Στην Ελλάδα μιλάμε συχνά για το έλλειμμα του προϋπολογισμού ή του ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών – αλλά σπάνια για το έλλειμμα του ορθολογισμού. Έλλειμμα που φαίνεται καθημερινά και στην θεωρία και στην πράξη. Όχι μόνον δεν μας απασχολεί, αλλά εκστρατεύομε και θεωρητικά εναντίον του. Ο ορθός λόγος, που σε αυτόν τον τόπο γεννήθηκε, θεωρείται ξενόφερτος, δυτικόφερτος, απάνθρωπος – ενώ η νεοελληνική διανοητική θολούρα και ασυνέπεια είναι ανθρώπινη, χαρισματική και λεβέντικη.
Η ιστορία της Ελλάδας θα μπορούσε να αναλυθεί σαν πόλεμος των ορθολογιστών εναντίον των αντίθετων. Αυτό το δίπολο τέμνει όλες τις εποχές και όλες τις πολιτικές παρατάξεις. Οι Φιλικοί και οι Δάσκαλοι του Γένους ήταν από την πλευρά του ορθού λόγου – η Εκκλησία από την αντίθετη. Οι μεγάλοι εκσυγχρονιστές πολιτικοί (Καποδίστριας, Τρικούπης, Βενιζέλος) από την μία – οι λαϊκιστές και δημαγωγοί αντίπαλοί τους από την άλλη. Οι ευρωπαϊστές και οι νέο-ορθόδοξοι (ή «ελληνοκεντρικοί») ιδεολογικά αντιμέτωποι.
Το ενδιαφέρον είναι πως ενώ η πλευρά του ορθού λόγου έχει μία συγκροτημένη άποψη, η αντίθετη πλευρά είναι απλώς …αντίθετη. Ξέρει τι ΔΕΝ θέλει, αλλά δεν έχει ποτέ ξεκαθαρίσει τι θέλει. Κρατάει μία στάση αμυντική, υπονομεύοντας όλες τις προσπάθειες εξορθολογισμού, χωρίς να προσφέρει εναλλακτικές λύσεις εκτός από κάτι ασαφή οράματα και άφθονη παρελθοντολαγνεία. Ο λόγος είναι απλός: δεν υπάρχει σήμερα άλλη εναλλακτική πρόταση για την οργάνωση της πολιτείας, εκτός από την δυτική-ορθολογιστική-δημοκρατική. Που έχει σίγουρα πολλά μειονεκτήματα και χρειάζεται διορθώσεις και βελτιώσεις – αλλά η άλλη λύση ποια είναι; (Παρούσα λύση, εφαρμοσμένη και όχι οι «κοινότητες του Βυζαντίου» ή η αρχαία Σπάρτη…)
Κι ωστόσο οι αντι-ορθολογιστικές απόψεις φαίνεται ακόμα και σήμερα, να είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς στην χώρα μας. Η ιδεολογική συγκρότηση του νεοέλληνα παραμένει το κύριο εμπόδιο σε κάθε προσπάθεια για την ουσιαστική αλλαγή των πραγμάτων.
Βέβαια το να δηλώνουμε εμείς οι Ρωμιοί ανορθολογιστές μας βολεύει – διότι μπορούμε να συμπεριφερόμαστε αντιφατικά και αλλοπρόσαλλα δίχως να νιώθουμε καμία ενοχή.
Όμως βολεύει και άλλους, που σκόπιμα και προγραμματισμένα προσπαθούν να καλλιεργούν το σκοτάδι και την σύγχυση.
Από επισημότατα χείλη – του προκαθήμενου της εκκλησίας μας – ο Διαφωτισμός (που είναι ο ορθολογισμός στην πράξη) χαρακτηρίστηκε «επικατάρατος».
Αλλά τι είναι ο Διαφωτισμός; Ας δούμε πως τον περιέγραψε ο μεγαλύτερος φιλόσοφος της νεοτερικότητας – ο Ε. Καντ.
«Είναι η ενηλικίωση του ανθρώπου, η έξοδός του από την ανηλικιότητα που ο ίδιος προκάλεσε. Η ανηλικιότητα είναι η αδυναμία να χρησιμοποιείς τον νου σου χωρίς την καθοδήγηση ενός άλλου.. Αυτοπροκληθείσα είναι η ανηλικιότητα όταν αιτία της δεν είναι κάποια ατέλεια του νου – αλλά η έλλειψη αποφασιστικότητας και θάρρους να τον χρησιμοποιήσεις χωρίς καθοδήγηση άλλου. Sapere aude! («τόλμησε να είσαι σοφός» - Οράτιος). Τόλμησε να χρησιμοποιήσεις τον δικό σου νου – αυτό είναι το σύνθημα του Διαφωτισμού. Και γι αυτό τίποτα άλλο δεν χρειάζεται παρά μόνον η ελευθερία».
