με λυγμούς. Της φαρμάκωσαν το σκυλί της. Ποντικοφάρμακο, ο χειρότερος
θάνατος. Δεν το έκανε κακός γείτονας - δηλητηρίασαν, μαζί, όλα τα ζώα της
γειτονιάς.
Πιο πολύ κι από οργή, νιώθω απορία. Η καθαρή κακία είναι κάτι που δεν μπορώ
να συλλάβω. Καταλαβαίνω την αθέλητη - και την εκδικητική. Αλλά όχι την κακία που
δεν έχει αφορμές, που πηγάζει από τον εαυτό της. Που στοχεύει μόνο σε πρόκληση
οδύνης. Τι μοχθηρία είναι αυτή που βασανίζει το ανεύθυνο, και τιμωρεί το
αθώο;
Εκείνοι που παραμορφώνουν ή καταστρέφουν έργα τέχνης, που σκίζουν τα βιβλία
στις βιβλιοθήκες, που γρατζουνάνε παρκαρισμένα αυτοκίνητα και, κυρίως, αυτοί που
βασανίζουν ζώα, είναι οι απόλυτοι της κακίας. Η βία που ασκείται στον άνθρωπο
έχει πάντα αιτίες (έστω αφορμές!) Η βία στα αθώα (ζώα, φυτά, αντικείμενα) είναι
καθαρή, αναίτια - κι ίσως γι αυτό τελείως ακατανόητη.
*
Ακατανόητα πράγματα. Όπως η κακία: η γοητεία.
Όταν η Χ. μιλάει, εγώ χαζεύω. Μπορεί ν' αφηγείται το πιο ασήμαντο, εγώ
χάνομαι σαν παιδί σε παραμύθι. Συμπονώ, συμπάσχω, συγκινούμαι και χάνομαι.
Δεν έχω άλλη ερμηνεία - με μαγεύει. Αφήνω τον εαυτό μου και περπατάω στη φωνή
και τα μάτια της. Είναι ίσως η μόνη φορά που με ξεχνάω.
Την είχα ερωτευθεί κάποτε. Ευτυχώς, που δεν με ήθελε. Θα είχα χάσει κάθε
ίχνος αυτονομίας. Κάθε φορά που την συναντώ, μπλέκομαι πάλι στα κλαδιά της.
*
Ποτίζω ένα γιασεμί που δεν το βλέπω. Οι ρίζες του είναι σε μένα, τα φύλλα και
τα λουλούδια στο επάνω πάτωμα. Θέμα για συμβολικό ποίημα. Για ποιητή του
περασμένου αιώνα. Σήμερα kitsch.
*
Ο κάθε άνθρωπος έχει στο βάθος ένα υπόγειο, ιερό, δροσερό. Μόνο που ελάχιστοι
κατεβαίνουν.
*
Ο αέρας της Αθήνας μου φέρνει ναυτία. Όχι μεταφορικά. Κυριολεκτικά. Αυτή η
μυρωδιά από καυσαέριο, άκαυτη βενζίνα, σάπιο σκουπίδι, σκόνη και ζέστη. Παλιά
κατέβαινε ένα αεράκι από τη Πάρνηθα - κι έφερνε καθαρή την μυρωδιά του
έλατου.
Δεν τολμώ πια να ανοίξω το παράθυρο.
*
Όλοι έχουν φύγει. Όλοι έχουν ένα κτηματάκι για άλλοθι, ένα εξοχικό για
παρηγοριά, ένα πατρικό για σωτηρία.
Κι εγώ, που μόνο εδώ έχω ρίζες - που πάω;
Και πως φεύγω; Δεν είμαι πουλί, είμαι δέντρο.
Αν ήταν καράβι το υπόγειο, θα το ταξίδευα σ' όλο τον κόσμο.
*
Γράφω - γράφω - γράφω.
Ολόκληρο τον περασμένο μήνα δεν έκανα τίποτα. (Για πρώτη φορά σε τριάντα
χρόνια.) Ήταν η πιο κοπιαστική περίοδος της ζωής μου.
"Η πρώτη προϋπόθεση για την ευτυχία, είναι να βρίσκει ο άνθρωπος χαρά στη
δουλειά του. Δεν υπάρχει χαρά στην ανάπαυση, στην αργία, παρά μόνο αν προηγήθηκε
χαρούμενη εργασία." (Gide, 4.8.35.)
Συμφωνώ για την χαρά της δουλειάς. Αλλά στην συγγραφή δεν υπάρχει "μετά" -
δεν υπάρχει ξεκούραση. Κι όταν δεν γράφω, σκέπτομαι, ψάχνω, αναρωτιέμαι.
