Φίλος με ρώτησε προχθές – και η απάντηση ήρθε σχεδόν αυτόματα:
- Όχι
- Γιατί;
- Δεν έχω κάτι καινούργιο να πω – κι ένας από τους φόβους μου είναι η επανάληψη. Ήδη νομίζω πως έχω υποπέσει στο αμάρτημα.
Τον είδα να απογοητεύεται. Κάτι μας διέκοψε και η συζήτηση έληξε εκεί. Η απάντησή μου μπορεί να ήταν σωστή αλλά όχι πλήρης.
Η αλήθεια είναι πως έχω γράψει πάρα πολλά. Αμφιβάλλω αν υπάρχει έστω και ένας αναγνώστης (ο πιο φανατικός) που να έχει διαβάσει το 90%. Εδώ εγώ ο ίδιος και τα ξεχνάω. Όταν με ρωτάνε – όπως ο φίλος – νιώθω σαν πολύτεκνος (των 12 τέκνων) που του λένε: «δεν θα κάνετε άλλο παιδί;».
Έρχονται άνθρωποι που δηλώνουν συλλέκτες και θαυμαστές του έργου μου και λένε: «Έχω όλα σας τα βιβλία!» ή «έχω διαβάσει όλα όσα έχετε γράψει». Και σύντομα ανακαλύπτεις πως έχουν οκτώ βιβλία ή πως διάβασαν ελάχιστα.
Δεν φταίνε βέβαια αυτοί που έχω γράψει εξήντα ένα βιβλία καθώς και αναρίθμητα άρθρα, σχόλια και δικτυακά κείμενα. Και που το υλικό αυτό καλύπτει όλα τα είδη του λόγου και ένα μεγάλο εύρος από θέματα: φιλοσοφία, σάτιρα, πεζογραφία, θέατρο, ποίηση, τεχνολογία. Αυτός που διαβάζει φιλοσοφία πώς να ενδιαφερθεί για αυτοκίνητα;
Για να μην αναφερθώ στους διανοούμενους, λογοτέχνες και κριτικούς: αυτοί έχουν ήδη αποφανθεί για το έργο μου εδώ και χρόνια, τότε που κυριαρχούσαν τα κλισέ (ο διαφημιστής, ο δεξιός, ο λεφτάς, ο δημοσιογράφος, ο τεχνοκράτης) χωρίς να ανοίξουν ούτε ένα βιβλίο μου. Οτιδήποτε νέο και να έγραφα θα αντιμετωπιζόταν αυτόματα με τον ίδιο τρόπο – κατευθείαν στο ντουλάπι με τις ετικέτες. Ίσως αργότερα μία νέα απροκατάληπτη γενιά να μου δώσει μία καινούργια ευκαιρία.
Προς τι λοιπόν να δημιουργήσω κάτι νέο (κι αν θα είναι νέο…) όταν υπάρχει ένα τεράστιο έργο ακόμα αναξιοποίητο; Να γράψω καλύτερα από ότι στα σαράντα και στα πενήντα μου – μάλλον αποκλείεται. Έτσι λοιπόν περιορίζομαι στο βδομαδιάτικο κείμενο του LiFO (είναι καλή η παρέα, το κοινό και η αμοιβή) πετάω – σπάνια και που – κανένα «Επίκαιρο» και μεταθέτω τις ελπίδες μου στις νεότερες γενιές.