Πραγματικά ο Διαφωτισμός δεν ήταν μόνο ένα κήρυγμα λογικής – αλλά κυρίως ένα κήρυγμα ελευθερίας, απελευθέρωσης του ανθρώπου από όλες τις κηδεμονίες, από όλους όσοι είχαν συμφέρον να τον καθοδηγούν, να του υπαγορεύουν τις απόψεις τους, να τον παραπλανούν, να τον ταΐζουν με μύθους και παραμύθια. Στον Διαφωτισμό χρωστάμε την δημοκρατία, την κοινωνική και επιστημονική πρόοδο, την πίστη στα ανθρώπινα δικαιώματα… ό,τι πιο πολύτιμο έχει πετύχει η ανθρωπότητα τους τελευταίους αιώνες…
Ο Καντ ήταν ο φιλόσοφος που θεμελίωσε την κριτική μέθοδο – η κριτική ανάλυση είναι άλλωστε η ουσία του ορθολογισμού. Αυτή την χρήση του νου ζητούσε από μας – το να μην αποδεχόμαστε κάτι αν δεν το εξετάσουμε πρώτα, αν δεν το αναλύσουμε λογικά και πραγματολογικά, αν δεν το συγκρίνουμε με τα δεδομένα, αν δεν το αντιπαραθέσουμε και με τις άλλες απόψεις. Να μην βασιζόμαστε στην αυθεντία, την παράδοση, η το συναίσθημα – αλλά να κρίνουμε πάντα όσο γίνεται πιο αντικειμενικά και ψύχραιμα.
Η ρίζα της σκέψης και της γνώσης είναι η αμφισβήτηση και η αμφιβολία. Αν δεν υπήρχε αυτή, θα πιστεύαμε ακόμα πως ο ήλιος κινείται γύρω από την γη και η μαύρη χολή προκαλεί την μελαγχολία… Αλλά και η βάση της δημοκρατίας είναι η δυνατότητα αμφισβήτησης της εξουσίας και της αυθεντίας.
Είναι βέβαιο – μας το διδάσκει η ψυχολογία – ότι ο άνθρωπος δεν είναι «ζώον λογικόν». Ότι οι αποφάσεις του θεμελιώνονται σε κίνητρα που έχουν σχέση με την αυτοσυντήρηση, την επιθυμία, την επικράτηση, τους φόβους, τα πάθη – και άλλα, μάλλον παράλογα πράγματα. Ωστόσο το χαρακτηριστικό του homo sapiens είναι ότι μπορεί συχνά να τιθασεύει αυτές τις παρορμήσεις – έτσι ώστε να μπορεί να οργανώνει την ζωή του και να συνυπάρχει με τους άλλους.
Αν δεν υπήρχε ο ορθός λόγος, η ανθρώπινη κοινωνία θα ήταν 100% ζούγκλα και ο βίος αβίωτος. Φυσικά και τώρα επικρατεί συχνά το δίκαιο του ισχυρότερου – αλλά οι νόμοι, οι κανόνες, οι κώδικες, εξισορροπούν τα πράγματα. Είναι άλλο να λέμε πως παραβιάζεται συχνά ο Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας και άλλο να μην υπάρχει κανένας κώδικας και όλοι να συγκρούονται με όλους.
Η ατομική μας ύπαρξη θα ήταν φτωχή χωρίς το συναίσθημα και το πάθος – αλλά στον δημόσιο χώρο η παρουσία τους είναι καταστρεπτική. Ο ορθός λόγος εξασφαλίζει την σωστή λειτουργία της κοινωνίας και του μυαλού μας αλλά και την σωστή οργάνωση της καθημερινής ζωής μας.
Μπορεί να φανεί υπερβολικό, όμως, κατά την γνώμη μου, το έλλειμμα του ορθολογισμού είναι το πρώτο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σαν έθνος. Βρίσκεται πίσω από όλα μας τα επί μέρους προβλήματα – από τα πολιτικά και τα οικονομικά μέχρι τα πολιτιστικά. Μας δυσκολεύει αφάνταστα στις διεθνείς μας σχέσεις – και μας ταλαιπωρεί τρομακτικά στην καθημερινή μας ζωή – που κινείται μόνιμα μέσα σε ένα χαοτικό περιβάλλον.
Επιμένω σε κάτι που ενώ όλοι θα το έλεγαν αυτονόητο, δεν υλοποιείται στην πράξη. Ενώ ο ορθός λόγος είναι η βάση για την σκέψη και για την ζωή μας – τον αποφεύγουμε σαν το διάβολο. Όχι μόνο η κριτική μέθοδος δεν διδάσκεται στα σχολεία μας, όχι μόνο όποιος μαθητής σκέπτεται για λογαριασμό του αντί να παπαγαλίζει, κινδυνεύει με απόρριψη – αλλά διδάσκουμε και τα παιδιά ένα σωρό ψέματα και μύθους που τα αποπροσανατολίζουν και αποδυναμώνουν την αυτόνομη σκέψη.