Όσο για τις υποχρεωτικές και αυθαίρετες διακοπές ("τώρα θα ξεκουραστείς!")
μου ήταν πάντα ακατανόητες.
*
Νέος ήμουνα σκόρπιος - όσο περνάνε τα χρόνια γίνομαι πειθαρχικός σαν Πρώσος.
Λιγόστεψε ο χρόνος και δεν μπορώ να τον σπαταλάω. Έπειτα κατάλαβα πως το
"φλου αρτιστίκ" δεν οδηγεί πουθενά. Ούτε καν "αρτιστίκ" είναι. Και στην τέχνη η
ακρίβεια είναι η πρώτη αρετή.
Φαινομενικά - για τους άλλους - ζω ασκητικά. Για μένα, ζω πιο έντονα.
*
Ποιος είναι ασκητής; Δεν είναι αυτός που παραιτείται από όλα - αλλά εκείνος
που αφήνει ένα κομμάτι από τη ζωή για να εντείνει ένα άλλο. Εγκαταλείπει λ. χ.
τις σωματικές ηδονές για να καλλιεργήσει τη σχέση του με το Θεό. Αδιαφορεί για
τα χρήματα ώστε να αφοσιωθεί στην τέχνη.
Ασκητής είναι όποιος ενισχύει την ζωή. Όποιος απαιτεί και επιλέγει.
*
Πίσω από τη μελωδία το μέτρο. Πίσω από το χρώμα η γεωμετρία. Πίσω από την
ηδονή η πειθαρχία.
Μια ζωή άτακτη, άμετρη, δεν είναι σε θέση να απολαύσει. Απλώς καταναλώνει.
Σωρεύει βιώματα όπως η νοικοκυρά προϊόντα στο καλάθι του σουπερμάρκετ.
Η άσκηση είναι ένταση. Μπορεί να εντείνει και την ηδονή. (Την ηδονή - όχι την
ευτυχία).
*
Αυτές τις μέρες προσπαθώ να καταγράφω ό,τι σκέπτομαι και ό,τι νιώθω. Και παρ'
όλο που γράφω συνέχεια, όλη μέρα, παρ' όλο που χρησιμοποιώ και σύμβολα και
συνθηματικά για περισσότερη ταχύτητα, καταλαβαίνω πως δεν προφταίνω ούτε το ένα
δέκατο από όσα περνάνε μες το νου μου. Και τις μέρες που δεν γράφω;
Και αυτές που ζω, έντονα, χωρίς να προλαβαίνω τις εμπειρίες μου;
Όλα αυτά που έζησα, που διάβασα, που σκέφθηκα - τι θα γίνουν όταν θα φύγω;
Θέλω δέκα ζωές για να αποτυπώσω την μία.
Και αυτά που δεν επαρκώ να αποδώσω; (Τα πιο σημαντικά!)
Τι γίνονται οι εμπειρίες των ανθρώπων, όταν πεθαίνουν; Πάνε χαμένες; Κι αυτοί
που μόχθησαν μια ζωή να μάθουν, να ασκηθούν; Δισεκατομμύρια άνθρωποι πέρασαν από
τη γη - ερωτεύτηκαν, χάρηκαν, πόνεσαν, αναρωτήθηκαν - όλα χώμα; Τι σπάταλη που
είναι η φύση! Τι μάταιος ο αγώνας των ποιητών, των μουσικών, των ζωγράφων, να
κρατήσουν τη στιγμή!
Κι όμως, αυτό, το ελάχιστο που κρατάνε είναι η μνήμη όλων μας. Χάρη σ' αυτό
είμαστε άνθρωποι και όχι αμοιβάδες.
*
Η εφημερίδα που γλιστράει κάτω από την πόρτα με ξαναφέρνει στην επικαιρότητα.
(Την κατασκευασμένη πραγματικότητα.)
Μέσα στον καύσωνα, στους 46 βαθμούς, ο καυγάς για την εξουσία συνεχίζεται. Ο
άνθρωπος είναι αθεράπευτα αρχομανής. Σεισμοί, λιμοί, καταποντισμοί, κι αυτός
γαντζώνεται στα σιρίτια και τα παράσημα!
*
Ο Κ. αγοράζει τα πάντα.
Καλά κάνει, αφού τα πάντα είναι για πούλημα.
*
Έστω - είναι καλός συγγραφέας. Άλλο όμως συγγραφέας κι άλλο πνευματικός
άνθρωπος. Το ένα είναι θέμα αισθητικό - το άλλο ηθικό.
