Κώνειο δεν χορηγεί πια ετούτη η Αθήνα, αλλά πολλά άλλα φαρμάκια. Νιώθω, στα τέλη του αιώνα, να με βαραίνει όλο και πιο πολύ η κατηγορία και αισθάνομαι την ανάγκη να εξηγηθώ. Κυρίως διότι οι περισσότερες από τις εναντίον μου επιθέσεις αφορούν πράγματα που δεν έχω πει ποτέ μου. Μου αποδίδονται σκέψεις, απόψεις και θεωρίες που ουδέποτε πίστεψα. Καιρός είναι λοιπόν να ξεκαθαρίσω για άλλη μία φορά τι πιστεύω, ώστε τουλάχιστον όποιος επιθυμεί να με δικάσει, να βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα.

Ας σημειωθεί εδώ πως δεν αισθάνομαι ένοχος - και η λέξη «απολογία» γράφεται μάλλον ειρωνικά (αν θέλετε, με Σωκρατική ειρωνεία). Επίσης, συνειδητά δεν έβαλα εισαγωγικά στην λέξη ανθέλλην - διότι δεν χρειάζονται. Πιστεύω ότι πρόκειται για τιμητικό τίτλο που τον κέρδισαν πολλοί αξιόλογοι Έλληνες. Κάπου έχει γράψει ο Nietzsche (δεν θυμάμαι ακριβώς το χωρίο και δεν το ξαναβρήκα) ότι οι Αντι-Γερμανοί υπήρξαν οι καλύτεροι Γερμανοί.

Ποιος ονομάζεται «ανθέλλην»; Συνήθως ο Έλληνας ή ξένος που γράφει (η λέει) πράγματα δυσάρεστα για τους Έλληνες, που ασκεί κριτική ή διατυπώνει απόψεις που δεν μας αρέσουν. Στην περίπτωση του Έλληνα, είναι άραγε δύσκολο να καταλάβουμε πως ένας τέτοιος κριτικός σχολιαστής ωφελεί περισσότερο την πατρίδα του από έναν ενθουσιώδη υπέρμαχο;

Ο ξένος ανθέλλην (ή, επί τα χείρω μισέλλην) είναι άλλο πράγμα. Μπορεί να είναι δημοσιογράφος που περιγράφει και σχολιάζει, ή επιστήμων που διατυπώνει μία θεωρία. Ανθέλλην γίνεται από την στιγμή που δεν συμφωνούμε με αυτά που γράφει - άσχετα με το πόσο σωστά ή αληθινά είναι. Ο Fallmereyer θα ήταν ανθέλλην κι αν ακόμα η θεωρία του για την σλαβική καταγωγή των Ελλήνων αποδεικνυόταν εκατό τα εκατό ορθή. (Μάλιστα τότε θα γινόταν ακόμα πιο ανθέλλην…)

Ας πούμε βέβαια πως όλη αυτή η διαίρεση ανθρώπων σε φιλέλληνες και μισέλληνες (ή ανθέλληνες) είναι το λιγότερο αφελής. Σπάνια οι δημοσιογράφοι, οι πολιτικοί και (πολύ λιγότερο) οι επιστήμονες - ιστορικοί κλπ. - σκέπτονται και ενεργούν με συναισθηματικά κριτήρια. (Αμφιβάλλω αν ο Fallmereyer αντιπαθούσε τους Έλληνες). Ούτε είναι τόσο ρατσιστές ώστε να έχουν προκαταλήψεις για ολόκληρους λαούς. Η φαιδρότητα της ετικέτας φαίνεται ιδιαίτερα όταν κάποιος θεωρούμενος και αποκαλούμενος από χρόνια μισέλλην (όπως ο Kissinger), τοποθετείται στο Μακεδονικό υπέρ των Ελλήνων - οι οποίοι αμέσως του αποδίδουν «φιλελληνική στάση».

Ο Ανθέλλην Δήμου

Το 1975 κυκλοφόρησε η «Δυστυχία του να είσαι Έλληνας» που πέτυχε αυτόματα: α) να με κάνει γνωστό β) να υπονομεύσει το πνευματικό μου κύρος (διότι έγινε μπεστ-σέλερ) και γ) να μου κολλήσει δύο προσωνυμίες που έκτοτε κουβαλάω όπως η καμήλα την καμπούρα της: «ο συγγραφέας της ‘Δυστυχίας’» (κι ας έχω γράψει σαράντα βιβλία) και ο «ανθέλλην Δήμου».

Αυτό δεν έγινε από την αρχή. Οι πρώτες αντιδράσεις στο βιβλίο ήταν θετικές. Οι Έλληνες, ζαλισμένοι ακόμα από την δικτατορία, αρχικά αποδέχθηκαν ένα κείμενο που έλεγε πικρές αλήθειες.

Όμως σύντομα αυτή η φάση της αυτογνωσίας πέρασε, η ευθύνη για όλα μετατέθηκε στους ξένους («ξενοκίνητη» δικτατορία) και η «Δυστυχία» άρχισε να ενοχλεί. Ακόμα περισσότερο ενόχλησε μία επτασέλιδη συνέντευξη που έδωσα το 1977 στο γερμανικό περιοδικό Spiegel. Η συνέντευξη αυτή, που έλεγε πάλι πικρές αλήθειες, καθυβρίστηκε και διαστρεβλώθηκε από τον Ελληνικό Τύπο, χωρίς ποτέ να γίνει γνωστό το πραγματικό περιεχόμενό της. Κατάφερα να συγκεντρώσω τα πυρά και της Αριστεράς και της Δεξιάς – και να ονομαστώ και από τις δύο πλευρές ανθέλληνας.

