Γιορτάζουμε φέτος τα 150 χρόνια από την γέννηση του Σίγκμουντ Φρόυντ – κι ακόμα η διαμάχη γύρω από τις θεωρίες του συνεχίζεται. Κορυφαίοι επιστήμονες όπως ο Άισενκ και ο Μένταβαρ την αποκαλούν τρικ και απάτη, μεγάλοι φιλόσοφοι όπως ο Πόππερ της αρνούνται κάθε επιστημονικό κύρος. Κι από την άλλη πλευρά γράφονται εκατοντάδες τόμοι που ξεκινάνε από τις Φροϋδικές θεωρίες για να ερμηνεύσουν όλες τις πλευρές της ύπαρξης, ενώ χιλιάδες ψυχοθεραπευτές εφαρμόζουν στην πράξη τις σκέψεις του.
Το πρόβλημα με τις ψυχαναλυτικές θεωρίες είναι απλό: δεν έχουν ποτέ εκτεθεί με επιστημονικό τρόπο (δηλαδή έτσι που να περιέχουν τους όρους επιβεβαίωσης ή διάψευσής τους) και άρα δεν έχουν ελεγχθεί ανάλογα. Πρόκειται για μία σειρά από υποθέσεις που εκλαμβάνονται ως αληθείς, ενώ παραμένουν στον χώρο του έξω- (ή ψεύδο-) επιστημονικού. Επίσης, στην αρχική τους μορφή, είχαν τεράστιο εύρος: πέρα από τα ψυχικά φαινόμενα και προβλήματα, προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν τα πάντα: την τέχνη, τον πολιτισμό, την ζωή.
Δεν υπήρξε όμως ποτέ επιβεβαίωση για την ύπαρξη του ασυνείδητου (κι ακόμα περισσότερο του συλλογικού ασυνείδητου του Jung), ή για τον μηχανισμό της απώθησης, ή για την φροϋδική ερμηνεία των ονείρων. Το ότι η ζωή μας κυβερνάται από δύο αντίρροπες δυνάμεις την Libido και τον Thanatos (επιθυμία του θανάτου) μόνο σαν ποιητική παραβολή μπορεί να σταθεί. Το Οιδιπόδειο, ο φθόνος του πέους (για τις γυναίκες) η απόδοση της σχιζοφρένειας και της κατάθλιψης όχι σε διαταραχές του εγκεφάλου αλλά σε ναρκισσισμό… και άλλες πολλές θεωρίες, δεν έχουν δεχθεί πειραματική πιστοποίηση.
Έτσι η Φροϋδική σκέψη από υποθετική (έτσι χαρακτηρίζει ο ίδιος ο Φρόυντ το ασυνείδητο στο Abriss der Psychoanalyse: Grundvoraussetzung: βασική προϋπόθεση) έγινε δόγμα. Οι αναπόδεικτες προϋποθέσεις, θεωρήθηκαν αξιώματα επάνω στα οποία οικοδομήθηκαν άλλες θεωρίες.
Αλλά το χειρότερο είναι πως δεν υπάρχει ούτε καν μέτρηση αποτελεσματικότητας της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας. Ο ίδιος ο Φρόυντ αναρωτιόταν αν είχε ποτέ θεραπεύσει κανένα. Έχουμε στοιχεία για τα αποτελέσματα των ψυχοφαρμάκων – που κατόρθωσαν να αδειάσουν τα ψυχιατρεία. Αντίθετα για την ψυχανάλυση όχι μόνο δεν υπάρχουν στοιχεία, αλλά αντίθετα υπάρχουν μελέτες που υποστηρίζουν ότι όχι μόνο δεν θεραπεύει, αλλά δημιουργεί πολύχρονες εξαρτήσεις ή και ψυχικά τραύματα (π. χ. από την εφεύρεση δήθεν απωθημένων παιδικών εμπειριών).
Άλλη μία δυσκολία όταν μελετάς την ψυχανάλυση είναι οι αντικρουόμενες και συχνά αντιφατικές και αυτοαναιρούμενες απόψεις των ιδρυτών και των συνεχιστών τους. Δεν υπάρχει βασικό αξίωμα της που να μην έχει απορριφθεί από κάποιον κορυφαίο ψυχαναλυτή. Έτσι που σήμερα ο όρος «ψυχανάλυση» να μην σημαίνει σχεδόν τίποτα αν δεν συνοδεύεται από κάποιο προσδιοριστικό επίθετο.