Τόσα χρόνια στα μαγειρεία της εξουσίας, τώρα θυμήθηκε την αξιοπρέπεια της
παραίτησης;
Πιστεύω πως αυτοί που κυνηγάνε διορισμούς, βραβεία και αξιώματα δεν μπορεί να
είναι - ούτε να λέγονται - πνευματικοί άνθρωποι.
Πνευματικός άνθρωπος είναι ο ελεύθερος. Από την στιγμή που συμβιβάζεται,
πρέπει να διαγράφεται από τους καταλόγους.
*
Κερδίζει κανείς μεγαλύτερη δημοσιότητα προλογίζοντας ξένα βιβλία - παρά
γράφοντας ένα δικό του.
Αποκόμματα εφημερίδων. Το τελευταίο μου βιβλίο (κρίμα στην συνέντευξη Τύπου
και στα μεζεδάκια του εκδότη!) δεν συγκέντρωσε ούτε τρία μονόστηλα. Αλλά
αναφέρομαι σε δεκάδες δημοσιεύματα για δύο βιβλία άλλων, που προλόγισα ή
παρουσίασα.
Ευτυχώς που δεν είμαι πια στη διαφήμιση. Γιατί με τέτοια αποτυχία στα δικά
μου - ποιος θα μου εμπιστευόταν προϊόν για προβολή!
*
Πάντως νιώθω πιο άνετα όταν τα βιβλία μου δεν είναι στη λίστα των best
sellers. Σίγουρα, θέλω να πουλάνε, αλλά όχι πάρα πολύ. Το πάρα πολύ, σημαίνει,
συνήθως, παρεξήγηση. (Το έχω ζήσει). Τα κείμενά μου δεν γράφονται για να
διασκεδάσουν, ούτε για να παραμυθιάσουν τον αναγνώστη. Όταν λοιπόν συμβαίνει να
πουλάνε πάρα πολύ - είναι (συνήθως) επειδή διαβάζονται λανθασμένα.
"...του Θεού η χάρη μας φυλάει απ' τα σουξέ!" που τραγουδάει και ο
Σαββόπουλος. Η πίκρα του "Ντιρλαντά". 'Η των "Παιδιών του Πειραιά" για τον
Χατζηδάκη.
*
Χατζιδάκης. Πέρα από την ιδιοφυία του με σαγηνεύει η ευφυία του. Τόση που -
σπάνιο - η εξυπνάδα δεν ανταγωνίζεται το ταλέντο του. Και - ακόμα πιο σπάνιο -
με τα χρόνια ξεδιπλώνει ένα απαράμιλλο ήθος, που θα το ονόμαζα: ήθος της
απόλυτης νοητικής επάρκειας.
Στην Σωκρατική ηθική το κακό ταυτίζεται με την άγνοια. Εδώ με την βλακεία.
Όταν διαβάζω συνεντεύξεις ή κείμενα του, σκέπτομαι: Το καλό, το νοήμον και το
ωραίο, έχουν την ίδια ρίζα.
*
Ναι υπάρχουν σημαντικοί Έλληνες. Τρομερά μόνοι γιατί:
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα. Κόβουν τα κεφάλια
όσων εξέχουν. Οι λίγοι συνειδητοί έχουν την αίσθηση της αγεφύρωτης απόστασης: οι
στέγες μου έρχονται ως τους ώμους κι όσο μακριά και να κοιτάξω βλέπω γονατιστούς
ανθρώπους "Ο γυρισμός του ξενιτεμένου" είναι ένα ποίημα που μπορείς να το ζεις
κάθε μέρα, γυρίζοντας στη δουλειά ή στο σπίτι. Ο Σεφέρης ήξερε από πληγές. *
Περιμένοντας να δροσίσει για να κοιμηθώ. Δεν έχω δύναμη πια να γράψω - ούτε
καν να διαβάσω. Ακούω ραδιόφωνο.
Με ακουστικά. Όπως πριν σαράντα χρόνια. Το πρώτο μου φορητό ραδιόφωνο με
γαληνίτη.
Τότε υπήρχε μόνον ένας σταθμός - και αυτός ήταν όλη η μουσική. Πυκνός,
πλούσιος ήχος. Τώρα, έγιναν τόσοι πολλοί, που είναι σαν να διαλύθηκε η μουσική,
να αραίωσε και να έγινε ξέπλυμα. Αλλάζω σταθμούς να βρω κάτι που έχει σώμα,
ουσία. Όλο ντάπα-ντούπα ή ντίνγκι-ντίνγκι.
Τότε, οι άνθρωποι που διάλεγαν μουσική έκαναν την επιλογή με βάση τα δικά
τους κριτήρια. Τώρα την διαλέγουν για να αρέσει στους άλλους. Είμαστε στην εποχή
της ακροαματικότητας.