Την καταξίωσή μου όμως (ως ανθέλλην) την επέτυχα οριστικά την πενταετία 1991-96 όταν αντέδρασα στην έξαρση του ελληνικού εθνικισμού. Ως μίασμα με απέβαλε τότε η «Καθημερινή». Καταγράφτηκε και η «Δυστυχία», στο Ίντεξ των ανθελληνικών βιβλίων.

Εγώ βέβαια ισχυριζόμουν (και ισχυρίζομαι ακόμα) πως το κείμενο αυτό γεννήθηκε από αγάπη (ίσως και υπερβολική) για την Ελλάδα. Όποιος διαβάζοντας δεν κατάλαβε πόσο πονάω αυτή τη χώρα, είναι σίγουρα προκατειλημμένος. Άλλωστε, η σάτιρα γεννιέται πάντα από το τραύμα - ο σατιρικός είναι ένας ευαίσθητος άνθρωπος που μετουσιώνει την αγανάκτηση και την οργή του σε πικρό σαρκασμό.

Ωστόσο υπάρχουν πολλοί που διατείνονται πως δεν αγαπώ την πατρίδα μου - ότι θα ήθελα να ζω αλλού (π.χ. στην Δυτική Ευρώπη) και γι αυτό όλα εδώ μου φταινε.

Πραγματικά θα ήθελα να ζω αλλού. Όμως θα επιθυμούσα αυτό το αλλού να είναι εδώ. Γι αυτό έδωσα την μάχη – να εντείνω και να καλλιεργήσω τα θετικά στοιχεία του Δυτικού (δηλαδή Ελληνικού) πολιτισμού στην χώρα μας. Για είκοσι περίπου χρόνια, μαζί με τα βιβλία μου, χρησιμοποίησα όλα τα Μέσα προκειμένου να δημοσιοποιήσω τις απόψεις μου. Έμπλεξα με εφημερίδες, τηλεόραση, περιοδικά – πράγμα που στα μάτια των διανοούμενων, υποβάθμισε ακόμα περισσότερο την πνευματική μου υπόσταση. Κι όλα αυτά μάλλον μάταια. Τα τελευταία χρόνια ένα κύμα εθνικισμού, θρησκευτικού φονταμενταλισμού, ρατσισμού, αντιδυτικισμού και απομονωτισμού, έχει κατακλύσει τον τόπο μας. Διαβάζω τις διάφορες έρευνες που αναλύουν την σκέψη, την στάση και την νοοτροπία των Ελλήνων και σκέπτομαι ότι άδικα κοπίασα. Η πλύση εγκεφάλου από τους Ελληνοκεντρικούς είναι συνεχής και υποδόρια. Στον πνευματικό μας χώρο οι λέξεις ευρωπαϊστής, ακόμα και εκσυγχρονιστής, ακούγονται πια σαν ύβρεις ή το λιγότερο σαν ειρωνείες.

Ίσως τελικά το να είχα φύγει εγώ, θα ήταν και πιο απλό και πιο αποτελεσματικό σε προσωπικό επίπεδο. Δεν είμαι δέσμιος. Από ένα σημείο και πέρα είχα (με αρκετό κόπο) αποκτήσει την οικονομική ανεξαρτησία για να ζήσω έξω. Οι άλλες προϋποθέσεις (π.χ. γλώσσες, εξοικείωση με τον τρόπο ζωής) υπήρχαν ήδη. Και ομολογώ ότι ήρθαν πραγματικά στιγμές που το σκέφθηκα. Πικραίνομαι όταν παραβάλλω την πορεία μου με αυτή δυτικοευρωπαίων φίλων και συμφοιτητών οι οποίοι δεν γνώρισαν την ανθρωποφαγική και μικρόψυχη συμπεριφορά που κυριαρχεί στην στενάχωρη πνευματική αγορά μας.

Όμως τελικά έμεινα και έδωσα εδώ τη μάχη. Γιατί αυτό που με ενδιέφερε δεν ήταν να ζήσω εγώ σε ένα πιο σωστό περιβάλλον - αλλά να βελτιώσω το δικό μας. Πιστεύω πως αυτή η χώρα έχει πολλά να κερδίσει από τον σωστό εκσυγχρονισμό και από την μελέτη της Δύσης. Γιατί η Δύση δεν είναι κάτι ξένο - είναι η δική μας συνέχεια. Η σωστή Ελλάδα θα πρέπει να είναι η σύνθεση των θετικών πλευρών της νεοελληνικής ταυτότητας και παράδοσης με τις θετικές στιγμές της Δύσης. (Προς το παρόν ζούμε όλοι το αντίθετο: τα αρνητικά του χαρακτήρα μας συνδυασμένα με ό,τι αρνητικό διαθέτει η Δύση…)

Το αν αγαπάω την Ελλάδα δεν θα το πω εδώ, τώρα - το γράφω (και το απεικονίζω στις φωτογραφίες μου) εδώ και σαράντα χρόνια. (Μάρτυς μου «Το Φως των Ελλήνων» και το «Δεν ξεχνώ»). Αγάπη όμως για μένα δεν είναι η άκριτη δοξολόγηση, η προσήλωση σε μύθους και οράματα, η εθνοκαπηλία και πατριδοκαπηλία. «Όποιος αγαπάει παιδεύει» λεει σωστά ο λαός μας - και η σωστή αγάπη φαίνεται με το πόσο μας καινε τα στραβά και τα ανάποδα του τόπου μας.

