...τον νυχτερινό επισκέπτη. Δεν νιώθω πια πανικό. Συνήθισα. Τρομάζω και επανέρχομαι.

Κάποτε δεν θα επανέλθω. (Αλλά δεν θα το ξέρω). Και τι μπορώ να κάνω;

Μοιρολατρία.

Ο αγαπημένος μου παιδικός μύθος. Η φυγή προς την Σαμαρκάνδη.

(Ισπαχάν. 'Ενας σοφός, που ήξερε την γλώσσα των πουλιών, ακούει το πρωί να κελαηδάνε: "Ήρθε ο Χάροντας να πάρει τον αφέντη." Φωνάζει τους υπηρέτες: "Σελώστε το πιο γρήγορο άλογο. Φεύγω για Σαμαρκάνδη!" Αργότερα περνάει ο Χάροντας, ρούχα ζητιάνου. Ρωτάει: "Που είναι ο αφέντης;" "Στο δρόμο για τη Σαμαρκάνδη." "Καλά τότε," μονολογεί ο Χάροντας, "γιατί νόμισα πως τον είδα εδώ - και το βιβλίο μου γράφει ότι σήμερα βράδυ, πρέπει να τον πάρω από τη Σαμαρκάνδη.")

*

Που πέφτει η δική μου Σαμαρκάνδη;

Κι ως τότε, τι κάνω, με τον χρόνο που μου απομένει; (Πόσος;)

Μηδενικό σημείο. Μήνες τώρα, νιώθω κουρασμένος και αμήχανος. Τίποτα από τα παλιά δεν μου κάνει κέφι να το συνεχίσω - και τίποτα καινούργιο δεν με ελκύει.

Τα συνηθισμένα κίνητρα των ανθρώπων δεν με αφορούν - δεν γυρεύω ούτε χρήματα, ούτε δόξα. Δοκίμασα και δεν με γέμισαν. Γράφω βέβαια ακόμα, σχεδόν αυτόματα, όπως αναπνέω - αλλά κι αυτή η δουλειά με γεμίζει μόνον για όσο καιρό την κάνω. Όσο γράφω υπάρχω, ξεχνάω, είμαι καλά. Μετά;

Οι ενθουσιασμοί για την έμπνευση, την ποιητική απογείωση, την δημιουργική έξαρση έχουν ξεφτίσει οριστικά. Είχα μερικές καλές συγγραφικές στιγμές στη ζωή μου - ε, και;

Να γράψω άλλο ένα βιβλίο; Μα έχω γράψει ήδη περισσότερα από όσα σχεδίαζα. Τριάντα. Ασχολήθηκε κανείς σοβαρά με αυτά; Τι έχω συλλέξει από τη δουλειά μου; Πεντακόσια σχόλια με (άκριτες) ύβρεις (ήταν κάποτε μόδα να βρίζουν τον διανοούμενο-διαφημιστή) πενήντα με (άκριτους) επαίνους - και, ίσως, πέντε με πραγματικές κρίσεις (θετικές ή αρνητικές). Φτωχή συγκομιδή για τριανταπέντε χρόνια δουλειάς.

Γιατί να προσθέσω κι άλλο; Για να εντυπωσιάζω τους "θαυμαστές" όταν έρχονται και λένε: "έχω διαβάσει ΟΛΑ σας τα βιβλία" και εννοούν τρία - ή και ένα, την "Δυστυχία";

*

Αναρωτιόμουν γιατί δεν έχω φιλοδοξίες, ώσπου βρήκα στον Gide (2.1.22) ένα απόσπασμα του La Bruyere: "Ο σοφός θεραπεύεται από την φιλοδοξία με την φιλοδοξία. Τείνει προς τόσο μεγάλα πράγματα, που δεν μπορεί να περιοριστεί σε αυτά που ονομάζουνε θησαυρούς, αξιώματα, περιουσία ή εύνοια. Σε τόσο ευτελή πλεονεκτήματα, δεν βρίσκει τίποτα αρκετά καλό και αρκετά στέρεο, που να γεμίσει την καρδιά του και να αξίζει τους κόπους και τις επιθυμίες του. Φτάνει στο σημείο να χρειάζεται προσπάθειες για να μην τα περιφρονήσει. Το μόνο αγαθό που είναι ικανό να τον βάλει σε πειρασμό είναι η δόξα που θα πήγαζε από την τελείως καθαρή και απλή αρετή. Αλλά τέτοια οι άνθρωποι δεν απονέμουν - και παραιτείται."

Ίσως λοιπόν να μην έχω φιλοδοξίες, από περίσσευμα φιλοδοξίας.

