ΤΗΝ ΒΛΕΠΕΙΣ από μακριά, ανάμεσα σε πολλούς, και από μακριά την κοιτάς όπως νιώθεις:
σε θέλω!
κι' εκείνη απαντάει ίδια ανοιχτά:
σε θέλω!
Η πρώτη συνεύρεση είναι των ματιών. Σε γεμίζει. Ήσυχος, ήρεμος περιμένεις. Μπορεί να περάσει καιρός αλλά τη γνωρίζεις, ήδη, με σιγουριά υπογάστρια. Την άλλη φορά που θα τύχει, ίσως τα μάτια της στην αρχή να παίξουν:
τι γίνεται; δε με θέλεις πια;
ειρωνικά - για να σπάσουν αμέσως (όπως και τα δικά σου) σε μια γυμνή ανάγκη:
σε θέλω.
Τώρα η ορμή είναι τόση που σας φοβίζει. Έτσι, όταν τελικά θα βρεθείτε, θα αρχίσετε συζήτηση, περίπατο, μουσική. Λάθος. Γιατί από έξω, όταν μπορείτε να ξεκινήσετε από μέσα; Από τη ρίζα.
Κάποια στιγμή οι φλυαρίες ξεφτάνε και γίνεται σιωπή - αβάσταχτη - και τότε το πρώτο δειλό άγγιγμα - και αμέσως παροξυσμός. Τρως, τρώγεσαι, καταπίνεις, καταβροχθίζεσαι. Σκλάβοι της πείνας. Και όταν τελειώσετε δεν ξέρετε ούτε ποιος, ούτε τι. Υπάρχει μια ανακούφιση και μια νέα μεγαλύτερη πείνα. Τώρα θα γίνει ο έρωτας επώνυμος.
Και γίνεται με το μικρό άγγιγμα και το δειλό γέλιο, με το άγριο σφίξιμο και τον σκληρό πόνο, με την οδυνηρή παράταση και αναβολή, με την αναγνώριση και προσομοίωση του ρυθμού σου από εκείνη και του δικού της από σένα.
Κι έρχεται η περίοδος της ωριμότητας (που ποτέ δεν γνωρίζουν οι Δον Ζουάν της αλλαγής). Όταν κατεβαίνετε πια στο κρεβάτι βαρείς από τη γνώση του άλλου, έμπειροι από την πείρα γενεών, σοφοί της αφής, επαναστάτες της έκπληξης. Με το πάθος να αυξάνει και να βαθαίνει όσο περνάει ο χρόνος. Με την ανάγκη να γίνεται πιο καυτή όσο συχνότερα ικανοποιείται. Με τη δίψα πιο έντονη όσο μεθάς.
Α! τι όμορφο θέαμα δύο συνειδητοί - ασυνείδητοι - εραστές στον έρωτα. Ο καθένας τους είναι ακριβώς αυτό που είναι - το ανεπανάληπτο εγώ του - και μαζί η προβολή ενός τεράστιου Απρόσωπου. Όσο πιο βαθιά προσωπικός ο έρωτας τόσο πιο ανώνυμος. Γιατί η έκσταση είναι το ξεπέρασμα του εγώ μέσα από το εσύ - παντού και κυρίως στην αγκαλιά του άλλου.
Τι όμορφο θέαμα: δύο εραστές σμίγουν στο μεγάλο κρεβάτι εκτελώντας τη χορογραφία της αφής. Πότε γρήγορα, πότε βασανιστικά αργά, πότε ίσια, πότε αντίστροφα, πότε ακίνητοι ώρες, σαν τα φίδια, πότε σε φρενίτιδα παράφορη. Ποιος χορογραφεί - ποιος κατευθύνει; Κανείς. Και οι δύο μαζί, αυθόρμητα αντιδρώντας ο ένας στον άλλο, αναδρώντας ο ένας στον άλλο. Εδώ δεν υπάρχει τρίτος - σκηνοθέτης ή επικυρίαρχος. Εδώ είναι η πιο ελεύθερη, η πιο αυθόρμητη πράξη του κόσμου.
(Μα δεν είστε "δούλοι" του ενστίκτου; Γελάω. Εγώ είμαι το ένστικτο - τι δούλος είμαι όταν ανήκω στον εαυτό μου! Σωπάστε πουριτανοί αποτρόπαιοι, ευνουχίσατε τον κόσμο, σκοτώσατε τις αισθήσεις, νεκρώσατε την πηγή της ζωής! πώς ζείτε; από μας ζείτε!).
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στους εραστές μας. Ο "ήλιος του απογεύματος" φωτίζει διαγώνια το κρεβάτι. Κατάκοπα, παράλυτα σώματα βυθισμένα στον ύπνο της απόλυτης λήθης. Όμως τώρα αναδύονται, ανοίγουν τα μάτια, κοιτάζονται, θυμούνται και αναπολούν πάλι την έκφραση της αρχής:
σε θέλω
σε θέλω
κι απλώνουν ξανά χέρι στο αγαπημένο σώμα. Πιο αργά, πιο βαριά, αλλά γλυκύτερα. Ο κουρασμένος έρωτας είναι δυο φορές έρωτας.