Τόσο με τρωει η Ελλάδα που της έχω αφιερώσει επτά ολόκληρα βιβλία και αμέτρητα άλλα κείμενα. Στο Ημερολόγιο του Καύσωνα γράφω: «Αυτή η χώρα με έχει σακατέψει. Πως λέμε: Σεισμόπληκτος, πλημμυρόπληκτος. Εγώ – Ελλαδόπληκτος. Η Ελλάδα – με την ομορφιά και τον παραλογισμό της – έχει περάσει από πάνω μου σαν τραίνο».

Όπως έχω γράψει και αλλού, η εικόνα που έχω για την πατρίδα δεν είναι ιδέα, αλλά αίσθηση - μία θαλπωρή του οικείου. Δεν θεωρώ τη χώρα μου ούτε καλύτερη ούτε σημαντικότερη από τις άλλες, την αγαπώ επειδή είναι η γωνιά μου μέσα στην οικουμένη - όπως αγαπώ την γειτονιά μου. Αλλά όπως δεν θα σκεπτόμουν ποτέ να μετατρέψω την γειτονιά μου σε ιδεολόγημα και να σκοτώσω γι αυτήν, έτσι δεν θεωρώ λογικό να μετατρέπουμε την πατρίδα σε έθνος – και να θυσιάζονται άνθρωποι για «ένα πουκάμισο αδειανό…»

Αγαπάω την Ελλάδα όπως αγαπάει κανείς το σπίτι του και τους δικούς του. Όμως αυτό δεν με κάνει να παραβλέπω τα στραβά της, ούτε να θεωρώ το δικό μου σπίτι και τους δικούς μου συγγενείς καλύτερους από τους άλλους ανθρώπους. Από μικρό παιδί απορούσα όταν έβλεπα φανατικούς – κάθε είδους. Κι ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πως γίνεται κανείς ορκισμένος οπαδός, ή καραμπινάτος πιστός. Έβλεπα τους μεγάλους να τσακώνονται για πολιτικά κόμματα ή ποδοσφαιρικές ομάδες, να «κόβουνε την καλημέρα» σε φίλους διότι υποστήριζαν άλλη παράταξη - και ξαφνιαζόμουν.

Το πάθος του ανήκειν δεν το έζησα ποτέ. Ίσως μάλιστα από αντίδραση στον φανατισμό που διαπότισε τα παιδικά μου χρόνια (στα Δεκεμβριανά ήμουν εννέα χρόνων), να καλλιέργησα το αντίθετο πάθος. Της φανατικής απόστασης. Με αποτέλεσμα τώρα στα εξήντα μου να έχω εντελώς περιθωριοποιηθεί. (Στην Ελλάδα άμα δεν σε στηρίζει κόμμα, παράταξη, παρέα, κλίκα, δημοσιογραφικό συγκρότημα, θρησκευτικό ή ποδοσφαιρικό σωματείο – ουσιαστικά δεν υπάρχεις…)

Ωστόσο όλα αυτά καθόλου δεν με κάνουν να αλλάζω απόψεις. Απλά βαρέθηκα πια τις αντιπαραθέσεις - και ιδιαίτερα με ανθρώπους που με κανένα τρόπο δεν είναι διατεθειμένοι να ακούσουν αυτό που λες. Στην Ελλάδα έχει συμβεί κάτι διαβρωτικό για την σκέψη: ύστερα από τις πρώτες σου τοποθετήσεις, σου κολλάνε μία ετικέτα (π. χ. «δυτικόφιλος») και μετά, ό,τι κι αν πεις θεωρείται αναμενόμενο και δεδομένο. Οι οπαδοί της παράταξής σου θα συμφωνήσουν και οι αντίθετοι θα διαφωνήσουν, χωρίς καν να σε έχουν ακούσει. Οι Παναθηναϊκοί ποτέ δεν θα συζητήσουν τις απόψεις ενός Ολυμπιακού. Έτσι διάλογος ουσιαστικός δεν γίνεται. Με τα συνθήματα, τις ετικέτες και τα στερεότυπα, η πνευματική σκηνή θυμίζει όλο και περισσότερο ποδοσφαιρικό γήπεδο.

Τα του Θεού…

Καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα. Εκκλησιαστικοί κύκλοι με έχουν αποκαλέσει άπιστο, άθεο, μέχρι και …βουδιστή. (Τώρα αυτό για μένα δεν θα ήταν κατηγορία – ο βουδισμός είναι μία σημαντική βιοθεωρία που πολύ μελέτησα, αν και ουδέποτε προσχώρησα σε αυτήν). Κι όλα αυτά γιατί; Επειδή προσπαθώ να ξεκαθαρίσω το θρησκευτικό συναίσθημα (που το σέβομαι απόλυτα) από τον θανάσιμο εναγκαλισμό των εκκλησιαστικών και παραεκκλησιαστικών εξουσιαστών.

