Ακόμα και στην θερμοκρασία, για να μην πανικοβάλλουν το κοινό, μαγειρεύουν τα νούμερα. Ούτε ο Κέλσιος διασώζεται στον κόσμο του 'Οργουελ.

*

Διαβάζω Κούντερα - "Τέχνη του Μυθιστορήματος". Να ένα είδος λόγου που ποτέ δεν δοκίμασα. Γιατί; Εδώ βρίσκω μια απάντηση.

Ο Κ. αναφέρει τον μυθιστοριογράφο (και θεατρικό συγγραφέα) Τσάπεκ να λέει πως δεν γράφει ποίηση, γιατί δεν του αρέσει να γράφει για τον εαυτό του.

Αλλά κάθε άνθρωπος γράφει μόνο για τον εαυτό του. Η διαφορά: ο ποιητής κι ο δοκιμιογράφος το κάνουν ανοιχτά, σε πρώτο πρόσωπο - ενώ ο μυθιστοριογράφος μοιράζει τον εαυτό του σε άλλους, υποδύεται ρόλους. Παραμένει όμως πάντα ένας - κάτω από τα προσωπεία. "Η κυρία Μποβαρύ είμαι εγώ" είπε ο Φλωμπέρ.

Ε, λοιπόν, αυτή η σύμβαση δεν μου πάει. Αναγνωρίζω την (αισθητική) νομιμότητά της, δέχομαι την ευκολία της (βάζεις στα στόματα άλλων ότι δεν θα τολμούσες εσύ), θαυμάζω αυτούς που κατορθώνουν να ζωντανεύουν ήρωες - αλλά, κάθε φορά που γράφω σε τρίτο πρόσωπο, αισθάνομαι σαν να λέω ψέματα.

*

Ίσως όμως, μεγαλώνοντας, να πρέπει και εγώ να φορέσω μάσκα. Είναι δύσκολο να γεράσεις στο πρώτο πρόσωπο. (Σκέπτομαι τον ποιητή της ζωής, πόσο άβολα παλεύει, στα δύο του δωμάτια, τα γηρατειά!) Το μυθιστόρημα ταιριάζει στους μεσόκοπους - όπως η ποίηση στην εφηβεία.

(Σε μένα άραγε ταιριάζει; Θέλει δουλειά, ρέγουλα και υπομονή - είμαι παρορμητικός και αγχώδης.)

                                                    *

'Έχω καιρό να διαβάσω ένα καλό, χορταστικό, συναρπαστικό, νέο μυθιστόρημα.

'Ετσι ξαναγυρίζω στα παλιά. Το προπέρσινο καλοκαίρι ήταν Flaubert. Πέρυσι Stendhal και Jane Austen. Εκδρομές στον μεγάλο 19ο αιώνα - και καμιά φορά στον 18ο. (Εποχή ειρωνείας: Sterne και Diderot.)

Είμαι αμετανόητα συντηρητικός - θέλω το μυθιστόρημα να καταβροχθίζεται. Η κάθε μπουκιά να φέρνει πείνα για την επόμενη. Δεν το θέλω μασημένο, εύκολο - αλλά παλλόμενο. Ο Proust, ο Joyce, ο Musil, έφτασαν στο όριο του αναγνώσιμου. Τους σώζει ακόμα η ιδιοφυία τους. Αλλά οι επίγονοι; Ο Nabokov (που γνώριζε όσο κανείς τους παλιότερους) έγινε γοητευτικός ταχυδακτυλουργός λέξεων. Ο Kούντερα επίσης γοητευτικός ταχυδακτυλουργός ιδεών και αισθημάτων. Tο "νέο" μυθιστόρημα ψάχνει το παλιό. (Η Duras στον "Εραστή"). ʼλλοι γράφουν σενάρια κι άλλοι γρίφους.