*

Μισή ώρα μαστόρεμα στο αυτοκίνητό μου.

Η ευφορία της συγκεκριμένης εργασίας. Μόνον ο χειρώναξ είναι ευτυχής. Βλέπει (ή δεν βλέπει) αποτέλεσμα. Ξέρει τι έκανε.

(Εγώ γράφω, ξαναγράφω και ποτέ δεν θα μάθω - οριστικά - τι έκανα.)

Με συναρπάζει η τεχνολογία. Ηδονίζομαι να διαλύω μηχανισμούς και να αναλύω την λειτουργία τους. Είναι σαν να διαβάζεις βιβλίο - παρακολουθείς την σκέψη και την μέθοδο του κατασκευαστή, βήμα-βήμα. Το να ρυθμίσω σωστά ένα μηχανικό σύστημα μου δίνει ευτυχία ανάλογη της δημιουργίας. Χάρη σε μένα κάτι στον κόσμο λειτουργεί εύρυθμα, αρμονικά.

Αντίθετα - νιώθω ένα άρρυθμο ρελαντί σαν εκτακτοσυστολές στην καρδιά μου.

*

Αλίμονο. Το αυτοκίνητό μου δεν λειτουργεί εύρυθμα.

Κόπωση. Φθορά. Η τελειοθηρία μου δεν ανέχεται το παραμικρό ψεγάδι. Νιώθω ελαφρά ανάπηρος. Η απουσία μηχανικής αξιοπιστίας με ενοχλεί. Όπως το σώμα μου. Που δεν μπορεί πια να με πάει παντού.

Περιμένω, από καιρό, τον αντικαταστάτη του. Έχω ανάγκη, για να αντιμετωπίζω το σούρουπο, από την παρουσία ενός πάντα έτοιμου, γρήγορου αυτοκίνητου (παραγεμισμένου με μουσική). Που να μπορεί, κάθε στιγμή να με ταξιδέψει οπουδήποτε.

Κι ας μην με πάει ποτέ πουθενά. Η ετοιμότητα μετράει για το όνειρο.

*

Θα γράψω και άλλα βιβλία. (Και τώρα αυτό κάνω). Δεν είναι λύση, είναι παυσίλυπον.

Σήμερα πήρα μια κάρτα. Ο Χ. από τη Θεσσαλονίκη, με την μικροσκοπική γραφή. Εντυπώσεις από ένα βιβλίο μου. Επισημαίνει μερικά θετικά και καταλήγει: "Πάντως σας χρειάζεται σουρωτήρι."

Έμμονη ιδέα. Το απαιτεί από όλους. Θεωρεί ότι δεν το ακολουθεί κανείς. (Ακόμα και ο τόσο φειδωλός και προσεκτικός Ελύτης). Εκείνος το εφαρμόζει σκληρά στον εαυτό του. Και ελπίζει στην αιωνιότητα.

Εγώ όχι. Ξέρω μόνο την παρούσα στιγμή. ('Η, την ανάκληση μιας στιγμής, που την κάνει παρούσα.) Νιώθω σαν ρεπόρτερ εσωτερικών γεγονότων, που πρέπει να καταγράφονται, όσο γίνεται πιο πιστά. Σουρωτήρι ας γίνει ο χρόνος, που έτσι κι αλλιώς κοροϊδεύει τις επιλογές μας.

Ο Rimbaud που δεν ξεδιάλεγε, συνεχίζει - ο Sully Prudhomme που πέταγε, όχι. Αν ο Βολταίρος έβαζε σουρωτήρι, θα χάναμε ακριβώς αυτά τα κείμενα που θαυμάζουμε σήμερα - τα δημοσιογραφικά και τα παραμύθια. (Εκείνος θα κρατούσε τα επικά ποιήματα, τις τραγωδίες και τα ιστορικά συγγράμματα.)

Αν ο Max Brod ακολουθούσε τις εντολές του Kafka, δεν θα είχαμε ούτε "Πύργο", ούτε "Δίκη".

Επαναλαμβάνω. Γράφω για να ζω. Αν, τώρα, ζήσουν και τα γραφτά μου, καλά θα' ναι. Αν όχι - δεν θα το μάθω και δεν θα με καιει.