Ευτυχώς συναντώ κάπου Σαββόπουλο. Και τραγουδάει αυτό που έγραφα πριν μισή
ώρα:
Οι μειοψηφίες, τάγματα ξυπόλητα, σκαρφαλώνουν μέσα σε σκοτάδια απόλυτα
*
Αυτόν τον καύσωνα στην σημερινή Αθήνα ποιος θα τον γράψει;
Τα ελληνικά καλοκαίρια ήταν τα βουνίσια του Σικελιανού και τα νησιώτικα του
Ελύτη. Ήταν τα αστικά του Κοσμά Πολίτη και του Θεοτοκά. Είχαν ένα πρόσωπο, ένα
ύφος.
Αυτή την ασφυξία σε μια πόλη που πνίγεται, μόνον ένας Rimbaud, στην πιο
εφιαλτική του στιγμή. "Μια Εποχή στην Κόλαση."
Πόσο μακριά είναι ο καιρός που ο Σικελιανός έγραφε:
η ώρα της καθάριας στάλας του μεσημεριού Τίποτα καθαρό πια. Όλα ρύποι.
*
Η κυρίαρχη αίσθηση που έχω σ' αυτή τη χώρα, σ' αυτή την πόλη. Τίποτα δεν
είναι πια καθαρό: αγνό, άδολο, λαγαρό, γνήσιο, διαυγές.
*
Το να είσαι σήμερα τίμιος στην Ελλάδα είναι μια επιλογή ιδιόρρυθμη,
ελιτίστικη. Όπως, π. χ. να ακούς κλασική μουσική. (Και είναι κάτι που η
πλειοψηφία δεν σου συγχωρεί - όπως την κλασική μουσική).
*
Καμιά φορά, η μοναξιά μου φέρνει θλίψη. Αλλά αυτή δεν είναι τίποτα μπροστά
στην κατάθλιψη που παθαίνω μέσα στον κόσμο.
Τόσο πια αποφεύγω τους ανθρώπους που σε λίγο θα ξεμάθω να μιλώ.
*
Είμαι μόνος όχι επειδή δεν αγαπώ τους άλλους - αντίθετα. Δεν μπορώ να μην
τους νοιάζομαι.
Μου είναι αδύνατο να κάνω επιπόλαιες σχέσεις. Στη χώρα αυτή ονομάζουμε
"φίλους" όχι αυτούς που μας γνωρίζουν, μας πονούν, και μας αγαπούν - αλλά
εκείνους με τους οποίους κάνουμε παρέα.
Αλλά ο σκοπός της παρέας (να περνάμε ευχάριστα μαζί) δεν έχει σχέση με τη
φιλία. Η ζωή δεν είναι ταβερνάκι.
Η παρέα σκορπάει στα δυσάρεστα.
*
Υπάρχουν στιγμές που νομίζω πως το μόνο πραγματικό σ' αυτόν τον κόσμο είναι
αυτό το καταφύγιο των βιβλίων.
Υπάρχουν στιγμές που βλέπω από μακριά (με ακτίνες Χ) αυτό το υπόγειο στην
καρδιά της πόλης σαν πυρήνα μέσα σε μεγάλο (σάπιο) φρούτο.
Γύρω και επάνω του τσιμέντο, και ρύπανση και νέφος και θόρυβος και καύσων.
Και μέσα, ποιήματα, σκέψεις, εικόνες, μουσικές. Που προσπαθούν να επιβιώσουν
*
Έξω. Κάτω από κάθε ζωή και θόρυβο. Βαθιά. Σαν κρυφό σπήλαιο μέσα στην πόλη.
Υπόγεια μοναξιά. Θυμήθηκα την "Στέρνα" του Σεφέρη:
Εδώ, στο χώμα ρίζωσε μια στέρνα.
Σκεπή της βήματα ηχερά. Τ' αστέρια δε σμίγουν την καρδιά της. Κάθε μέρα
πληθαίνει ανοιγοκλεί, δεν την αγγίζει.
Ένα ποίημα ερημιάς και απελπισίας. Το τέλος:
Μα η νύχτα δεν πιστεύει στην αυγή Κι η αγάπη ζει τον θάνατο να υφαίνει έτσι,
σαν την ελεύθερη ψυχή, μια στέρνα που διδάσκει την σιγή μέσα στην πολιτεία την
φλογισμένη.
Οι δύο τελευταίοι στίχοι θα μπορούσαν να είναι επιγραφή στην είσοδο του
υπόγειου. Οι πρώτοι, στην ψυχική μου διάθεση. Σίγουρα, ο καύσωνας με βρήκε σε
εποχή Σεφέρη.