Ο φίλος μου ο Γ. δεν είναι πιστός Χριστιανός, αλλά ακολουθεί το τυπικό της εκκλησίας. Δεν είναι προληπτικός, αλλά αποφεύγει να περάσει κάτω από μία σκάλα ή να υπογράψει συμβόλαιο Τρίτη και δεκατρείς. Δεν θεωρεί επιστήμη την αστρολογία, αλλά διαβάζει το ωροσκόπιό του και (παρόλο που δεν το δέχεται) επηρεάζεται από αυτό.

Με άλλα λόγια συμμορφώνεται πρόθυμα προς κάθε διδασκαλία, θεωρία – ακόμα και δεισιδαιμονία, χωρίς να νοιάζεται ιδιαίτερα για την αξιοπιστία της.

Η δικαιολογία του είναι ενιαία: «Ναι, ξέρω ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις για πολλά από αυτά που ακολουθώ – αλλά σκέπτομαι: κι αν υπάρχουν και δεν τις ξέρουμε; Είναι τόσα αυτά που δεν γνωρίζουμε! Έτσι κι αλλιώς δεν χάνω τίποτα όταν συμμορφώνομαι – ενώ αν, έστω και κατά τύχη, είναι αληθινά, έχω να κερδίσω».

Χωρίς να το ξέρει, ο φίλος μου αναπαράγει ένα από τα κορυφαία επιχειρήματα του ανορθολογισμού – το περίφημο «στοίχημα» του Pascal. 

 O Blaise Pascal (1623-1662) ήταν μέγας μαθηματικός, γεωμέτρης και φυσικός. Διαμόρφωσε τους νόμους της υδροδυναμικής, έκανε πρωτοποριακά πειράματα που απέδειξαν την βαρύτητα του αέρα, εργάστηκε πάνω στον απειροστικό λογισμό και τη θεωρία των πιθανοτήτων.

Παράλληλα ήταν πιστός χριστιανός – και μάλιστα ανήκε σε μία πολύ σκληρή ομάδα Καθολικών, των οπαδών του ολλανδού θεολόγου Jansen, που πίστευαν στον απόλυτο προκαθορισμό του ανθρώπου. Ερμηνεύοντας τον Άγιο Αυγουστίνο θεωρούσαν ότι η θεϊκή Χάρη δίδεται (ή δεν δίδεται) στην γέννηση του ατόμου και η σωτηρία και λύτρωσή του είναι προαποφασισμένη. 

Στα τελευταία χρόνια του είχε αποσυρθεί σε μοναστήρι και έγραφε ένα μεγάλο έργο – μία «Απολογία για την Χριστιανική Πίστη» που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Οι σημειώσεις του εκδόθηκαν με τον τίτλο «Σκέψεις» (Pensées) και αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα κείμενα του ανθρώπινου στοχασμού.

Ο Pascal δέχεται ότι δεν είναι δυνατή η απόδειξη της ύπαρξης του Θεού και των άλλων εξ αποκαλύψεως αληθειών της θρησκείας με λογικές μεθόδους. Προσπαθεί να πείσει μέσα από την δύναμη του συναισθήματος και του πάθους. Γράφει: «η καρδιά έχει την λογική της που η λογική δεν την γνωρίζει». Όταν εξαντλήσει και αυτά τα επιχειρήματα, θυμάται τον μαθηματικό εαυτό του, προσφεύγει στη Θεωρία των Πιθανοτήτων και διατυπώνει το περίφημο «στοίχημα». Συνομιλώντας με ένα άπιστο, του λέει:

«Ας εξετάσουμε λοιπόν αυτό το θέμα και ας πούμε: ‘Ο Θεός είτε υπάρχει, είτε δεν υπάρχει’. Αλλά προς ποια πλευρά θα κλίνουμε; Η λογική δεν μπορεί να καθορίσει τίποτα – υπάρχει ένα άπειρο χάος που μας χωρίζει. Παίζεται ένα παιχνίδι στο τέρμα αυτής της άπειρης απόστασης, όπου θα πέσει ένα νόμισμα, κορώνα ή γράμματα. Τι θα στοιχηματίσετε; Η λογική δεν μπορεί να αποδείξει κάποια πλευρά σωστή – ούτε και λάθος».

