Διαβάζοντας Οδυσσέα Έλύτη είναι σαν να κοιτάς αιγαιοπελαγίτικο τοίχο το καταμεσήμερο. Θαμπώνεσαι. Κατεβάζεις τα μάτια.
Ποτέ δεν μπόρεσα να αντικρίσω, ώρα πολλή, το φωτόδεντρο. Αντέχω το κείμενο σε μικρές δόσεις. Κάθε λίγο αναστέλλω. Άλλάζω βλέμμα. Ή συμπύκνωση της ουσίας, η ευφορία των στιγμών ζαλίζει, σαν το πολύ οξυγόνο.
Στα πεζά, αλχημεία παράξενη. Ενώ ό λόγος είναι απλός, στρωτός, ευθύς, χωρίς ποιητικές αντιστροφές και κοσμητικά επίθετα - ξαφνικά όλο και μεταστοιχειώνεται σε ποίηση. Η ανάσα σου κόβεται από την ευτυχία της σωστής λέξης.
Προχωράς. Περιμένεις συλλογισμούς, συναντάς βιώματα. Κάθε σκέψη γίνεται αίσθηση σκέψης. Όλα συγκεκριμένα, παρόντα και απτά. Πουθενά κατασκευή, επιχείρημα, θέση. Το πεζό του Έλύτη είναι ζωή - και η ζωή δεν έχει θέσεις. Το κείμενο αναπνέει. Δεν υπάρχει μήνυμα, μόνο συμμετοχή.
Όταν περάσει το θάμπωμα μένει μια ευτυχία. Μια βαθιά συνείδηση. Και μια απλή σοφία. Τίποτα πού δεν ήξερες πριν - άλλά τώρα συνειδητό. Ο καλός άνεμος της αποκάλυψης.
Μετά η ζωή δεν είναι ίδια. Ούτε ό Παπαδιαμάντης. Ούτε ο Θεόφιλος. Ούτε ό Κάλβος. Η μάλλον είναι εντελώς ίδιοι. Πιο όμοιοι στον εαυτό τους. «Τέτοιοι πού, σε εαυτούς τους τους αλλάζει η αιωνιότητα».
Ελύτης, ό υπερβατικός του εδώ και του τώρα, ο μεταφυσικός του αισθητού. Ο θιασώτης (με την αρχαία έννοια) του συγκεκριμένου. Ο αθώος, πού γράφει ανυποψίαστος πριν από το Μαύρο - κι ας το έχει «διατρέξει ως την έσχατη άκρη του». Το «αγγελικό και μαύρο, φως», όπως το είπε ο Σεφέρης, πού πολεμούσε τον ίδιο πόλεμο με άλλα όπλα.
Το αγγελικό: ό Έλύτης. Ο Σεφέρης πάλεψε τόσο με το μαύρο, πού οι ίσκιοι έμειναν. Έτσι, τελικά, έγινε τραγικός ποιητής - όχι λυρικός. Κάθε ποίημα ένας αγώνας.
Το διαρκές ερώτημα του Σεφέρη, κάνει ως και την αίσθηση, στοχασμό. Στον Έλύτη ο στοχασμός γίνεται αίσθηση. Και λυτρώνεσαι. .Όχι «δι ελέου καί φόβου», αλλά, με την μαγεία της γλώσσας.
Γιατί αλήθεια, κανείς δεν συμμάχησε στενότερα με την λέξη, εναντίον του θανάτου.