*

Γράμμα από τον G. "Αφού μπορείς, γιατί δεν γράφεις σε άλλη γλώσσα;"

Διότι δεν ζω σε άλλο τόπο. Για μένα το γράψιμο είναι μια συνομιλία με τους γύρω μου ανθρώπους. Κι αυτοί δεν είναι Γάλλοι, ούτε Γερμανοί. Όχι μόνο δεν γράφω σε άλλη γλώσσα - αλλά και τις (λίγες) απόπειρες μεταφράσεων τις σταμάτησα. Γιατί όταν διαβάζω το κείμενό μου στην άλλη γλώσσα, θέλω αμέσως να το ξαναγράψω, αλλιώς. Ο κάθε γλωσσικός χώρος έχει δική του λογική.

(Για τις μεταφράσεις: ευτυχής ο συγγραφέας που δεν ξέρει καλά ξένη γλώσσα!) Κι έτσι χάνω και την στερνή ελπίδα του Έλληνα λογοτέχνη: να αναγνωρισθεί επανεισαγόμενος από το εξωτερικό.

*

Έβλεπα σε όνειρο πως εστίαζα ένα θέμα από μεγάλο τηλεφακό. Δεξιά, αριστερά, ΝΕΤ. Μετά ξέχασα το όνειρο - μου το θύμισαν οι άνεργοι τηλεφακοί στα ράφια.

Αλυσίδες από συνειρμούς. Δεινά της αργίας.

Είναι καιρός που δεν φωτογραφίζω πια για μένα. Μόνο για δουλειά.

Υπάρχουν εποχές που αισθάνομαι πως πρέπει να κρατήσω τον κόσμο γύρω μου. Κι άλλες - όπως τώρα - που νιώθω ότι τίποτα δεν είναι τόσο σημαντικό που να αξίζει να φωτογραφηθεί.

(Οι τελευταίες μου φωτογραφίες: Πριν τέσσερις μήνες, το Γατοτάκι, μικρό.)

Ίσως ξανάρθει η αγάπη στα σχήματα και στα χρώματα.

*

Στο υπόγειο παίζω το παιχνίδι των συνειρμών και των βιβλίων. Κατεβάζω έναν τόμο, διαβάζω λίγο - μια γεύση - μετά άλλον. Από μία υποσημείωση βρίσκω άλλον συγγραφέα - από μία παραπομπή ανοίγω νέο κείμενο.

Καμιά φορά μαντεύω με τα βιβλία. Κλείνω τα μάτια, πιάνω στην τύχη έναν τόμο, διαλέγω μια σελίδα, βάζω το δάχτυλο σε κάποια θέση - και μετά ανοίγω τα μάτια και διαβάζω την λέξη που δείχνω. Προμαντεύω ανάλογα.

Όμως ποτέ δεν πιστεύω σε μένα.

*

Άλλα παιχνίδια με βιβλία. Κατάλογοι. Απαντήστε στο ερωτηματολόγιο του Proust. Συμπληρώστε τις λίστες της Sei Shonagon. Καλύτερα - παίξτε τον Μάρκο Αυρήλιο. Δηλώστε σε ποιους οφείλετε τι στη ζωή σας.

Ο Μάρκος Αυρήλιος το έκανε στην αρχή του βιβλίου του "Εις εαυτόν".

Νομίζω πως κάθε άνθρωπος πρέπει να το κάνει.

Ο Μάρκος Αυρήλιος σημειώνει δεκαέξι μεγάλα χρέη σε ανθρώπους και πολλά μεγάλα και μικρά στους θεούς. Φαίνονται λίγα. Για να φτιαχτεί ένας άνθρωπος (αυτοκράτορας και φιλόσοφος) δίνουν πολλοί. Χρωστάμε περισσότερα αλλά ποιος μπορεί να τα καταγράψει όλα;

"Παρά της μητρός το θεοσεβές και μεταδοτικόν..." Εγώ, από την μητέρα πήρα την ευαισθησία. Από τον πατέρα την λογική.

Από την Giselle Vivier, Διοτίμα των δεκατριών χρόνων μου, την αγάπη στην ομορφιά και την τέχνη. Από τον Μίνω Δούνια:

να ακούω σωστά μουσική.

Από τον Joseph Stuermann, καθηγητή μου στο Πανεπιστήμιο, πήρα την απέχθεια για τον δογματισμό. Στον Τάκη Μιχαηλίδη χρωστώ ότι με βοήθησε να βρω δουλειά σε εποχή μεγάλης στέρησης.

Η Μαριάννα με έμαθε να μην φοβάμαι τον φόβο και την αγάπη.

Ο Μούψης με δίδαξε την αξιοπρέπεια, το Νίνι την τρυφερότητα και το Γατσί την αθωότητα.

*

Δεν πρέπει - δεν αντέχω να αναφέρω το όνομά του.

