Τη λέγαμε αμμουδιά, αλλά δεν ήταν. Μικροί τόποι άμμου ανάμεσα σε βράχους. Ίσα που χώραγε να καθίσει ένας άνθρωπος, με τα πόδια του μέσα στο νερό.
Οι πέτρες ήταν άσχημες. Δεν υπήρχαν ωραία βότσαλα γυαλισμένα από το κύμα. Παντού συμπαγή κοκκινωπά πετρώματα άμορφα, με ενσωματωμένους μέσα τους βράχους, κροκάλες, κοχύλια. Σκληρό τοπίο. Σαν τη βρεγμένη, γλιστερή ξέρα που πατούσες μπαίνοντας στη θάλασσα.
Ο βοριάς φύσαγε αδιάκοπα. Από τις εξήντα μέρες των διακοπών οι μισές ανήκαν στο μελτέμι. Ούτε να σταθείς δεν μπορούσες.
Σήμερα, εκεί είναι τόσες πολυκατοικίες, που από το δρόμο ούτε που υποψιάζεσαι τη θάλασσα. Μόνο αν τύχεις στο μπαλκόνι της τελευταίας σειράς μπορεί να την αντικρίσεις. Αλλά τότε, το πιο κοντινό σπίτι ήταν ένα τέταρτο δρόμος. Μόνο το «Εξοχικόν Κέντρον η Ζούγκλα» ήταν κοντά.
Τα πρώτα χρόνια κάναμε δυο ως τρεις ώρες να φθάσουμε από την Αθήνα - κυνηγώντας τα λίγα κομμάτια άσφαλτο ανάμεσα στις τρύπες. Αργότερα, όταν φτιάχτηκε ο δρόμος, κάναμε μία ώρα, κι όταν τάχυναν τ αυτοκίνητα, μισή. Τώρα, την Κυριακή θέλεις πάλι τρεις ώρες. Από τη συμφόρηση.
Τα κορίτσια τα λέγανε Μιράντα, Μαρίνα, Μάρω, Λίνα, Λένα. Μένανε μακριά — μισή ώρα με το πόδι. Εγώ όμως πήγαινα με το ποδήλατο. Είχε άσπρα λάστιχα και άφηνε ωραία κεντητά σχέδια στο ξερό σαν πούντρα κοκκινωπό χώμα.
Είχαμε βέβαια και τα δικά μας κορίτσια, αλλά αυτές ήταν «μικρές», (Θεέ! πόσο ζύγιζαν τότε ένα-δυο χρόνια, και πού σήμερα;)
Γλυκόπικρη, περίεργη εφηβεία, γεμάτη μύθους, φόβους και απαντοχή. Κρύβαμε το άγχος μας κάτω από έναν ψεύτικο ρομαντισμό και την περιέργεια πίσω από μια μάσκα πολυγνωσίας.
Δεν ξέραμε τίποτε. Αλλά οι μύθοι μας ήταν τόσο αληθινοί για μας, που νομίζαμε πως τα ξέραμε όλα.
Ερωτευμένοι: Ναι — γενικά. Όλοι με όλους. Πού και πού ξεχώριζε ένα ζευγάρι και πάλι χανόταν. Κανείς δεν αγαπούσε τον άλλο — όλοι αγαπούσαν τον έρωτα. Ή την ιδέα του να είσαι ερωτευμένος.
Άτσαλη, αδέξια, ανοικονόμητη εφηβεία! Μισοσχηματισμένα σώματα, μισοβρασμένα μυαλά, μισοαρχινισμένες κινήσεις. Που το τέλος τους χανόταν στο σκοτάδι του ανεκπλήρωτου.
Ατμόσφαιρα ασφυκτικά αστική. Τι «πρέπει», τι δεν «πρέπει». Οι μαμάδες διακριτικές κάπου στο βάθος (φρουροί της ηθικής). Δεν είχαν ακόμη αλλάζει πολλά από τον προπολεμικό κόσμο του Κοσμά Πολίτη...
Αλλά εμείς «τολμούσαμε». Νυχτερινά μπάνια, χορευτικοί εναγκαλισμοί, υπονοούμενα, μισόλογα. Που και που κανένα ποίημα. Ή κάποια αφή.
Και ξαφνικά υποχωρούσαμε τρομαγμένοι από την ίδια μας την τόλμη.