Τι ιστορίες είναι αυτές που δεν σε ταξιδεύουν; Τι μύθοι που δεν σε πάνε πουθενά; Αναγνώστης ή ορειβάτης; Μυθιστόρημα η δοκίμιο; Κάλλιο να διαβάζω Raymond Chandler, λαμπερό, μελαγχολικό και ακαριαίο.

"Όσο για την λογοτεχνία της έκφρασης και την λογοτεχνία της φυγής - αυτή είναι η διάλεκτος των κριτικών, που χρησιμοποιεί αφηρημένες λέξεις σαν να είχαν απόλυτη σημασία. Κάθε τι που είναι γραμμένο με ζωντάνια εκφράζει αυτή τη ζωντάνια. Δεν υπάρχουν βαρετά θέματα - μόνο βαρετά μυαλά."

Εκατό χρόνια φέτος από τη γέννηση του R.C. Περίμενε να φτάσει πενήντα χρόνων για να γράψει μυθιστόρημα. Είπε ακόμα: "Τυχεροί οι συγγραφείς που μπορούν να ξεπεράσουν τους αναγνώστες τους χωρίς να τους αγνοούν."

Παλιότερα, οι μεγάλοι έκαναν ακριβώς αυτό. Μπεστ-σέλλερ που ήταν και έργα τέχνης. Που γοήτευσαν (και γοητεύουν) το κοινό αλλά έδωσαν και πολλή δουλειά στους πανεπιστημιακούς. Μερικοί συγγραφείς το κάνουν ακόμα. Αλλά όλοι τους κοιτάνε ύποπτα.

*

Τώρα μόνον οι Λατινοαμερικανοί έχουν ακόμα μύθο να ιστορήσουν. Δεν μου ταιριάζουν πάντα το μπαρόκ ύφος τους, τα γκροτέσκα επεισόδια της φαντασίας τους, η υπερβολή τους - αλλά είναι αναμφισβήτητα ζωντανοί.

Αντίθετα - τι αναιμικά και κατασκευασμένα και διανοουμενίστικα που είναι τα περισσότερα νεοελληνικά μυθιστορήματα! Θέλουν πάντα να τα πούνε ΟΛΑ και δεν λένε τίποτα. Έχει γεμίσει το υπόγειο μισοδιαβασμένα βιβλία. (Το πολύ ως την σελίδα 30!) Ένα ανιαρό έργο τέχνης, δεν είναι έργο τέχνης. Το πρώτο (ίσως το μόνο) κριτήριο της τέχνης είναι να αφορά, να ενδιαφέρει.

*

Ιδού εγώ, ναυαγός σε μια κιβωτό γεμάτη βιβλία - μιλάω όλο για νεκρούς. Όμως τα βιβλία είναι ζωντανά, έχουν πιο πολλή ζωή κι από αυτούς που τα έγραψαν κι από αυτούς που τα διαβάζουν.

Αυτή τη ζωή μοιράζουν στους αναγνώστες. (Η τέχνη ένταση ζωής. Όποιος την απολαμβάνει ζει διπλά.)

'Εχει δίκιο ο Karl Popper. Από τον Κόσμο 1 (αντικείμενα) και τον Κόσμο 2 (δεδομένα της συνείδησης) πιο πραγματικός είναι ο Κόσμος 3 - ο κόσμος των ιδεών, της τέχνης, της επιστήμης.

Εδώ στο υπόγειο: ο Κόσμος 3. Ό,τι καλό έφτιαξε ο άνθρωπος. Αρμονία, ομορφιά, όνειρο, τάξη. Έξω το χάος και η ζέστη.

*

Ζέστη των παιδικών χρόνων. "Σαράντα ένας βαθμοί υπό σκιάν" έλεγε ο πατέρας. Θυμάμαι το "υπό σκιάν". "Στον ήλιο πόσο;" ρωτούσα. Δεν καταλάβαινα γιατί δεν μετρούσαν την αληθινή ζέστη και κρύβονταν στη σκιά.