Ο αγαθός, ο αθώος, με τα έκπληκτα χρυσά μάτια. Πιο έκπληκτα την ώρα που πέθαινε.

Φώναζε. Με την ίδια φωνή που παραπονιόταν για χάδια, φώναζε στον θάνατο. Το Μαύρο τον είχε σφίξει από παντού και η ανάσα του σφύριζε.

Οι αθώοι πεθαίνουν διπλά. Ο καλός, ο τρυφερός, ο γάτος της ψυχής μου! Δώδεκα χρόνια σύντροφος.

*

Έφυγε πέρυσι, παραμονές Πρωτοχρονιάς. Σκοτεινές μέρες. Ανήμερα του Αη-Γιαννιού μου έτυχε (πόσο τυχαία;) δέκα πόντοι γατάκι. Το Γατοτάκι. Δεν το ήθελα. (Δεν ήθελα τίποτα). Δέχθηκα μια πρωτοφανή επίθεση αγάπης. Και ανοίχτηκα. Πάλι.

*

Το παιχνίδι της Sei Shonagon: Ποιητικές λίστες. Στο ημερολόγιό της ("Το βιβλίου του Μαξιλαριού") της άρεσε να κάνει καταλόγους από ποιητικά "πράγματα":

Πράγματα που κάνουν την καρδιά να χτυπάει πιο γρήγορα.

Πράγματα που ξυπνάνε μια ευχάριστη ανάμνηση.

Σπάνια πράγματα.

Πράγματα που μοιάζουν πιο όμορφα την νύχτα.

Πολύ βρώμικα πράγματα.

Πράγματα που ανακαλούν το παρελθόν χωρίς να χρησιμεύουν σε τίποτα

Πράγματα που είναι μακρινά - ενώ βρίσκονται κοντά.

Η εξαίσια ποιήτρια Sei Shonagon. Σε ευαισθησία και παρατηρητικότητα θυμίζει τον Proust - αλλά με όλη την λεπτότητα της Ανατολής επιπλέον. Έζησε χίλια χρόνια πριν - στην αυλή της αυτοκράτειρας Sadako, στο Heian Kyo (σημερινό Kyoto, τότε πρωτεύουσα της Ιαπωνίας.) Ανοίξετε λίστες ποιητικές. Απομονώστε στιγμές και ομορφύνετε την πραγματικότητα.

*

(Τι δύσκολη η προστακτική στα νέα ελληνικά! Στα περισσότερα ρήματα, άβολη και κακόηχη. Ιδίως στα σύνθετα: "Ανάβαλε!")

*

"Σχεδόν κάθε αξιοσημείωτος συγγραφέας ανάμεσα 950 και 1050, ήταν γυναίκα" γράφει ο Robin Duke για την Ιαπωνία της Sei Shonagon. Οι γυναίκες διάβαζαν περισσότερο, εξασκούσαν όλες τις τέχνες, ενώ οι άντρες σχεδόν μόνο τις πολεμικές.

Αλλά μήπως δεν ισχύει το ίδιο για την σημερινή Ελλάδα; Οι άντρες ασκούν την πολεμική τέχνη του επαγγελματικού, καταναλωτικού ή Δονζουανικού ανταγωνισμού - ενώ οι γυναίκες διαβάζουν, σκέπτονται, προβληματίζονται και γράφουν - εξαίσια.

Οι αναγνώστες βιβλίων (το λένε και οι έρευνες και τα βιβλιοπωλεία) είναι ή νέα παιδιά (κάτω των εικοσιπέντε) ή γυναίκες. Οι άντρες, ύστερα από μια ορισμένη ηλικία, αλλοτριώνονται εντελώς. Δεν ανοίγουν βιβλίο εκτός κι αν είναι επαγγελματίες κουλτουριάρηδες. (Ασήμαντη μειοψηφία.) Κι αυτοί πάλι διαβάζουν μόνο για να (κατα)κρίνουν.

Έτσι έχουμε μια μεγάλη άνθιση της γυναικείας ευαισθησίας και μια υπέροχη κορύφωση της γυναικείας λογοτεχνίας. Από τις γυναίκες περιμένουμε πια την σωτηρία της ψυχής μας.

Όταν απελπίζομαι διαβάζω Κική Δημουλά: Όσο δεν ζεις να μ' αγαπάς. Ναι ναι μου φτάνει το αδύνατον. Κι άλλοτε αγαπήθηκα απ' αυτό. Όσο δεν ζεις να μ' αγαπάς. Διότι νέα σου δεν έχω. Και αλίμονο αν δεν δώσει σημεία ζωής το παράλογο.