«Μα καλά, δεν πιστεύεις σε τίποτα;» ρωτάει αναγνώστης.
Η λέξη «πιστεύω» δεν ανήκει στο λεξιλόγιο της επιστήμης. Στον χώρο αυτό έχουμε μόνο υποθέσεις, θεωρίες, μοντέλα. Σε αυτά ακουμπάμε για όσο αντέχουν στην αμφισβήτηση. Και τα εγκαταλείπουμε μόλις βρεθεί μία πληρέστερη θεωρία.
Η αμφισβήτηση είναι η κινητήρια δύναμη της επιστήμης. Χάρη σε αυτήν προχωράει. Αλλά και στη ζωή έχει ευεργετικά αποτελέσματα. Τα έχω απαριθμήσει πολλές φορές – θα τα επαναλάβω κι εδώ.
Σίγουρα είναι κουραστικό να ζεις σε διαρκή αναζήτηση και αμφισβήτηση. Πιστεύω όμως πως είναι η μόνη στάση που ταιριάζει στον πραγματικά σκεπτόμενο και ελεύθερο άνθρωπο. Η αμφιβολία, η απορία και η αντίρρηση είναι ο μόνος τρόπος για να φτάσουμε στην γνώση, στο ήθος και την πληρότητα.
Αυτό μπορεί να φανεί παραδοξολογία. Η γνώση δεν απαιτεί βεβαιότητα; Το ήθος δεν προϋποθέτει αναμφισβήτητες αξίες; Η πληρότητα, η ολοκλήρωση δεν είναι το αποτέλεσμα μίας απόλυτης πίστης; Πως είναι δυνατόν η αμφισβήτηση να οδηγεί στα αντίθετά της;
Αμφισβήτηση δεν είναι βέβαια η καταναγκαστική τάση για απόρριψη των πάντων. (Αυτή μπορεί να είναι μία αρρωστημένη της μορφή). Αμφισβήτηση είναι η έκφραση του ελεύθερου, του ζωντανού, του ανοικτού πνεύματος που δεν δέχεται τίποτα ως δεδομένο, απόλυτο, τελεσίδικο – αλλά κρίνει, εξετάζει, αναθεωρεί, ελέγχει διαρκώς και δεν επαναπαύεται σε δόγματα.
Είναι το κύριο γνώρισμα του επιστήμονα ερευνητή. Στην επιστήμη, δεν υπάρχουν δόγματα. (Κι όποτε υπήρξαν - καθυστέρησαν την γνώση για αιώνες!) Ο κάθε ερευνητής ξεκινάει από την αμφισβήτηση μίας θεωρίας (γιατί αν την αποδεχόταν, τι θα είχε να ερευνήσει;) και προσπαθεί να την υποκαταστήσει με μία πληρέστερη. Η ιστορία της επιστήμης είναι μία ιστορία διαψεύσεων - όχι επαληθεύσεων - διότι τίποτα δεν μπορεί να επαληθευθεί τελικά. Κάθε σειρά φαινομένων είναι άπειρη - και η στατιστική πιθανότητα, δεν είναι βεβαιότητα. Μία θεωρία παραμένει πάντα υπόθεση. Ισχύει μέχρις ότου διαψευσθεί.
Ας περάσουμε στον κοινωνικό, τον ηθικό χώρο. Πως ονομάζεται μία κοινωνία όπου δεν επιτρέπεται η αμφισβήτηση; Μία κοινωνία κλειστή, μονολιθική, όπου βασιλεύει το δόγμα και ο μονόλογος; (Μην ξεχνάμε ότι κι ο διάλογος είναι μία μορφή αμφισβήτησης!) Και η Δημοκρατία προϋποθέτει την αμφισβήτηση. Μόνο η Δικτατορία την φοβάται.
Όσο για την πίστη – αυτή δεν θίγεται από την αμφισβήτηση. Φτάνει να μην μεταβάλλεται σε δόγμα. (Δόγμα είναι η πίστη που θεωρεί ότι έχει γενική ισχύ, ότι είναι αναγκαστικά αληθής και υποχρεωτική για όλους). Όταν η πίστη περιορίζεται στον υποκειμενικό χώρο και αποδέχεται την ύπαρξη άλλων πεποιθήσεων - βρίσκεται πέρα από κάθε αμφισβήτηση.