Κατηγορήθηκα κάποτε - με σαφή (και ηθελημένη) παρερμηνεία των κειμένων μου - ότι υβρίζω τον στρατό και την εκκλησία. Δεν συνηθίζω να βρίζω, αλλά να σκέπτομαι. Στην περίπτωση αυτή απλά προσπάθησα να καταλάβω πώς γίνεται οι Έλληνες να έχουν περισσότερη εμπιστοσύνη σε αυτούς τους δύο θεσμούς από ότι στην επιστήμη, την τέχνη, την παιδεία, την δικαιοσύνη, την πολιτική - θεσμούς σίγουρα πιο δημιουργικούς και δημοκρατικούς.

Κατάλαβα - και από την αντίδραση στα κείμενά μου - πως η βασική αιτία είναι η καταραμένη ανασφάλεια των Eλλήνων. Αυτή η ίδια που τους ωθεί να είναι επιθετικοί και εριστικοί, υπερβολικοί και κυκλοθυμικοί. Η ανασφάλεια τους ωθεί να εμπιστεύονται μορφές οργάνωσης που είναι στατικές, εσωστρεφείς, ιεραρχημένες και πειθαρχημένες. Και να φοβούνται το ανοιχτό, το καινούργιο, το δημιουργικό και το διαφορετικό.

Φυσικά δεν κρύβω το γεγονός ότι δεν ανήκω στους θιασώτες αυτών των δύο θεσμών. Για τον στρατό πιστεύω - και το έγραψα - πως είναι απλά ένα αναγκαίο κακό, μέχρι ο άνθρωπος να καταλάβει την ηλιθιότητα και τον παραλογισμό του πολέμου. Τότε δεν θα χρειάζεται επαγγελματίες της μαζικής δολοφονίας. Η εκκλησία, από την άλλη πλευρά, με ενοχλεί ακριβώς επειδή σέβομαι απόλυτα την θρησκευτική εμπειρία. Διότι δεν είναι τίποτα άλλο από την εκκοσμίκευση και γραφειοκρατικοποίηση αυτής της εμπειρίας. Συγκρίνετε απλά τα διδάγματα του Χριστού, με την παρουσία και την δραστηριότητα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας…

Ειδικά στην Ελλάδα πιστεύω πως η ανάμιξη της εκκλησίας στην ζωή μας αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα και για την κοινωνία και για την ίδια την εκκλησία. Όταν μάλιστα η επίσημη ιεραρχία παίρνει την σκυτάλη από τους παλαιοημερολογίτες και τις παραεκκλησιαστικές οργανώσεις και τοποθετείται εναντίον των νέων ταυτοτήτων και του «666» - η μεσαιωνική μούχλα αρχίζει να δημιουργεί συμπτώματα ασφυξίας.

Θεωρώ ότι ο χωρισμός εκκλησίας και κράτους είναι θεμελιώδης προϋπόθεση για κάθε σοβαρή κοινωνική εξέλιξη. Είμαστε το μόνο ευρωπαϊκό κράτος που εξακολουθεί να μην αποδίδει «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι» και στο σημείο αυτό εξομοιωνόμαστε με θεοκρατικά τριτοκοσμικά καθεστώτα. Και αν αντιτείνει κανείς πως έτσι θα χαθεί η πολύτιμη ορθόδοξη παράδοση - θα ισχυριστώ ακριβώς το αντίθετο. Η πραγματικά αξιόλογη αυτή κληρονομιά κινδυνεύει περισσότερο από την εμπλοκή της εκκλησίας στην εξουσία.

 Αυτογνωσία

 Η σημερινή αυτοσυνείδηση του Έλληνα θεμελιώνεται επάνω σε μία σειρά από μύθους. Τον μύθο της συνέχειας. Τον μύθο της φυλετικής και πολιτισμικής ανωτερότητας των προγόνων (άρα, λόγω συνέχειας, και ημών...) Τον μύθο της ιδιαιτερότητας (που σημαίνει τελικά υπεροχής - δεν υπάρχει ιδιαιτερότητα προς τα κάτω…) Τον μύθο της φυλετικής και θρησκευτικής καθαρότητας. Τον μύθο του «δαιμονίου της φυλής».

Η παρουσία αυτών των μύθων δημιουργεί βέβαια και τις αντίστοιχες αντιδράσεις. Έτσι ο τυπικός συμπατριώτης μου, ενώ είναι υπερήφανος επειδή είναι Έλληνας (το 95% σύμφωνα με σφυγμομετρήσεις…) είναι συγχρόνως έτοιμος να λοιδορήσει και να ψέξει τον λαό του με το παραμικρό. Κι αυτό επειδή φυσικά δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες και τις απαιτήσεις που δημιουργούνε οι μύθοι.

Γι αυτό συμβαίνει να είμαστε ταυτόχρονα οι μεγαλύτεροι δοξολογητές και υβριστές του εαυτού μας. Ανάλογα με την οπτική γωνία (και την στιγμή), είτε υμνούμε τους Έλληνες ή τους φτύνουμε (εκεί, συνήθως, τους αποκαλούμε Ρωμιούς).

Φυσικά και οι δύο στάσεις είναι λάθος. Αντί να χειροκροτούμε ή να βρίζουμε, θα ήταν πιο χρήσιμο να σκεφτούμε. Ψύχραιμα και ορθολογικά.