"Σκάει ο τζίτζικας" έλεγε η θεία Μαρία. "Σκάει ο τζίτζικας!"

Η μητέρα τότε ανησυχούσε για τις δεντροστοιχίες της Μιχαήλ Βόδα και τα τρία δέντρα του κήπου μας - που ήταν ήδη στεγνά από την έλλειψη νερού. (Είχαμε, στο πίσω μέρος ένα κηπάκι. Το σπίτι υπάρχει ακόμα. Έχει γίνει ίδρυμα. Κάθε φορά που περνάω, λέω πως θα ζητήσω να μπω - και ντρέπομαι.)

"Βρε γυναίκα, Κατοχή έχουμε, πεθαίνουν άνθρωποι, τα δέντρα σκέφτεσαι!" θύμωνε ο πατέρας. Εκείνη όμως νοιαζόταν τα πάντα: ανθρώπους, ζώα, φυτά. Θυμάμαι μια κότα που είχαμε, τη Μαυρούλα. Έπαψε να γεννάει κι η μάνα μου δεν ήθελε να την σφάξει. Την λυπήθηκε. Μέσα στην Κατοχή!

*

Τότε ο καύσων ήταν βιοτεχνικός, χειροποίητος. Σε μικρή κλίμακα. Σήμερα βιομηχανοποιήθηκε. Μεγάλη προβολή από τα μαζικά μέσα, μεγάλες μάζες ταλαιπωρούμενων, μεγάλοι αριθμοί θερμόπληκτων και νεκρών.

Τότε αρκούσε η μητρική συμβουλή: "Μην τρέχεις στους ήλιους!" (ένας είναι ο ήλιος μάνα!) και ένα ποτήρι δροσερό νερό από την παγωνιέρα. (Τον πάγο - μισή κολώνα - τον έφερνε ο παγοπώληςκάθε πρωί.)

Η μητέρα ήταν χρόνια άρρωστη, στο σκοτεινό δωμάτιο. Εκεί είχε πάντα δροσιά. Όπως και στο υπόγειο πλυσταριό, όπου παίζαμε με τον Σπύρο, που έμενε στο κάτω πάτωμα. Και πιο δροσιά έκανε στην είσοδο του σπιτιού του Μίμη Περρίκου, δυό νούμερα πιο πέρα. Καθόμασταν κάτω από τη σκάλα και ανταλλάζαμε "Μάσκες". Η μητέρα του, μαυροντυμένη, όρθια σαν άγαλμα. Ο πατέρας του, ήρωας, αληθινός.

*

Αισθάνομαι σαν να μην έχω πατρίδα. Η πόλη στην οποία μεγάλωσα, δεν υπάρχει πια. Καταργήθηκε. Πάνω της χτίστηκε μια ξένη.

Δεν έγινε έτσι σε άλλες πόλεις της Ευρώπης - κράτησαν τον χαρακτήρα τους. Κι ας τις γκρέμισαν εκείνες οι πόλεμοι (εμείς γκρεμίσαμε μόνοι μας!)

Όταν ξαναπηγαίνω, άνοιξη, στην Μιχαήλ Βόδα, οι δεντροστοιχίες είναι τόσο πυκνές που, μερικές στιγμές, δεν βλέπεις τις πολυκατοικίες. Τότε ονειρεύομαι για λίγο, την χαμένη μου πόλη.

*

Η ζέστη με υποχρεώνει να κυκλοφορώ γυμνός μέσα στο σπίτι - προσπαθώ να είμαι γυμνός και μέσα στο κείμενο.

Ξέρω πως είναι σχεδόν αδύνατον να πω μόνο αλήθεια - κυνηγάω όμως τα ψέματα όπου τα βρω. Σκοτώνω πολλά.

"Δεν φοβάσαι, δεν ντρέπεσαι να γυμνώνεσαι έτσι μπροστά στους άλλους;" με ρώτησε κάποτε μια φίλη.