Αντίθετα μάλιστα ο σκεπτικός (ας τον ονομάσω έτσι, σε αντίθεση με τον δογματικό) επειδή δεν πάσχει από ιδεολογικές η δογματικές αγκυλώσεις, βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην ομορφιά και το μυστήριο της ζωής. Δεν έχει ούτε μισαλλόδοξα συμπλέγματα, ούτε πουριτανικές αναστολές. Μπορεί να ζήσει την έκσταση της πίστης, την έξαρση του έρωτα, την απόλαυση της Τέχνης πιο έντονα και πιο άμεσα. Οι ιδέες και τα δόγματα δεν πλουτίζουν – φτωχαίνουν τη ζωή. Μπαίνουν ανάμεσα στους ανθρώπους και την πραγματικότητα.
Ο σκεπτικός είναι βέβαια ορθολογιστής – αλλά χρησιμοποιεί τον ορθό λόγο για να περιορίσει τον ορθό λόγο, δηλαδή για να καταδείξει τα όριά του. Έτσι ξανανοίγει τον δρόμο στα φαινόμενα, στην αμεσότητα της εμπειρίας. Ανοίγει όμως και τον δρόμο για τον συνάνθρωπο (οι μισαλλοδοξίες και τα δόγματα είναι που χωρίζουν τους ανθρώπους!) ελευθερώνει και την συνείδηση του καθενός για το επέκεινα.
«Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» έλεγε ένα παλιό ρητό. Κι όμως δεν είναι έτσι. Αρχή σοφίας δεν μπορεί να είναι ο φόβος. Αρχή σοφίας είναι ο, χωρίς φόβο και πάθος, έλεγχος των πάντων. Αρχή σοφίας είναι η κριτική στάση: το ερώτημα, η απορία, η αμφιβολία.
Βέβαια, μας έχει μείνει ένας εθισμός για το Απόλυτο. Φοβόμαστε το σχετικό – μας φαίνεται αφερέγγυο και ασταθές. Σαν το παιδί που κρατιέται από την φούστα της μάνας του, η ανθρωπότητα διστάζει να ενηλικιωθεί. Όμως το Απόλυτο είναι σκληρό ναρκωτικό. Έχει δολοφονήσει εκατομμύρια ανθρώπους μέχρι σήμερα. Το σχετικό δεν σκότωσε ποτέ κανένα.
Είχα κάποτε γράψει - και πολλούς ενόχλησα – πως κάθε τι το απόλυτο θα έπρεπε να απαγορεύεται στον κοινωνικό χώρο – όπως τα ναρκωτικά. Ή τουλάχιστον να φέρει προειδοποίηση ότι «βλάπτει σοβαρά την υγεία» όπως τα τσιγάρα...
Αν νοσταλγούμε το απόλυτο, ας το αναζητήσουμε εκεί που πραγματικά υπάρχει: στα υποκειμενικά δεδομένα της εμπειρίας μας. Η γλύκα του μελιού είναι απόλυτη γι αυτόν που την νιώθει – όπως και η γλύκα του έρωτα.
Ούτε μας χρειάζονται απόλυτες ηθικές αξίες. Ο ορθός λόγος μπορεί να οδηγήσει σε κώδικες συμπεριφοράς που να βασίζονται στο σεβασμό της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας του άλλου. Και οι οποίοι θα διαφοροποιούνται όταν αλλάζουν οι κοινωνικές συνθήκες. (Κάτι που ήταν αμαρτία – σαν τον ελεύθερο έρωτα – σήμερα είναι δικαίωμα, κάτι που ήταν κάποτε φυσικό – σαν την δουλεία – σήμερα είναι έγκλημα).
Η αμφιβολία είναι πράγμα σωτήριο. Όπως έγραψε ο ποιητής Ε. Fried: «Μην αμφιβάλλεις / γι αυτόν που σου λέει / πως φοβάται – να φοβάσαι όμως / αυτόν που σου λέει / πως δεν αμφιβάλλει».