Ωχ! Είπα την απαγορευμένη λέξη. Λαύροι νέο-ορθόδοξοι με κατακεραυνώνουν! Διότι για αυτούς ο ορθός λόγος είναι επικατάρατος, εφεύρεση των Δυτικών, η ratio των σχολαστικών φιλοσόφων - ενώ ο ελληνικός λόγος είναι «άλλος». (Όπως, άλλωστε, «άλλοι» είμαστε και εμείς).

Θα επαναλάβω εδώ αυτά που έχω γράψει αλλού γι αυτή την τεχνητή διχοτόμηση του λόγου. Πιστεύω ότι υπάρχει μία βασική αλλά ηθελημένη παρεξήγηση που στοιχειώνει την σκέψη όλων των ανορθολογιστών (ελληνοκεντρικών ή νεο-ορθόδοξων) και την καθιστά φιλοσοφικά διάτρητη.

Η «ratio», την οποία πολεμούν, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η μετάφραση στα Λατινικά της αρχαίας ελληνικής λέξης «λόγος». Και μάλιστα της Αριστοτελικής εκδοχής της - δηλαδή του «ορθού λόγου». Για να δημιουργήσουν την διαφορά (πράγμα που βαθύτατα επιθυμούν) βαφτίζουν αυθαίρετα ratio τον κακό «ορθό λόγο» και του αντιπαραθέτουν έναν καλό «άλλο ελληνικό λόγο» διαπράττοντας δύο αδικήματα. Της περιττής μετωνυμίας και της «μετάβασης εις άλλον γένος». Διότι αυτός ο «άλλος» λόγος δεν είναι μια διαφορετική μορφή κριτικής και αναλυτικής σκέψης - αλλά διαίσθηση, ενόραση, συναίσθημα. Δεν αποτελεί εναλλακτική πρόταση για τον «ορθό» ούτε μπορεί να τον υποκαταστήσει. Αφορά τον χώρο έξω από τα όρια.

Όπου ανήκουν και πολλοί δημιουργοί - από τον Λορεντζάτο ως τον Αρτώ. Όταν ισχυρίζομαι ότι δεν υπάρχουν άλλα είδη ορθού λόγου δεν εννοώ πως δεν υπάρχει κάτι εκτός ορθού λόγου. Ίσα-ίσα που έχω γράψει πολλές φορές (παραπέμπω και στο βιβλίο μου «Το Απόλυτο και το Τάβλι») πως τα σημαντικότερα πράγματα στη ζωή - η Τέχνη, η Πίστη, ο Έρωτας - βρίσκονται έξω από τα όρια του ορθού λόγου. Ο «άλλος» λόγος που επικαλούνται οι αντίπαλοι του «ορθού» ανήκει σε αυτό τον άλλο χώρο, τον πέρα από τα όρια του ορθού λόγου.

Η δεύτερη διαφορά μου είναι πως η διάκριση ορθού και «άλλου» λόγου (που εκφραζεται και στο δίπολο διαφωτισμός - ρομαντισμός) δεν χωρίζει την Δύση από την Ανατολή - υπάρχει και στους δύο χώρους. Και μέσα στην Δύση υπάρχουν σημαντικοί ανορθολογιστές. Εκτός αν δεχθούμε πως η Βέιλ, ο Κίρκεργκωρ και ο Αρτώ είναι ...Έλληνες. Και πάλι εδώ βαφτίζουμε αυθαίρετα τον μη- ή τον αν-ορθολογισμό (και τον Δυτικό) σε «Ελληνικό Λόγο».

Η τρίτη και βασική διαφορά είναι πως, ενώ αναγνωρίζω το πρωτείο του «άλλου λόγου» (η μάλλον μη λόγου) για την πλήρωση του κάθε συγκεκριμένου ανθρώπου - δεν θεωρώ ότι μπορεί να αποτελέσει την βάση για την σκέψη, την επιστήμη, την πολιτική ή την οργάνωση της κοινωνίας. Δεν μπορώ να φανταστώ ούτε ένα Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (πόσο μάλλον ένα Σύνταγμα) που να αγνοεί τον ορθό λόγο και να βασίζεται στο συναίσθημα ή στην διαίσθηση. Πόσο συμβατή είναι π.χ. η απόλυτη θρησκευτική πίστη, με τα ανθρώπινα δικαιώματα; Ένα θεοκρατικό πολίτευμα δεν μπορεί (εξ ορισμού) να είναι δημοκρατικό.

Στον υποκειμενικό χώρο ο καθένας πρέπει να είναι ελεύθερος να αναζητήσει την λύτρωση ή την ευτυχία με όποιο «λόγο» θέλει. Αλλά το μόνο κοινό σύστημα σκέψης που (όπως και τα συγγενή του μαθηματικά) υποχρεώνει σε καθολική αποδοχή και ξεπερνάει το υποκείμενο, είναι ο ένας και ενιαίος (επιμένω) ορθός λόγος. Δύο και δύο κάνουν τέσσερα και στην Ανατολή και στην Δύση.