Ντρέπομαι όταν συνειδητοποιώ ότι καλύπτομαι και κρύβομαι.

*

Πολιορκημένος από φωτιά θερινή. Πρέπει να βγω. Η πρώτη επαφή με τον κάθετο ήλιο, μου έφερε ζάλη και σκοτοδίνη. Τρόμαξα. ("Η ιδέα σου ήταν" μου είπε ο εαυτός μου. "Κι αν κινδυνεύω;" "Μπα, το πρόβλημα το έχουν οι υπερήλικες.")

Προχθές συνάντησα στο δρόμο τα πρώτο μου αυτοκίνητο. Είκοσι τρία χρόνια μετά. (Στην Ελλάδα, τα αυτοκίνητα και οι πολιτικοί δεν πεθαίνουν ποτέ.) Είχε αλλάξει αριθμό, χρώμα, ταπετσαρίες - αλλά το γνώρισα. Είχα "σημάδια του κορμιού".

Άθλιο, τσαλακωμένο, ξεφλουδισμένο, μπαταρισμένο, θεόστραβο. Το κοίταζα με λύπη. Και ξαφνικά ένιωσα μια τόση ταύτιση - σαν να' ταν αυτό το σώμα μου, το φαγωμένο από τον χρόνο. 'Ετσι είχα γεράσει κι εγώ, τώρα το ένιωθα σε όλες τις αρθρώσεις.

Το σώμα μου με προδίδει όλο και πιο συχνά αυτόν τον καιρό. Ίσως δεν πρέπει να διακινδυνεύσω το μεσημεριάτικο λιοπύρι.

*

Γερνάω. Όχι μελοδραματικά, όπως γερνάνε στα τραγούδια, αλλά ρεαλιστικά, άσκημα και αδυσώπητα. Ώρες με πιάνει κατάθλιψη - άλλοτε πάλι αντιδρώ και σκέπτομαι: θα πουλήσω το τομάρι μου ακριβά! Ως το τέλος θα παραμείνω ένας επαναστάτης γέρος, λαίμαργος για εμπειρίες και ηδονές, φλεγόμενος από πόθο και φόβο. Ένας από τους άγριους κακούς γέροντες του Yeats:

επειδή λυσσάω για γυναίκες και λυσσάω για τους λόφους είπε εκείνος ο άγριος κακός γέρος...

Το μόνο που ήθελε ήταν να μην πεθάνει στο στρώμα του. (The Wild Wicked Old Man). Τέτοιος υπήρξε κι ο ίδιος.

Ένας ηλικιωμένος άνθρωπος είναι κάτι ασήμαντο Κουρελιασμένο παλτό πάνω σε μπαστούνι, εκτός Αν η ψυχή χτυπάει τα χέρια και τραγουδάει, όλο και πιο δυνατά για κάθε σκίσιμο στο θνητό της ρούχο.

Ένας τέτοιος γέροντας δεν πεθαίνει εύκολα. Τι έλεγε ο Dylan Thomas στον πατέρα του:

Μην πας ήπια σ' αυτή την "καλή" νύχτα Τα γερατειά πρέπει να φλέγονται και να παραληρούν στο τέλος της μέρας κι ο στίχος που δεν μπορώ να μεταφράσω:

Rage, rage against the dying of the light. Η μανία, η λύσσα της ζωής. Πόσο πιο έντονη όταν περάσεις τα πενήντα!

*

"Ο Θάνατος ουδέν προς ημάς." Τι επιπόλαιο σόφισμα, Επίκουρε! Ώστε ο θάνατος δεν μας αφορά - διότι ή εμείς είμαστε ή αυτός. Ποτέ ταυτόχρονα παρόντες.

Κι αυτόν τον φόβο, που κουβαλάμε μέσα μας όλη μας την ζωή, πως τον λέμε; Δεν βρίσκεται σε κάθε πράξη μας η σκέψη του θανάτου; Θα ζούσαμε έτσι, αν δεν υπήρχε; Η τυπική λογική σπάνια εφάπτεται με την ζωή.