Ένα παράδειγμα: μαθαίνουμε πως η ορθόδοξη εκκλησία κράτησε ζωντανή την γλώσσα μέσα από το Κρυφό Σχολειό – και πρωταγωνίστησε στην Επανάσταση που κηρύχτηκε στις 25 Μαρτίου στην Αγία Λαύρα από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό.
Ούτε μία λέξη σε αυτή τη φράση δεν αντιστοιχεί σε αλήθειες. Η ιστορική έρευνα έχει αποδείξει πως Κρυφό Σχολειό δεν υπήρξε ποτέ, η Εκκλησία αφόρισε την επανάσταση, κανείς δεν ήταν στην Αγία Λαύρα στις 25 Μαρτίου.
Όλη μας η ύπαρξη βασίζεται σε μύθους και ανορθολογικές παραδοχές.
Οι περισσότεροι Έλληνες φοβούνται την Ευρώπη – και ταυτόχρονα δηλώνουν θερμοί υποστηρικτές της. Λέμε «κάποτε πρέπει να γίνουμε Ευρώπη», «αυτά δεν συμβαίνουν στην Ευρώπη» αποκλείοντας τους εαυτούς μας. Αλλά αν κάποιος ξένος μας πει ότι δεν είμαστε Ευρωπαίοι αγανακτούμε και τον χαρακτηρίζουμε Ανθέλληνα.
(Ανθέλληνες είναι πάντα όσοι γράφουν ή λένε κάτι που δεν μας αρέσει – άσχετα αν είναι σωστό ή όχι).
Το 92% των συμπατριωτών μας δηλώνει υπερήφανο που είναι Έλλην (γιατί; κληρονομείται η αξία;) θεωρεί ότι η Ελλάδα είναι σημαντική χώρα που έχει να δώσει πολλά στον υπόλοιπο κόσμο και μετά, όταν κληθεί να περιγράψει την κατάσταση στην χώρα του, τα βρίσκει όλα φρικτά και υπανάπτυκτα.
Τρία εκατομμύρια Έλληνες παρασύρθηκαν πρόσφατα σε ένα φεστιβάλ παραλογισμού. Το «πρόβλημα των ταυτοτήτων» δεν έχει λογική βάση. Η ταυτότητα και τα δεδομένα της δεν έχουν σχέση ούτε με την θρησκεία ούτε με την εθνική ιδιοπροσωπία – πρόκειται για ένα τυπικό γραφειοκρατικό έντυπο.
Και να ήταν οι τουλάχιστον όλοι αυτοί οι Έλληνες συνεπείς χριστιανοί! Να τηρούσαν τις εντολές του Ιησού…
Η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων ξεσηκώθηκε πριν δέκα χρόνια για το «μακεδονικό». Άλλη μία ξεκάθαρη περίπτωση παραλογισμού.
Λέμε ότι είμαστε ριγμένοι και αδικημένοι από τους ισχυρούς της γης (τα «ξένα κέντρα» που συνεχώς συνωμοτούν εναντίον μας). Όμως είμαστε το μόνο κράτος της περιοχής που πολλαπλασίασε την έκτασή του τα τελευταία 150 χρόνια. Ας αφήσουμε που απελευθερωθήκαμε μόνο χάρη στις μεγάλες δυνάμεις. Η επανάσταση είχε σβήσει – κι αν δεν υπήρχε το Ναβαρίνο…
Όμως η θεωρία της συνομωσίας (conspiracy theory) καλά κρατεί. Ό,τι κακό έχει συμβεί στην Ελλάδα είναι αποτέλεσμα ξένης επιρροής (ο ξένος δάκτυλος). Πριν από τον πόλεμο ήταν της Ιντελλιτζενς Σέρβις – τώρα ανήκει στο μακρύ χέρι της ΣΙΑ. Εμείς δεν είμαστε υπεύθυνοι για τίποτα.
Θεωρούμε φυσικό εμείς να βρίζουμε τους Αμερικανούς, να διαδηλώνουμε με κάθε ευκαιρία (ακόμα και άσχετη) μπροστά στην Αμερικανική Πρεσβεία, αλλά ζητάμε από αυτούς να μας σέβονται και να μας ευνοούν. Εμείς έχουμε το δικαίωμα να γράφουμε δέκα αντιαμερικανικά δημοσιεύματα κάθε μέρα – όμως αν αυτοί δημοσιεύσουν ΕΝΑ επικριτικό για μας, γίνεται χαμός!