Είναι μια άλλη θρησκεία αυτή. Βωμός, ένα άσπρο μαξιλάρι· λατρεία, η αφή. Πραγματώνει την έκσταση με τη θέση κι όχι με την άρνηση, με το χόρτασμα κι όχι με τη νηστεία. Είναι η μεγάλη λειτουργία του ζωντανού όντος. Πρόλογος της μόνης μαγικής πράξης που ξέρουμε στον κόσμο - της αναπαραγωγής.
(Εν ονόματι της αναπαραγωγής ζήτησαν να ευνουχίσουν τον έρωτα! Πόσο παρά φύσιν μπορεί να φτάσει η σκέψη! Αλλά δεν υπήρξε ποτέ θέμα ηθικής - μόνο θέμα εξουσίας. Ήθελαν να ελέγχουν τους ανθρώπους, να τους κρατούν υποτελείς. Και οι αισθήσεις ελευθερώνουν!).
Ο καθένας ας διαλέξει τις δικές του πύλες της έκστασης, δεν διαφωνώ. Δημοκρατία της λύτρωσης - φτάνει να μην επεμβαίνει στις δικές μου επιλογές. Και για μένα πρώτη είναι η μεγάλη ελευθερία των αισθήσεων - και ύστερα η θύελλα και η πειθαρχία των παθών.
Από τις αισθήσεις ξεκινάνε όλα. Και ο έρωτας (η πρώτη χαρά) και η τέχνη (κι αυτή πρώτη). Γιατί ποιος ξεχωρίζει; Ο έρωτας συνεχώς γίνεται τέχνη και η τέχνη έρωτας.
Κι όταν είμαι σε βαθιά κατάθλιψη, αρκεί να δω ένα ζευγάρι ερωτευμένους για να ξαναβρώ την πίστη μου. Α! τα νέα παιδιά που καίγονται και ψάχνουν και βυθίζονται σε μέγα αυτοερωτισμό και δοκιμάζουν το έτερο σαν εαυτό, μέχρι να μάθουν να νιώθουν τον εαυτό τους σαν άλλο. Εγώ κι εσύ ένα και το ίδιο.
(Να, φωνάζει ο πουριτανός: όλα αυτά, ταπεινά, του σώματος! Όχι, φίλε, της ψυχής! γιατί αυτή ζωντανεύει το σώμα. Άψυχο σώμα δεν παίζει ούτε και ασώματη ψυχή. Ένα είναι όλα, και σε ένα απολήγουν).
Και, θεέ μου, τι μυριάδες διαφορετικές αισθήσεις μεταφέρει μια επιδερμίδα! Κάθε τετραγωνικό εκατοστό χίλιες νευρικές απολήξεις, κάθε μία ένας τόνος στη συμφωνία της αφής. Κι αλλιώς το άγγιγμα, αλλιώς το χάδι, αλλιώς το κράτημα, αλλιώς η πίεση, αλλιώς ο πόνος. Κάθε παραλλαγή πολλαπλασιάζεται με δυνατότητες σε θέσεις, ήχους, λόγους, μυρωδιές, εικόνες. Αυτή η μουσική ούτε τελειώνει ούτε επαναλαμβάνεται. Μόνο κορυφώνεται πάλι, και πάλι ξαναρχίζει όταν κοιτάς:
σε θέλω
σε θέλω
αλλά μπορεί να κοιτάζεις και με άγγιγμα, ή με φωνή, με στάση ή με άρωμα.
(Όλα αυτά δεν θα τα νιώσουν ποτέ αυτοί που κατακτούν, αυτοί που συλλέγουν, αυτοί που εκτονώνονται, αυτοί που υφίστανται, αυτοί που ανακουφίζονται, αυτοί που πετυχαίνουν. Όλα αυτά είναι απρόσιτα γι' αυτούς που δεν μπορούν να προσεγγίσουν ασυνείδητα για να γνωρίσουν συνειδητά, και να λυτρωθούν ασυνείδητα. Όλα αυτά είναι αδύνατα για όσους δεν έχουν τη σοφία του αυθορμητισμού και τον αυθορμητισμό της σοφίας. Προσέξτε! η απελευθέρωση του έρωτα είναι παγίδα των πουριτανών. Αυτοί που έκαναν την επανάσταση κατανάλωση, έκαναν το θεό εμπορεύσιμο, θέλουν να γίνει και η έκσταση αναλώσιμη).
Αλλά η πραγματική έκσταση δεν αναλίσκεται - ούτε αναλίσκει. Αναγεννάται και θάλλει σαν κερασιά την άνοιξη. Ιερός είναι ο έρωτας στο άγγιγμα, στο αγκάλιασμα, στην ηδονή και τη μέθεξη. Όμορφος είναι ο έρωτας που περικλείει τη γλυκύτατη τρυφερότητα και το καταλυτικό πάθος. Υπέροχοι είναι οι ρυθμοί εναλλαγής τρυφεράδας και μίσους, έντασης, και ύφεσης, δόξας και μελαγχολίας. Θεσπέσιες είναι οι κινήσεις του μυστικού μπαλέτου. Όλα είναι ελεύθερα στους αγωνιστές της αφής. Σίγουρη είναι η απόλυτη στιγμή για τους καθαρούς, τους ελεύθερους, τους διάφανους. Και πόσο ανθρώπινο (μέσα στη θεϊκή έκρηξη του είναι) το τελικό ευτυχισμένο χαμόγελο του άλλου με τις σκιές κάτω απ' τα μάτια:
Σε θέλω. Κι όσο σε θέλω, υπάρχω.