Όμως η ψυχανάλυση είχε μία μεγάλη επιτυχία: κατάφερε να εισχωρήσει στην λαϊκή σκέψη και να γίνει ένας σύγχρονος μύθος. Ο τύπος που σου λέει: «κομπλεξικός είσαι, ρε;» δεν έχει ακούσει ποτέ για τον Άντλερ. Όλοι παίζουν με τις έννοιες που εισήγαγε ο Φρόυντ – και πόσες φορές δεν έχουμε συζητήσει για το Οιδιπόδειο του παιδιού της γειτόνισσας.
Ένα καλό που χρωστάμε στον Φρόυντ είναι η αποενοχοποίηση του σεξ και η απελευθέρωση των ηθών. Αν το σκεφθεί κανείς, η ψυχανάλυση είναι μία σαφέστατη αντίδραση στον Βικτοριανό πουριτανισμό του 19ου αιώνα. Δεν θα είχε προκύψει στον 18ο των λιμπερτίνων. Διαδίδοντας την ιδέα πως η καταπίεση του σεξ βλάπτει την υγεία, άνοιξε την πόρτα στην ελευθερία. Επίσης ήταν η πρώτη που εισήγαγε την έννοια της ομιλητικής ψυχοθεραπείας, η οποία σήμερα ασκείται από πολλούς – ψυχαναλυτές και μη.
Άρα, οι θεωρίες του Φρόυντ και των μαθητών του ήταν μια σημαντική εξέλιξη που άνοιξε δρόμους. Ωστόσο, όπως έλεγε και ο Popper, αν δεν υπάρξει έλεγχος και επιβεβαίωση, η ψυχανάλυση θα παραμένει μία, αν όχι ψευδο-επιστημονική, τουλάχιστον έξω-επιστημονική θεωρία.
Υπάρχει και το άλλο ύποπτο στην ψυχανάλυση: είναι μία κλειστή σέχτα. Για να γίνεις π. χ. ψυχαναλυτής πρέπει (εκτός από τις όποιες σπουδές σου, έστω κι αν έχεις διδακτορικά στην Ψυχιατρική και την Ψυχολογία) να ψυχαναλυθείς ο ίδιος για πολλά χρόνια. Δηλαδή να αποδεχθείς έμπρακτα την αλήθεια της για να μπορέσεις να την εφαρμόσεις. Αυτό δείχνει πως, πέρα από την γνώση, χρειάζεται και μύηση. Καμία επιστήμη δεν έχει ανάγκη από μία τέτοια πλύση εγκεφάλου. Μιλώντας με ψυχαναλυτές άκουσα συχνά το επιχείρημα: «Μόνον όποιος έχει κάνει ψυχανάλυση έχει το δικαίωμα την να κρίνει». Αυτή και μόνο η θέση αρκεί για να της αμφισβητηθεί η επιστημοσύνη.
Συνήθως ομαδοποιούν τον Φρόυντ μαζί με τον Μαρξ, τον Δαρβίνο και τον Αϊνστάιν ως ένα από τους μεγάλους επιστήμονες που άλλαξαν την αντίληψή μας για τον κόσμο και κατά συνέπεια την ζωή μας. Ότι την άλλαξαν είναι αναμφισβήτητο – αλλά με τελείως διαφορετικούς τρόπους. Ο Αϊνστάιν και ο Δαρβίνος ήταν καθαρόαιμοι επιστήμονες και οι θεωρίες τους επιβεβαιώνονται όλο και περισσότερο. Ο Μαρξ ήταν και επιστήμονας και φιλόσοφος και επαναστάτης-οραματιστής. (Αλλά σε αυτόν αξίζει να αφιερώσουμε άλλο άρθρο). Ο Φρόυντ ήταν ο μεγάλος μυθολόγος αλλά και απελευθερωτής. Τα ψυχοφάρμακα απέδειξαν ότι μεγάλο μέρος από τα προβλήματα που ήθελε να λύσει, ήταν θέματα χημείας. Η πρακτική αξία της θεραπευτικής ψυχανάλυσης δεν επιβεβαιώθηκε. Οι θεωρίες του παραμένουν αιωρούμενες μεταξύ ποίησης και επιστήμης.