Ανήκω στην γενιά των παιδιών που
ΔΕΝ μεγάλωσε με τον Μικρό Ήρωα του Στέλιου Ανεμοδουρά. Όταν κυκλοφόρησε, το
1952, εγώ ήμουν δεκαεπτά χρονών, ετοίμαζα την πρώτη μου ποιητική συλλογή που
κυκλοφόρησε ένα χρόνο αργότερα.
Έτσι πρωτοδιάβασα Μικρό Ήρωα
πενήντα ένα χρόνια μετά, σε ένα ένθετο της «Καθημερινής». Είχα εντωμεταξύ
ακούσει πολλά, εκτεθεί στην άλω ενός μύθου, είχα διαβάσει διθυραμβικά σχόλια από
σημαντικούς συγγραφείς και κριτικούς (μερικά όπως του Γιώργου Κοροπούλη και του
Χάρη Καμπουρίδη αναδημοσιεύονται και στο ένθετο). Και σίγουρα δεν ήμουν
προετοιμασμένος γι αυτό που συνάντησα.
Παρ’ όλη την συμπάθειά μου για
την παραλογοτεχνία (θυμίζω πως ήμουν ο πρώτος Έλληνας που έγραψε επαινετικό
δοκίμιο για τα κόμικς, πριν τριάντα χρόνια, όταν όλοι τα έβριζαν) δεν βρήκα
τίποτα στον «Μικρό Ήρωα» που να δικαιολογεί τον μύθο και τα σχόλια των επιφανών.
Ένα μίγμα αφελούς υπερπατριωτισμού (με λίγο αμφίβολο χιούμορ) και ασπρόμαυρης
λογικής (όπου οι κακοί είναι πάντα πολύ κακοί ενώ οι πολύ καλοί πάντα νικάνε).
Και απόρησα.
Τέτοια δύναμη έχει λοιπόν η
νοσταλγία της παιδικής ηλικίας που να εξωραΐζει και να εξαγνίζει τα πάντα;
Σίγουρα συμβάλλει και η δύναμη του
χρόνου: Παράδειγμα: τα «Κλασικά Εικονογραφημένα». Υπόδειγμα κακών κόμικς.
Κακοσχεδιασμένα, αφελή και φτηνά. Στην εποχή τους είχαν – δικαίως – ξεσηκώσει
μεγάλες αντιδράσεις από τους πνευματικούς ανθρώπους διότι ευτέλιζαν και
παραποιούσαν λογοτεχνικά αριστουργήματα. Όμως πρόσφατα μας προσφέρθηκαν
(από την ίδια εφημερίδα) σαν αξιόλογες δημιουργίες.
Ενώ τα κείμενα της «Διάπλασης»
(ευτυχώς και τέτοια μας έχει προσφέρει η Καθημερινή) διαβάζονται άνετα και
σήμερα. Αλλά εκεί υπήρχε ένας Ξενόπουλος! Όπως εξακολουθούν να παραμένουν
απολαυστικά τα πρώτα βιβλία που διάβασα: Το Νησί των Θησαυρών, Ο Ιβανόης, και
όλος ο Ιούλιος Βερν.