Η «κακή» Δύση

Ο Μανιχαϊσμός (δηλαδή η αντίθεση άσπρου-μαύρου) είναι μία από τις αρρώστιες που μας καταδυναστεύουν. Δεν υπάρχει το απόλυτα κακό ή καλό, κι αυτό που μας χρειάζεται δεν είναι η αντίθεση, η αντίφαση, η αντιπαράθεση, αλλά η σύνθεση. Έχουμε μάθει όμως πια να υπάρχουμε χάρη στην αντίφαση - κι όταν δεν έχουμε εχθρούς πρέπει να τους εφευρίσκουμε. Όπως π.χ. η «κακή» Δύση - ή οι «κακοί» γείτονες.

Είναι απίθανο το πόσο σχηματοποιούμε και παραμορφώνουμε κάτι, για να το αναγορεύσουμε σε εχθρό. Έτσι και την Ευρώπη. Όμως η Ευρώπη περιέχει τα πάντα (και εμάς μαζί). Περιέχει ρασιοναλιστές και αντιρασιοναλιστές, εθνικιστές και κοσμοπολίτες, διαφωτιστές και ρωμαντικούς. Δεν υπάρχει τάση στην σημερινή ελληνική σκέψη που να μην αντιστοιχεί σε κάποιο ευρωπαϊκό ρεύμα – για να μην πω ότι κατάγεται από αυτό. H Δύση τώρα συμπεριλαμβάνει και την Ανατολή – μια και επιδράσεις της άλλαξαν την τέχνη και την σκέψη του αιώνα μας. Περιέχει όλη την κλίμακα ορθολογισμού και ανορθολογισμού – από τον Ντεκάρτ ως τον Ντερριντά. Ακόμα και ο Ντοστογιέφσκη, ο αντιδυτικός, ο Σλαβόφιλος, είναι τώρα ένα κομμάτι αναπόσπαστο της Δυτικής παράδοσης.

Στην πραγματικότητα το να μιλάμε για Δυτικό πολιτισμό είναι λάθος. Πρόκειται τώρα για ένα παγκόσμιο πολιτισμό που εμπεριέχει μέσα όλα τα προηγούμενα πολιτισμικά μορφώματα. Είναι ο πρώτος πολιτισμός στην ιστορία που συντηρεί και καλλιεργεί όλες τις τάσεις και τις παραδόσεις. Οι παλιότεροι πολιτισμοί ξεκινούσαν με την κατάργηση των προηγούμενων ή των διαφορετικών. (Π. χ. οι Χριστιανοί κατάστρεφαν τα μνημεία και τα κείμενα των αρχαίων).

Μόλις ακούσουμε για παγκόσμιο πολιτισμό, μας πιάνει βέβαια το άγχος της αφομοίωσης, απώλειας ταυτότητας κλπ. (Φυσική αντίδραση σε κάθε μικρό λαό). Όμως κι αυτός ο φόβος δεν ευσταθεί. Όπως έχω ξαναγράψει, αιώνες μέσα στον ίδιο εθνικό χώρο – στο ίδιο κράτος - οι Σικελοί δεν έγιναν Μιλανέζοι, οι Βαυαροί δεν έγιναν Πρώσοι, οι Ουαλλοί Άγγλοι και οι Προβηγκιανοί Νορμανδοί. Μόνον εμείς θα αλλοτριωθούμε; Η διάδοση της Κόκα Κόλα ή των τζιν δεν σημαίνει διάδοση πολιτισμικών αξιών. (Οι περισσότεροι αντιαμερικανοί που γνωρίζω φοράνε τζιν…) Παράλληλα με την παγκοσμιοποίηση λειτουργεί και η αντίρροπη τάση της εμμονής στη διαφορά (και μάλιστα παραλειτουργεί όπως είδαμε στην πρώην Γιουγκοσλαβία). Σε καμία εποχή της ιστορίας της η ανθρωπότητα δεν ασχολήθηκε τόσο με τα δικαιώματα των μειονοτήτων – και σε καμία εποχή δεν καλλιέργησε τόσο τις τοπικές παραδόσεις. Ο νέος παγκόσμιος πολιτισμός μπορεί να ισορροπήσει ενότητα με διαφορά.

Δεν ξέρω πόσο κακή είναι η Δύση για μας. Ξέρω όμως πως της χρωστάμε αρκετά. Από την ανεξαρτησία μας (κανείς δεν μιλάει πια για το Ναβαρίνο) μέχρι την ίδια μας την ελληνολατρία. Αν κάτι Δυτικόφερτο έχει κάνει κακό στην Ελλάδα, αυτό δεν είναι ούτε ο ορθός λόγος (ή ratio), ούτε το πολιτικό σύστημα, ούτε η τεχνολογία. Είναι η ιδέα για την συνέχεια του Ελληνισμού. Περιέργως, αυτή η ιδέα, πού σήμερα επισείεται ως φλάμπουρο από όλους τους αντί-δυτικούς, είναι καθαρά Δυτική. Οι ξένοι «φιλέλληνες» ανακάλυψαν τα αρχαία μνημεία, οι ίδιοι μας επέβαλλαν να θεωρήσουμε εαυτούς ως τους άμεσους απογόνους και συνεχιστές των αρχαίων.

