπόρεσες να καταλάβεις…
- Nαι
- Έγινες ένα με το ποτέ και το πουθενά.

Ψιθυρίζουμε. Τα πουλιά είναι πιο μεγαλόφωνα. Βραδιάζει.

- Την αγαπούσες τόσο πολύ;

- Nαι
- Δεν θα ξανακλάψεις ποτέ;
- Ποτέ.

Υπάρχει ποτέ και σ’ αυτή τη ζωή. Το φέρνει ένας κρύος αέρας από την άλλη. Νυχτώνει.

- Τώρα πρέπει να φύγω;

- Ναι.

Ο εαυτός μου, ο μικρός, έχει ρυτίδες στην φωνή του. Η γάτα που ήρθε να τριφτεί στα πόδια του, είναι ξένη. Η νύχτα είναι ξένη. Ο εαυτός του είναι ξένος.

Έφυγε όπως περπατούσαμε παιδιά στις πλάκες – προσπαθώντας να μην πατήσει ούτε στο ποτέ, ούτε στο πουθενά. Μες το σκοτάδι.