Η χώρα του 97% Γιατί σωπαίνουν οι διανοούμενοι στην Ελλάδα;

 

Όσοι μιλάνε για τον διάλογο στην Ελλάδα παραβλέπουν ότι οι όροι του είναι εντελώς διαφορετικοί.

1. Είμαστε η μόνη Ευρωπαϊκή χώρα όπου σε κρίσιμα ζητήματα πολιτικής και ιδεολογίας κυριαρχούν πλειοψηφίες σχεδόν απολυταρχικές. Στα θέματα της Γιουγκοσλαβίας, του Αφγανιστάν του Ιράκ, του «Μακεδονικού» του Οτσαλάν, της παγκοσμιοποίησης, των ΗΠΑ, κλπ. τα ποσοστά είναι πάνω από 90 (συνήθως 97%). Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες οι μετρήσεις δείχνουν μικρές διαφορές. Π. χ. οι υποστηρικτές και αρνητές των πρόσφατων πολεμικών επιχειρήσεων κυμαίνονται συνήθως στα 30 με 40%. Υπάρχει πλουραλισμός απόψεων που προέρχεται από την ύπαρξη διαλόγου και οδηγεί πάλι σε διάλογο. Όμως τι περιθώρια διαλόγου έχει κάποιος όταν αντιμετωπίζει τον οδοστρωτήρα του 97%; Αυτόματα, η διαφορετική γνώμη τον κατατάσσει στους περιθωριακούς.

2. Ο ορθολογισμός έχει χάσει το παιχνίδι στην Ελλάδα. Ο διάλογος (ο ελάχιστος) γίνεται με όρους συναισθηματικούς. Δεν είναι τα λογικά επιχειρήματα που κινητοποιούν τον κόσμο, αλλά τα πάθη και οι φόβοι. Είτε πρόκειται για την Μακεδονία είτε για τις ταυτότητες. Έτσι λοιπόν η πλειοψηφία δεν είναι μόνο τεράστια αλλά και φανατική. Ο άνθρωπος που σκέφτεται διαφορετικά, χαρακτηρίζεται εύκολα ύποπτος, αν όχι προδότης. Δύσκολα βρίσκει βήμα για να εκφραστεί. Εκτός βέβαια κι αν επιλέξει να γίνει «διαφορετικός των τηλεοπτικών παραθύρων» – που σημαίνει να ακυρώσει την παρουσία του.

3. Η «ενιαία γνώμη» που κυριαρχεί στην Ελλάδα οφείλεται στην μονόπλευρη πληροφόρηση και την μονόπλευρη ιδεολογία (καθορίζουν η μία την άλλη). Στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας, ή και του Ιράκ, το ελληνικό κοινό μάθαινε μόνο την μία πλευρά των πραγμάτων. Οι ίδιοι οι διανοούμενοι δεν είχαν επαρκή πληροφόρηση. Αλλά κι αν την είχαν, θα βρίσκονταν μπροστά σε ένα κοινό που δεν διέθετε τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις για να κατανοήσει την άλλη άποψη. Πως είναι δυνατόν όταν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι αποθεώνουν τον Κάρατζιτς, να φωνάξεις ότι είναι εγκληματίας: Γίνεται να γιουχάρεις τον Θρύλο σε εξέδρα Ολυμπιακών;

4. Η μονόπλευρη ιδεολογία ήταν αυτή που διαμόρφωσε την Ελληνική Κοινή Γνώμη τις τελευταίες δεκαετίες. Μείγμα (ψευδο)αριστερού και εθνικιστικού λόγου ήταν – και είναι – τόσο κυρίαρχη, που θεωρείται αυτονόητη.

5. Το κόστος της διαφορετικής γνώμης είναι ανθρώπινα δυσβάστακτο. Όσοι τόλμησαν, το πλήρωσαν. Ένας εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από σοβαρότατη εφημερίδα γνώμης. Άλλος απολύθηκε λόγω «φιλοευρωπαϊσμού». Αρκετοί προπηλακίστηκαν και ονομάστηκαν προδότες και κουίσλινγκς. Θυμηθείτε τι άκουσε (και τι έπαθε) πάνω στην έξαρση του «Μακεδονικού», ο άνθρωπος που αναφέρθηκε στο αυτονόητο: ότι ο Μέγας Αλέξανδρος δεν κατέκτησε τον κόσμο πετώντας ροδοπέταλα – αλλά σφάζοντας. Με τέτοιες συνθήκες ένας διανοούμενος, για να παίξει τον ρόλο του, πρέπει να διαθέτει στον μέγιστο βαθμό την αρετή που οι Γερμανοί ονομάζουν Zivilcourage, (γενναιότητα του πολίτη). Καλό θα είναι να έχει και οικονομική ανεξαρτησία. Επίσης να είναι έτοιμος να χάσει αρκετούς φίλους. Και να ξέρει ότι, αν αργότερα δικαιωθεί, δεν θα του το αναγνωρίσει κανείς.

6. Το χειρότερο: Στη χώρα του 97% η αποτελεσματικότητα του διαφορετικού λόγου είναι μηδαμινή – και δυσανάλογη με το ανθρώπινο κόστος. Ο Στέλιος Ράμφος μετεστράφη και αναγνώρισε την σημασία και την δύναμη του Δυτικού πολιτισμού; (Πόσους έπεισε – ή, έστω, προβλημάτισε;)

Μετά από όλα αυτά βρίσκω μάλλον εύλογο «να έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί η εποχή του κριτικού λόγου» όπως γράφει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος και η «η κοινωνική ευθύνη των πνευματικών ανθρώπων να αρχίζει και να τελειώνει στην τελευταία καταγγελτική τους δήλωση». Η οποία – όλως τυχαία – συμβαδίζει με το 97%.

Ακολουθώντας την πλειοψηφία οι διανοούμενοι, είναι συνεπείς με τον εαυτό τους. Αυτοί δεν την έπλασαν; Αυτοί δεν την πότισαν με prêt a porter «αριστερές» ιδέες; Δεν τη κατήχησαν να απεχθάνεται τον Πινοσέτ αλλά να θαυμάζει τον Φιντέλ; Δεν λειτούργησαν ως γιγάντιο αμορτισέρ, ώστε να μην φτάσει εδώ το σοκ της κατάρρευσης του Υπαρκτού Σοσιαλισμού; Αυτοί δεν καλλιέργησαν την αίσθηση της ελληνικής ιδιαιτερότητας (διάβαζε: ανωτερότητας) και της εχθρότητας προς τη Δύση; Αυτοί δεν δίδαξαν την ιστορία ως ανθελληνική συνομωσία; Τι τους ζητάει λοιπόν ο Θεοδωρόπουλος; Να έρθουν σε σύγκρουση με τον πρότερο εαυτό τους ΚΑΙ με το μπετόν του 97%;

(Δημοσιεύθηκε στα ΝΕΑ 3. 6. 2003)