Οι Ρωμιοί του 18ου αιώνα δεν ένιωθαν ούτε καν έλληνες – πόσο μάλλον αρχαίοι. Ήταν ένας νέος βαλκανικός λαός, που είχε προέλθει από την επιμιξία πολλών φύλων και πολιτιστικών παραδόσεων, με δικό του ύφος και δική του νοοτροπία. Ξαφνικά οι Δυτικοί «φιλέλληνες» (και οι μιμητές τους, δικοί μας λογιώτατοι) του φόρεσαν μία περικεφαλαία τον έχρισαν συνεχιστή των αρχαίων και τον μπόλιασαν με την μανία της καθαρότητας.

Καθαρή φυλή, άρα και καθαρή γλώσσα. Τι τράβηξε αυτό το έθνος από την προσκόλληση αυτή! Μοναδική περίπτωση στα γλωσσολογικά χρονικά: επινόησε μία τεχνητή γλώσσα, μια γλώσσα ρετρό. Άρχισε να αποβάλλει κάθε ίχνος επιμιξίας, να αλλάζει τα τοπωνύμια, να παραποιεί την ιστορία του - προκειμένου να αποδείξει τι; Πως δεν ήταν ένας βαλκανικός λαός σαν τους άλλους, αλλά ο φυλετικά καθαρός αριστοκράτης, όχι απλώς της περιοχής αλλά και ολόκληρης της οικουμένης. Σαν κάτι ψευτο-γαλαζοαίματους που μηχανεύονται γενεαλογικά δέντρα για να αποδείξουν την ανωτερότητά τους.

 Αλλά ανώτερος δεν γίνεται κανείς λόγω καταγωγής – μόνο λόγω επιτευγμάτων. Ο γιος του νομπελίστα δεν είναι κληρονομικώ δικαίω νομπελίστας. Οι αρχαίοι ανήκουν σε όλο τον κόσμο, κυρίως σε όσους «μετέχουν της ημετέρας παιδείας». Ένας Άγγλος αρχαιοδίφης της Οξφόρδης είναι πιο κοντά τους, από τον ανίδεο Έλληνα.

Όμως ακόμα και σήμερα δικοί μας διανοούμενοι ονομάζουν τους Έλληνες «αριστοκράτες των λαών». Ακόμα και σήμερα πολλοί Έλληνες (οι περισσότεροι) πιστεύουν ενδόμυχα πως είμαστε λαός περιούσιος. Από κει πηγάζουν και τα μόνιμα παράπονα για το πώς μας φέρονται οι άλλοι. Σαν τα κακομαθημένα παιδιά διεκδικούμε πάντα την αμέριστη συμπαράσταση όλων - ακόμα και όταν έχουμε άδικο. Και πιστεύουμε πως μόνιμα μας «ρίχνουν», αγνοώντας το γεγονός πως είμαστε το μόνο κράτος της περιοχής που έχει διπλασιάσει την έκτασή του τα τελευταία εκατό πενήντα χρόνια. Έχουμε εξυφάνει άπειρες θεωρίες συνωμοσίας για να απαλλαγούμε από τις ευθύνες μας και να τις ρίξουμε στους άλλους.

Η πεποίθηση της υπεροχής φαίνεται καθαρά και στις σαφείς ρατσιστικές μας τάσεις. Ποιος Έλληνας δεν πιστεύει πως είναι ανώτερος από τον Τούρκο, τον Αλβανό, ή τον «Γυφτοσκοπιανό»; Μιλήστε σε ένα μορφωμένο ακροατήριο για τον Τουρκικό πολιτισμό - είναι σίγουρο πως θα καγχάσει.

Ε, λοιπόν, αυτόν τον Έλληνα, που ρωτάει την ανθρωπότητα «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;», που παραληρεί στα συλλαλητήρια, που αρνείται στον Άλλο βασικά δικαιώματα, που κάνει πογκρόμ εναντίον (παλιότερα) των Εβραίων και σήμερα των Μουσουλμάνων συμπολιτών του - και που καταλήγει να πυροβολεί (κατά λάθος) τον Αλβανό και τον γύφτο, δεν τον συμπαθώ. Και στο σημείο αυτό είμαι, αθεράπευτα, ανθέλλην.

Η ιστορία ως ουέστερν

Δεν υπάρχει μέρα που να μην διαβάζω στις εφημερίδες για κάποια ανθελληνική απειλή. Έβηξε ο Τούρκος, ξύστηκε ο Αμερικανός - κακό που μας μέλλεται. Από τα παιδικά μου χρόνια ζούσα την ιστορία μας σαν ένα (φτηνό) καουμπόικο έργο. Όπου εμείς οι Έλληνες ήμασταν - μόνιμα και απόλυτα - οι Καλοί. Οι Κακοί άλλαζαν. Υπήρχε ο «από Βορράν κίνδυνος», γύρισε στην Ανατολή, επέστρεψε μετά στο Βορρά και από εκεί πάλι έστριψε ανατολικά. Όταν ήμουν παιδί ή λέξη «Βούλγαρος» ήταν βρισιά - πιο πολύ κι από το Τούρκος. Το «Μακεδόνας», στην Βόρεια Ελλάδα, ήταν απαγορευμένη λέξη. Το «Αλβανός» ήταν αδιάφορο, μέχρι που έγινε σήμερα απειλή.

