Πριν λίγες μέρες έλαβα από ένα κληρικό – και μάλιστα, αρχιμανδρίτη – το email που ακολουθεί:

 

«κ. Δήμου,

Προ ολίγου διάβασα το βιογραφικό σας σημείωμα. Συλλογίστηκα τι ήταν εκείνο, ύστερα από μια επιτυχημένη θα λέγαμε διαδρομή, που σας έκανε να είστε πάντα

στηλιτευτής της Εκκλησίας. Όσες φορές έτυχε να σας δω στην τηλεόραση  παρατηρούσε ότι μιλούσατε πάντοτε προκατειλημμένα και εχθρικά. Θα μπορούσε ο λόγος σας να ήταν κριτικός αλλά καλοπροαίρετος. Το χαρακτηριστικό του λόγου σας η ειρωνεία.

    Πιστεύω από τη μικρή πείρα που έχω, και μιλώ καλοπροαίρετα, ότι βρίσκοντας ένα "επαίοντα", έναν Γέροντα, που δόξα τω Θεώ υπάρχουν μέσα σ' αυτή την "κατείδωλη" κοινωνία μας, και χάριν των οποίων μας σκέπτεται ο Θεός, να τον ακούστε, να τον μιλήσετε μαζί του. Συγχωρέστε με. Δεν ξέρω αν μέσα σ 'αυτές τις λίγες γραμμές μπόρεσα να εκφράσω αυτά που είχα μαζέψει σε κάμποσα χρόνια μέσα στο νου και τη καρδιά μου για σας. Για μένα είστε εικόνα Θεού, ό,τι κι αν λετε γι Αυτόν και την Εκκλησία του, μέλη της οποίας είμαι και εγώ σαν κληρικός αλλά και σεις. Εύχομαι ό,τι καλό και αιώνιο στην ζωή σας».

 

Απάντησα ευχαριστώντας για τις ευχές και το ευγενικό γράμμα. Μετά το ξέχασα. Αλλά ύστερα από μερικές ημέρες, σε μία στιγμή περισυλλογής, το θυμήθηκα και το ξαναδιάβασα. Αποφάσισα να απαντήσω πιο διεξοδικά, μέσα από αυτό το άρθρο.

 

Κατ’ αρχήν θέλω να ελπίζω πως ο επιστολογράφος μου κάνει ένα λάθος. Δεν έχω ποτέ ειρωνευτεί την πίστη οιουδήποτε ανθρώπου. Την σέβομαι, σαν προσωπική πεποίθηση και επένδυση. Και μάχομαι για το δικαίωμα κάθε ατόμου να πιστεύει ό,τι θέλει, να εκφράζει τα πιστεύω του και να ασκεί όποιες πράξεις ή τελετουργίες του υπαγορεύει αυτή η πίστη. Φτάνει βέβαια – βασικό αυτό – να μην επεμβαίνει με τον τρόπο αυτό στην ζωή των άλλων ανθρώπων. Να μην προσπαθεί να τους επιβάλει τις δικές του αλήθειες, να μην παρεμβαίνει στον δικό τους χώρο.

 

Η πίστη ως ατομικό δικαίωμα και ως προσωπική, ιδιωτική πεποίθηση, μου είναι απόλυτα σεβαστή. Σε ότι με αφορά, μου είναι απόλυτα αδιάφορο αν ο γείτονάς μου είναι Βουδιστής η Ανιμιστής, αν προσκυνάει τον Μωάμεθ ή τον Γιαραμπή.  Αναφαίρετο προσωπικό του δικαίωμα.

 

Άλλο όμως αυτό και άλλο η «οργανωμένη πίστη», δηλαδή η θρησκεία και η κοσμική της έκφραση, η εκκλησία. Εδώ έχουμε να κάνουμε με δυνάμεις και εξουσίες που παρεμβαίνουν στη ζωή μας, που δουν μέσα στις κοινωνίες μας, που ενίοτε οδηγούν σε διαμάχες ή σε πολέμους, σε τζιχάντ ή σταυροφορίες, σε Ιερές Εξετάσεις ή Λαοσυνάξεις.

