Αυτό που συνέβη στην Ερμούπολη ήταν ένα θαύμα που δεν ξανάγινε στην Ελλάδα και πιθανότατα σε όλο τον κόσμο. Από το πουθενά δημιουργήθηκε μία πόλη, μία κοινωνία αυτόνομη, ανεξάρτητη που οικονομικά και πολιτιστικά θαυματούργησε, κυριάρχησε για πάνω από πενήντα χρόνια σε όλη τη χώρα και μετά οι δημιουργοί της εξαερώθηκαν, εξαφανίστηκαν, αφήνοντας πίσω ένα κενό κέλυφος. Όταν την επισκέφθηκα πρώτη φορά πριν μισόν αιώνα έμοιαζε με μία νεοελληνική Πομπηία ή  Δήλο – με συνηθισμένους κατοίκους και επαρχιακή ζωή.

Τι σχέση έχει το Δημαρχείο της Ερμούπολης – το μεγαλύτερο και πιο επιβλητικό της Ελλάδας, με την σημερινή πόλη; Όμως, όταν άρχισε να το χτίζει ο Τσίλερ, η πόλη συγκέντρωνε το 75% του πλούτου όλης της χώρας![1] Η Αθήνα ήταν ένα τίποτα μπροστά της και οι κάτοικοί της θεωρούσαν τους Αθηναίους χωριάτες. Το θέατρο «Απόλλων» (μικρογραφία της «Σκάλας» του Μιλάνου) φιλοξενούσε παραστάσεις όπερας που ή Αθήνα ίσως να τις έβλεπε μετά δεκαετίες. Οι κομψές κυρίες ψώνιζαν τα ρούχα τους στο Παρίσι ή στο Λονδίνο – και σνομπάριζαν ακόμα και το Μιλάνο. Οι χοροί, που περιγράφει ο Ροΐδης στην «Ψυχολογία Συριανού συζύγου», ήταν λαμπροί και εφάμιλλοι των ευρωπαϊκών, όπως μας πληροφορούν ξένοι περιηγητές.

«Μεγαλοαστοί επιχειρηματίες που έχουν πατρίδα την Μεσόγειο, χτίζουν την νεοκλασική Ερμούπολη, περιφρονούν τους σταφιδέμπορους της Πάτρας, καθυβρίζουν την Εθνική Τράπεζα και αδιαφορούν για το ελληνικό κράτος»[2].

Ναι, εκεί κορυφώθηκε η ντόπια βραχύβια και άγονη ελληνική αστική τάξη[3]. Και σε άλλες πόλεις άνθισε, κυρίως περιφερειακές (Αλεξάνδρεια, Κωνσταντινούπολη, Τεργέστη, Σμύρνη, Κέρκυρα, Πάτρα) αλλά σε εκείνες ήταν εξέλιξη κάποιου παρελθόντος – εδώ γεννήθηκε από το τίποτα.

Όταν το 1824 ο πρόξενος της Αυστρίας Prokesch von Osten επισκέφθηκε το μέρος όπου είναι σήμερα η Ερμούπολη, βρήκε βάλτους και χέρσα γη με σκόρπιες σκηνές και παράγκες, όπου είχαν στεγαστεί οι πρόσφυγες από την καταστροφή της Χίου και των Ψαρών. (Οι ντόπιοι καθολικοί, ζούσαν ψηλά, στο λόφο που σήμερα ονομάζεται Άνω Σύρος). Όταν ξαναγύρισε μετά πέντε μήνες (!) βρήκε στον ίδιο τόπο να ανεβαίνει μία ολόκληρη πόλη! Δεν πίστευε τα μάτια του[4].

Έγραφα το 1983, μετά από μία επίσκεψη: «Περπατάς στο πιο ωραίο νεοκλασικό νεκροταφείο του κόσμου – φοίνικες και αετώματα, ανάγλυφα κι, αγάλματα. Συλλαβίζεις τα ονόματα των ανθρώπων που παράγγειλαν τέτοια μνημεία με τη σίγουρη πρόθεση να τους διαφυλάξουν στην αιωνιότητα. Ονόματα που δεν αντιστοιχούν πια σε τίποτα.

Ήρθαν κατατρεγμένοι και ανέστιοι. Μέσα σε λίγα χρόνια έχτισαν μία πόλη από τις πιο πλούσιες, πιο οργανωμένες και πιο όμορφες στην Ευρώπη. Έφτιαξαν τόσα "πρώτα" πράγματα, που βαριέσαι να τα μετράς: το πρώτο νοσοκομείο, το πρώτο τυπογραφείο, το πρώτο εργοστάσιο, το πρώτο θέατρο, την πρώτη βιβλιοθήκη. Η ακμή κράτησε μισόν αιώνα. Και μετά το κενό.

Άφησαν πίσω τους μια Πομπηία - μια πόλη φάντασμα. Νεοκλασικά μέγαρα που γκρεμίζονται, ζωγραφισμένα ταβάνια που ξεφλουδίζουν, εξοχικά αρχοντικά να καταρρέουν. Από τις οικογένειες δεν έμεινε κανείς. Σαν να ήταν εξωγήινοι. Ήρθαν, δημιούργησαν, χάθηκαν».