Τα βράδια είχε πάντα φεγγάρι. (Δεν είναι δυνατόν αλλά έτσι τα θυμάμαι.) Καθόταν η παρέα κοντά στη θάλασσα, στο «πρώτο» ή στο «δεύτερο» ή στο «τρίτο» λιμανάκι. Τραγουδούσαμε τότε -πότε συναισθηματικά, πότε αστεία και βάρβαρα- όταν το αίσθημα μας έπεφτε πολύ.
Κι ο ήλιος δίπλα στη θάλασσα... Εκείνη η μυρωδιά από το φύκι και το αλάτι... Οι κλεφτές ματιές στα διπλανά σώματα, που έδειχναν τον δρόμο που κάποτε και σ' εμάς θα έπαιρνε ο έρωτας. Κάθε φορά που κλείνω τα μάτια στον ήλιο, δίπλα στη θάλασσα, αυτόματα ξαναγυρίζω.
Και κάτω απ αυτή την κοιμισμένη καλοκαιρινή νωχέλεια, δούλευε η πιο σκληρή περιπέτεια που δίνεται στον άνθρωπο να ζήσει. Η εφηβεία.
Ψάχναμε: τον άλλον, τα βιβλία, τον κόσμο, τονεαυτό μας. Ανακαλύπταμε: σκέψεις, αισθήσεις, σχέσεις, καταστάσεις. Μια λαίμαργη περιέργεια μας έκανε να καταβροχθίζουμε τα πάντα. Α! είχαμε γερά στομάχια. Αλλά οι ψυχές μας ήταν ευαίσθητες.
Τα κορίτσια που έκλαιγαν χωρίς λόγο — γιατί πλημμύριζε μέσα τους το σιωπηλό κύμα της εφηβείας τους. Τα αγόρια που θύμωναν και παρίσταναν τους άντρες για να κρύψουν την αβυσσαλέα τους αβεβαιότητα. (θεέ μου, κι αν τώρα ξαφνικά με φιλούσε, τι θα 'πρεπε να κάνω:... Πανικός! )
Α! πόσα πιο πολλά ξέρω τώρα στη σοφία που κέρδισα από τόσες ήττες. Πόσο καταλαβαίνω τον αβέβαιο και συχνά ανυπόφορο έφηβο που προσπαθούσε —μιλώντας αδιάκοπα ή σιωπώντας πεισματικά – να βρει κάποια διέξοδο προς τον εαυτό τον.
Όχι, δεν θα θελα να ξαναγυρίσω. Ήταν σκληροί και σκοτεινοί χρόνοι — και μέσα στη μόνιμη αναστάτωση δεν ήξερες να ξεχωρίσεις, να χαρείς ούτε καν τις ανάπαυλες Κάθε μέρα επανάσταση και -τι περίεργο- κάθε μέρα συμμόρφωση και κάθε μέρα ανία.
Ανία; Έχω από τότε να νιώσω αυτό το συναίσθημα. Τώρα, αντίθετα δεν με φτάνει ο χρόνος. Πώς μπορούσα τότε – μέσα σε τόση ζωή – να βαριέμαι;
Μα, γιατί ήμουν απέξω. Θεατής με ένα συνεχές συναίσθημα απόστασης και αποξένωσης. Η φυλακή του εγώ που δεν ξέρει ακόμα να προσεγγίσει το εσύ – ούτε τον κόσμο.
Βλέπω μία παλιά φωτογραφία. Όχι, δεν ήμασταν ωραίοι – με τα ημιτελή σώματα και τις αδέξιες, ψεύτικες στάσεις. Μόνο τα μάτια όλων καίνε με πυρετό περιέργειας και απληστίας. Η ζωή έρχεται. Όλοι αδημονούν.
Α! τι μου θύμισε πάλι το καλοκαίρι! Είναι το αλάτι και το άρωμα από τα φύκια. Οι πολυκατοικίες σκότωσαν το τοπίο, έφραξαν τα μελτέμια, έχτισαν τα λιμανάκια, σκίασαν τις μικρές αμμουδιές.
Αλλά το άρωμα και τη γεύση της θάλασσας, το άρωμα και τη γεύση της μνήμης δεν μπορούν να τα σκοτώσουν.