Πρέπει κάποτε να βγούμε από την Βαλκανική διάσταση. Όπου, όπως γράφει ο Fred Reed: «ο εθνομάρτυρας του ενός λαού είναι ο εγκληματίας του άλλου, όπου ο ιδρυτικός μύθος του ενός έθνους, είναι ιστορία οδύνης και σφετερισμών για το άλλο». Εδώ η ιδεολογική χρήση της ιστορίας έφτασε στο ύψιστο σημείο της. Με πολλή έκπληξη διαπίστωσα, διαβάζοντας ιστορικά βιβλία άλλων λαών, ότι υπάρχουν ιστορίες που δεν βασίζονται στην αντιπαλότητα και την έχθρα, που δεν καλλιεργούν εθνικισμό και μίσος. Που αναφέρονται στους γείτονες με κατανόηση.

Μα τολμάς να συγκρίνεις τους Έλληνες με άλλους λαούς; Ε! Ναι - και καλό θα ήταν να ξεχάσουμε την μοναδικότητα μας και ως προς τα παθήματα. Η Ιστορία δεν είναι η παρηγορήτρα Μάνα όπου καταφεύγεις για να διηγηθείς τους πόνους σου - και ανάλογα εξασφαλίζεις χάδια και προνόμια. Όλοι οι λαοί της γης έχουν περάσει άσκημες ώρες - ούτε χρειάζεται ανταγωνισμός αυτολύπησης. Είπαμε -πρέπει να ενηλικιωθούμε!

Και επιτέλους να πάψουμε να ζούμε την ιστορία σαν ουέστερν. Κάθε πρωί οι εφημερίδες φωνάζουν (σαν τον μικρό στο σινεμά) «Πρόσεχε! Σε σημαδεύει από πίσω!» Κάθε μέρα η αγωνία: τι ετοιμάζουν οι Κακοί. (Λες και δεν κάνουν άλλη δουλειά από το συνωμοτούν εναντίον μας…)

Πότε άραγε θα καταλάβουμε πως στην Ιστορία - όπως και στη ζωή - δεν υπάρχουν ατόφιοι Καλοί και Κακοί. Πως η μεγαλοσύνη των λαών δεν μετριέται ούτε με την μυθοπλασία ούτε με την κινδυνολογία - αλλά κυρίως με την δυνατότητα που επιδεικνύουν στο να ξεπερνούν τα προβλήματα του παρόντος (και του παρελθόντος, όταν παραμένει παρόν). Σκεφθείτε πόση δύναμη χρειάστηκε για να θαφτεί η έχθρα Γάλλων-Γερμανών, έχθρα αιώνων ποτισμένη με πολύ αίμα. Κάθε φορά που τώρα διαβάζω για τον «Γαλλογερμανικό άξονα» στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θυμάμαι την πρώτη μου δασκάλα των γαλλικών που έβριζε με λύσσα τους Boches.

Το ένα και μόνο «εθνικό» θέμα

 Για μένα τα «εθνικά θέματα» δεν είναι το Αιγαίο, ή το Μακεδονικό. Ούτε καν η οικονομία και η δημόσια διοίκηση. Για μένα το ένα και μοναδικό εθνικό θέμα είναι αυτό που έθεσε ο Διονύσιος Σολωμός: Το έθνος πρέπει να ταυτίσει το εθνικό με το αληθές. Αν δεν γίνει αυτό (και δεν γίνεται από την μία μέρα στην άλλη - θέλει χρόνια δουλειά, κυρίως στην παιδεία) δεν θα μπορέσουμε να σταθούμε στον σημερινό κόσμο. Θα παραπαίουμε μόνιμα ανάμεσα στο παράπονο και την επιθετικότητα. Θα ξοδεύουμε τρισεκατομμύρια - το αίμα και τον ιδρώτα μας - σε άχρηστους εξοπλισμούς. Θα βρισκόμαστε σε μόνιμη διαμάχη με τους γείτονές μας και με όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Θα βλέπουμε παντού παρανοϊκά σχέδια και συνωμοσίες. Σαν άρρωστος, απροσάρμοστος άνθρωπος θα ζούμε ανάμεσα στην υστερία και την κατάθλιψη.

Ποιος θα τολμήσει να διδάξει στους Έλληνες την αληθινή τους ιστορία; (Όπου π.χ. θα περιλαμβάνονται και τα πογκρόμ που αναφέρω παραπάνω…) Την ιστορία (και τον πολιτισμό) των γειτόνων τους; Ποιος θα τολμήσει να πει στους Έλληνες την αλήθεια για μερικά «εθνικά θέματα»; (Όπως π.χ. το FIR Αθηνών; Οφείλεται στην Παγκόσμια Συνωμοσία ότι κανείς από την Διεθνή Κοινότητα δεν μας δίνει δίκιο;) Πότε θα μπορέσουν οι Έλληνες να δούνε τον εαυτό τους όπως πραγματικά είναι, ένας λαός όπως όλοι οι άλλοι, με ικανότητες και αδυναμίες, με ταλέντο (αλίμονο – συχνά περισσότερο από όσο χωράει ο τόπος) αλλά και συμπλέγματα, με μεγαλοψυχίες και μικροψυχίες. Ποιος θα βοηθήσει τους νεοέλληνες να δούνε το πρόσωπό τους στον καθρέφτη – και να το αποδεχθούν;

Πριν από την εξυγίανση της οικονομίας επαγγέλλομαι την εξυγίανση της νοοτροπίας. Τελικά είμαι ανθέλλην ή μήπως αγαπώ την Ελλάδα; Αυτό ας το κρίνει το μέλλον.