Ο υποθετικός άπιστος αμύνεται, λέγοντας ότι με αυτές τις συνθήκες δεν πρέπει κανείς να στοιχηματίζει – αλλά ο Pascal τον στριμώχνει, με το επιχείρημα ότι δεν μπορεί να μην στοιχηματίσει – παίζεται η ζωή του. Και συνεχίζει: «Ας ζυγίσουμε το κέρδος και την χασούρα αν επιλέξουμε κορώνα – ότι ο Θεός υπάρχει. Ας εκτιμήσουμε τις δύο περιπτώσεις: Αν κερδίσετε, κερδίζετε τα πάντα – αν χάσετε δεν χάνετε τίποτα. Άρα στοιχηματίστε ότι υπάρχει, χωρίς να διστάζετε».

Έτσι σκέπτεται κι ο φίλος μου: ας ακολουθώ εγώ τα δόγματα, κι αν συμβεί να είναι αληθινά θα κερδίσω τον Παράδεισο και την Αιώνια Ζωή. Αν δεν είναι – τι είχα, τι έχασα;

Ήδη όταν έφηβος στο μάθημα της αξέχαστης καθηγήτριας μου της Gisele Vivier  πρωτάκουσα γι αυτό το στοίχημα, είχα ενοχληθεί. Τι είναι ο Θεός – προπό; σκέφθηκα. Έπειτα, γνωρίζοντας την πίστη του Pascal στον προκαθορισμό, απορούσα πως τολμούσε να προτείνει τέτοια διλήμματα. Ό,τι και να στοιχημάτιζε ο άπιστος, αν ήταν γραφτό του να πάει στην Κόλαση θα πήγαινε εκεί κατευθείαν.

Αν πάλι δεν πιστεύουμε στο προκαθορισμό (όπως η συντριπτική πλειονότητα των Χριστιανών) άραγε θα δεχόταν ο Θεός μία πίστη-μαϊμού που βασιζόταν μονάχα σε καιροσκοπικό υπολογισμό πιθανοτήτων;

Κι όμως είναι πάρα πολλοί εκείνοι που ζούνε όπως ο φίλος μου. «Σίγουρα δεν υπάρχουν επιστημονικές αποδείξεις για την ιριδοσκόπηση – αλλά τι χάνω να κάνω μία εξέταση;». «Βέβαια το Φενγκ Σούι δεν στηρίζεται σε επιστημονικά δεδομένα – αλλά τι πειράζει να τακτοποιήσω το δωμάτιό μου σύμφωνα με τις διδαχές του;». «Όχι πως πιστεύω στην αστρολογία, αλλά δεν ξέρεις ποτέ… Τι χάνω να διαβάζω το ωροσκόπιο – έτσι για πλάκα;…» 

Κι όμως χάνουμε όλοι. Διότι με αυτή την παράλογη «λογική» επιβιώνουν οι πιο περίεργες και παράξενες δοξασίες και συσκοτίζουν τα πραγματικά προβλήματα των ανθρώπων. Αντιφατικές και αντικρουόμενες θεωρίες συνυπάρχουν κι ας διαψεύδουν η μία την άλλη.

Αλλά εκτός από τις δοξασίες επιβιώνουν (και θησαυρίζουν) και οι εκπρόσωποί τους. Παντός είδους απατεώνες: αστρολόγοι, ιριδολόγοι, μέντιουμ, εμπειρικοί και ομοιοπαθητικοί θεραπευτές, χειρομάντεις και χαρτορίχτρες, καφετζούδες και ψευδοπροφήτες.

Όσο για την θρησκευτική πίστη, δεν χρειάζονται στοιχήματα και λογισμοί πιθανοτήτων. Αρκεί μία «πράξη της θέλησης» (actus voluntatis) όπως λέγανε στην μεσαιωνική θεολογία.

Διότι, αντίθετα με τις μαντείες, τις δεισιδαιμονίες και τις δοξασίες, η θρησκεία δεν παριστάνει την επιστήμη. Είναι ένα σύστημα πίστης και όχι γνώσης. Σαν τέτοιο είναι απόλυτα νόμιμο στο ατομικό επίπεδο. Αρκεί να μην προσπαθεί να επιβάλει την (εξ αποκαλύψεως) αλήθεια και στους μη πιστεύοντες...