 

Όποια κριτική έχω ασκήσει στην ζωή μου (και όποια ενδεχόμενη ειρωνεία) αφορούσε αυτές τις εξουσιαστικές και κοσμικές δυνάμεις. Οι οποίες – για μένα – δεν νομιμοποιούνται, επειδή (όπως ισχυρίζονται) εκφράζουν την θέληση του Θεού. Πρώτα από όλα γιατί κανείς δεν με έχει ακόμα πείσει ότι υπάρχει Θεός. Ιδιαίτερα δεν έχω πεισθεί ότι υπάρχει αυτός ο Θεός που προπαγανδίζουν οι θρησκείες: ο Πανάγαθος και Παντοδύναμος, ο Ελεήμων και Φιλάνθρωπος, κλπ. Αντίθετα έχω αρκετές αποδείξεις περί του εναντίου – μία ματιά στην κατάσταση της ανθρωπότητας, στην μοίρα των χιλιάδων αθώων νηπίων που πεθαίνουν αβοήθητα κάθε μέρα, με οδηγεί στην άποψη του Επίκουρου, ότι είτε δεν υπάρχουν Θεοί, είτε αν υπάρχουν, δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τον άνθρωπο.

 

Είναι προφανές, για κάθε λογικά σκεπτόμενο νου, πως οι θρησκείες είναι μύθοι, κατασκευές του ανθρώπου, για να καλύψουν την κοσμική μοναξιά και τον φόβο του θανάτου. Μέσα στους αιώνες πήραν διάφορες μορφές που η κάθε μία τους ισχυριζόταν ότι κατείχε την απόλυτη αλήθεια. Και σήμερα συνεχίζεται αυτό – πράγμα που οδηγεί και πάλι τον λογικά σκεπτόμενο να τις απορρίπτει όλες, αφού η μία αμφισβητεί, αντιμάχεται ή αναιρεί την άλλη.  

 

(Πολύ γέλασα με την τελευταία κόντρα ανάμεσα στον Πάπα και τους Μωαμεθανούς: οι σφαγείς των Σταυροφοριών ανταγωνίζονταν με τους σφαγείς του Τζιχάντ για το ποιος έσφαζε λιγότερο...)

 

Και πάλι όμως επαναλαμβάνω ότι θεωρώ αναφαίρετο δικαίωμα του κάθε συνανθρώπου μου να καταλαγιάζει όπως θέλει την ψυχική του ανάγκη – είτε πιστεύοντας στον Ιεχωβά ή τον Αλλάχ, είτε πίνοντας και καπνίζοντας (τσιγάρο ή ό,τι άλλο) είτε με ψυχοτρόπα φάρμακα και ηρεμιστικά. Δεν θα τον ειρωνευτώ, ούτε θα προσπαθήσω να τον μεταπείσω – μια και δεν έχω να του προσφέρω κάποιο δραστικό υποκατάστατο. Η ζωή του σκεπτικιστική, του ανοιχτού κριτικού νου, είναι σκληρή επίπονη και κακοτράχαλη. Ούτε αλήθειες να ακουμπήσεις, ούτε αγκαλιά του Αβραάμ να αναπαυθείς...

 

Αλλά δεν θα του επιτρέψω να επέμβει στην δική μου, έστω άβολη, ζωή. Και θα πολεμήσω κάθε μηχανισμό εξουσίας – είτε λέγεται κράτος, είτε εκκλησία – που περιορίζει τις ελευθερίες μου.

 

Είναι κλασικό ότι οι εκκλησίες ενοχλούνται από την ύπαρξη των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Μάλιστα ο Αρχιεπίσκοπός μας έχει κηρύξει επίσημα τον πόλεμο εναντίον τους. Και σωστά: η εκκλησία δεν θέλει ελεύθερους ανθρώπους, με δικαιώματα και κριτική δύναμη. Θέλει «ποίμνιο» (πρόβατα) και «δούλους του Θεού». Τα ανθρώπινα δικαιώματα, τέκνο του Διαφωτισμού και της χειραφέτησης του ατόμου, τα βλέπει με την ίδια απέχθεια όπως τα αντιμετώπιζαν οι (ελέω Θεού) Μονάρχες και Βασιλείς.

 

Χαίρομαι που ο επιστολογράφος μου πιστεύει τόσο βαθιά. Είναι σίγουρα ευτυχέστερος από μένα. Αλλά δεν μπορώ να στηρίξω την ευτυχία μου στον οποιοδήποτε μύθο. Θα πεθάνω όπως έζησα – μόνος και ακηδεμόνευτος.