*

Οι τελευταίοι στίχοι του ετοιμοθάνατου Rilke:

Ο Leben, Leben: Draussensein. Und ich in Lohe. Niemand der mich kennt.

(Ω ζωή, ζωή: Να είσαι εκτός. Κι εγώ στη φλόγα. Κανείς που να με ξέρει.) Εκείνη την ώρα - "ουδέν προς ημάς" η ζωή.

*

Θα πεθάνω μια μέρα και η πραγματικότητα θα κλείσει από πάνω μου - όπως η θάλασσα πάνω από μια πέτρα.

*

Όνειρο παιδικής ηλικίας. Τρέχω σε χωματόδρομο. Χαλίκια μπαίνουν στα παπούτσια μου και με ενοχλούν. Αλλά τα παπούτσια κουμπώνουν παράξενα, με αγκράφες που δεν ξέρω να λύσω. Τρέχω και πονάω.

*

Το σώμα καταπονείται σκληρά στις μεγάλες ζέστες. Ιδρώνει, βαραίνει, εκτείνεται, φουσκώνει. Εποχή ιδρώτα.

Εποχή σώματος.

Πόσο μακριά είμαστε από το κορμί μας! Μόνο σαν αρρωστήσει μας απασχολεί. Μονάχα χαλασμένα όργανα συζητάμε. Και πάλι, αφηρημένα. Με απόσταση. Σαν να μην ήταν μέσα μας. Ιατρικό ιστορικό, αναλύσεις και διαγνώσεις.

Τι κάνει το σώμα μας όλη μέρα; Ελάχιστα συνειδητοποιούμε τις δραστηριότητές του - και ποτέ δεν μιλάμε γι αυτές. Λίγο, ίσως, για την πέψη, καθόλου γι' άλλες λειτουργίες. Είμαστε ακόμα πουριτανοί. Μεγάλη ανακούφιση - σχεδόν ηδονή - η αποβολή στερεών ή υγρών κι όμως ποτέ δεν αναφερόμαστε δημόσια σ'αυτά. Οι εισαγωγές συζητήσιμες, οι εξαγωγές ταμπού. Κατάλοιπα μαγικών και άλλων δοξασιών για τα "ακάθαρτα". Σίγουρα, τα πράγματα που μυρίζουν άσκημα σωστά τα κρύβουμε από τις μύτες και τα μάτια μας. Το κάνουν και τα πιο πρωτόγονα ζώα. Αλλά και από το μυαλό μας; Αποσμητικά και στο νου; Γιατί τόση κρυψίνοια για τις εκκρίσεις; Πόσο αποστειρωμένοι κι αποσμημένοι πρέπει να γίνουμε για να ξεχάσουμε την ζωικήμας υπόσταση;

(Όταν βγαίνω από το μπάνιο, το Γατοτάκι αρνείται να με μυρίσει.)

Στον "σκοτεινό" Μεσαίωνα οι άνθρωποι δεν είχαν τέτοιους φραγμούς. Κι αργότερα, στην εποχή του Rabelais και του Villon μιλούσαν για όλες τις λειτουργίες του σώματος χωρίς ενοχές. Οδύσσεια χυμών, οσμών και κρότων ο "Γαργαντούας". Πέρασαν πεντακόσια φωτισμένα χρόνια κι ακόμα δεν έχουμε συμφιλιωθεί με το σαρκίο μας. Μας έφαγε ο δέκατος ένατος αιώνας του μικροαστικού καθωσπρεπισμού. Ποιος θα γράψει μια μπαλάντα για την ηδονή του ξυσίματος;

*

Πρωινές στύσεις στη ζέστη.

*

Όσο περνάνε τα χρόνια, αυτό το σώμα, το μπαλωμένο, μου γίνεται περισσότερο πολύτιμο. Τελικά είναι πιο πολύ εγώ κι από εμένα.