Ο ανορθολογισμός επιτρέπει και την απρόσκοπτη επικράτηση των διάφορων «ελληνικών μύθων». Π. χ. για την συνέχεια της φυλής (από τους αρχαίους) άποψη που δεν αντέχει σε κανένα κριτικό επιστημονικό έλεγχο. Γενικότερα η έλλειψη κριτικής σκέψης οδηγεί σε αυτό που ονομάζουμε ιδεολογική χρήση της ιστορίας» - δηλαδή την προσαρμογή της ιστορικής αλήθειας στα μέτρα των ιδεολογημάτων τα οποία θέλουμε να προωθήσουμε.
Ας μην μιλήσουμε για το πιο παράλογο από όλα τα κατασκευάσματα της νεοελληνικής ιδεολογίας – τον αποκαλούμενο «ελληνοχριστιανικό πολιτισμό». Αντίφασις εν εαυτή (όπως το ξύλινο σίδερο) όπου ο ένας όρος αναιρεί τον άλλο. Κι όμως σε αυτό το σχιζοφρενικό κατασκεύασμα στηρίχτηκε η παιδεία μας για πολλές δεκαετίες – κι όχι μόνο στην χούντα…
Στην διεθνή πολιτική οι έλληνες αντιμετωπίζουν τα άλλα κράτη με καθαρά συναισθηματικά κριτήρια. Είναι αυτά που μας μισούν (τα περισσότερα) και αυτά που μας αγαπούν. Η ίδια διάκριση ισχύει και για τους πολίτες τους. Οι φιλέλληνες και οι μισέλληνες. (Σε καμία γλώσσα δεν υπάρχουν ανάλογες λέξεις). Λες και δεν είχαν άλλη δουλειά να κάνουν παρά να ασχολούνται με εμάς.
Πιστεύουμε πως όλοι μας φθονούν, μας επιβουλεύονται και μας αδικούν. Υπάρχει αυτή η επαναλαμβανόμενη άποψη για τα «εθνικά δίκαια». (Προσφιλής στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας). Μάταια έλεγε και ξανάλεγε ο Ελευθέριος Βενιζέλος ότι δεν υπάρχουν εθνικά δίκαια αλλά μόνον εθνικά συμφέροντα.
Κι ας πάρουμε το μείζον εθνικό μας θέμα: την σχέση μας με την Τουρκία. Είναι έξυπνος, ψύχραιμος, λογικός ο τρόπος με την οποίο την αντιμετωπίζουμε; Θα μου πείτε πως φταίει η επιθετικότητα της Τουρκίας. Αν όμως πάτε απέναντι, θα ακούσετε να μιλάνε για την επιθετικότητα της Ελλάδας. Όπως μου είπε κάποτε ένας Τούρκος: «Η τελευταία φορά που σας επιτεθήκαμε εμείς ήταν το 1453. Ενώ εσείς, εκτός από το 1821, μας έχετε επιτεθεί το 1897, το 1912, το 1922 και το 1974 στην Κύπρο. Ποιος είναι ο επιθετικός;»
Μιλάμε συνεχώς για «παραβιάσεις του εναέριου χώρου μας» αλλά αυτό τον εναέριο χώρο εμείς μόνοι μας τον έχουμε ορίσει στα δέκα μίλια – και δεν τον αναγνωρίζει κανένα άλλο κράτος στον κόσμο. (Το διεθνώς ισχύον είναι ότι ο εναέριος χώρος είναι ίδιος με τα χωρικά ύδατα – στην περίπτωσή μας, τα έξι μίλια).
Δεν λέω πως οι Τούρκοι (όπως κάθε λαός) δεν κοιτάνε τα δικά τους συμφέροντα και δεν θέλουν να ενισχύσουν την θέση τους – άλλο όμως αυτό και άλλο η δημιουργία «μπαμπούλα», η υστερία και η φοβία. Η συναισθηματική φόρτιση καθόλου δεν βοηθάει για μία αποτελεσματική αντιμετώπιση. Ωφελεί μόνον ορισμένους πολιτικούς και εμπόρους όπλων…
Με συναισθήματα και ζητωκραυγές δεν γίνεται εξωτερική πολιτική. Η «εθνική μας τύφλωση» που μας εξευτέλισε το 1897, που οδήγησε στην καταστροφή το 1922 και σε τραγωδία το 1974 θα έπρεπε να μας έχει παραδειγματίσει…
Ο εθνο-θρησκευτικός μας φανατισμός (ανάλογος του ισλαμικού) ανέστειλε την ανάπτυξη του ορθολογισμού και κρατάει αυτή τη χώρα απομονωμένη, ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή. Σε υπεροπτική ανασφάλεια παραμένουμε (παρά τις επιφανειακές προσαρμογές) μακριά από την νεοτερικότητα.