Η Ερμούπολη πότε δεν ζήτησε κάτι από το Ελληνικό κράτος – γιατί ιδρύθηκε πριν από το ελληνικό κράτος. Αλλά ούτε αργότερα, στον 19ο αιώνα, χρειάστηκε κάτι.  Ήταν ένα μοναδικό παράδειγμα αυτοδιαχείρισης. Ανάμεσα στις πρωτιές που αναφέραμε παραπάνω μπορεί να προσθέσει κανείς και τις πρώτες τράπεζες, ατμοπλοϊκές εταιρίες, το πρώτο εμπορικό επιμελητήριο, το πρώτο οργανωμένο ναυπηγείο, τις πρώτες βιομηχανίες. Μαζί ήρθαν φυσιολογικά και οι πρώτες συνδικαλιστικές οργανώσεις και οι πρώτες απεργίες.

Και βέβαια γόνοι της πόλης υπήρξαν οι πρωτοπόροι αστοί πεζογράφοι μας, ο Εμμανουήλ Ροΐδης και ο Ιωάννης Βικέλας (που ήταν και συμμαθητές στο σχολείο).

Το νεκροταφείο που αναφέρω παραπάνω είναι το παλαιό του Αγίου Γεωργίου. Μουσείο ευρωπαϊκής γλυπτικής. Οι πλούσιοι αστοί μετακαλούσαν γλύπτες από παντού για να ανταγωνιστούν ο ένας τον άλλο στα μαυσωλεία. Σε ένα μεγάλο τόμο 790 σελίδων η Πέπη Γαβαλά και η Ελένη Γαρέζου αποτύπωσαν όλα τα μνημεία του ιστορικού αυτού κοιμητηρίου που έχει κηρυχθεί διατηρητέο, αλλά …δεν συντηρείται.[5]

Ενδιαφέρουσες στατιστικές: Ο πληθυσμός της Ερμούπολης αριθμούσε το 1821, 150 κατοίκους, το 1828, 13.805, για να φτάσει το 1850 τους 19.977. Το ένα τρίτο από τους νέους κατοίκους ήταν Χιώτες – αποτελούσαν την πολυπληθέστερη πληθυσμιακά και απείρως ισχυρότερη οικονομικά ομάδα του πληθυσμού[6]. Έτσι ώστε να υπάρξουν δύο λέσχες στην πόλη που επονομάζονταν «των Χίων» και των «μη Χίων»…

Οι Χιώτες είχαν στα χέρια τους τον Δήμο και το Εμπορικό Επιμελητήριο. Όσο για την εμπορική κίνηση, το 1835 οι εισαγωγές στη Σύρο αποτελούσαν το 75,9 των εισαγωγών όλης της χώρας, ενώ οι εξαγωγές του λιμανιού της Ερμουπόλεως κάλυπταν το 57,9 των συνολικών εξαγωγών[7].

Πλούτος σχεδόν σκανδαλώδης. Πουθενά στον κόσμο μία μικρή «επαρχιακή» πόλη δεν μονοπωλούσε έτσι την οικονομία μίας ολόκληρης χώρας…

Ξαναγυρίζω στο κείμενό μου του 83:

«Η ελάχιστη αστική μας τάξη. Όπως όλα τα πράγματα στην Ελλάδα, λειτούργησε σαν θαύμα.

Μέσα σε πενήντα χρόνια κάλυψε χάσμα πεντακοσίων. Εξαντλήθηκε και έσβησε.

Ακούμε τόσα αρνητικά για τους αστούς, που ξεχνάμε πως κάποτε ήταν η πιο προοδευτική (και επαναστατική) μερίδα της κοινωνίας. Και πως στις καλύτερες στιγμές τους είχαν επιτελέσει έργο που καμία άλλη κοινωνική τάξη δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει.

Βέβαια στην Ελλάδα δεν αξιωθήκαμε να ζήσουμε σωστά την αστική φάση της ιστορίας. Κάτι πρόγονοι, κάτι επίγονοι - και κάτι βραχύβια θαύματα σαν αυτό που περιγράφω.

Μιλάω για την Ερμούπολη. Για τους ανθρώπους που ήρθαν το 1822 και '23 πρόσφυγες από τη Χίο, τη Σμύρνη, τα Ψαρά - και μεταμόρφωσαν σε λίγους μήνες ένα χέρσο τόπο σε υπόδειγμα πολεοδομικής, κοινοτικής και οικονομικής οργάνωσης. Με αποτέλεσμα, από το 1830 ως το 1880 να βρίσκονται στην ευρωπαϊκή πρωτοπορία – σε κάθε τι: βιομηχανία, εμπόριο, γράμματα, τέχνες. Και κυρίως στην κοινωνική συνείδηση: ταμεία ασφάλισης και αλληλοβοήθειας, σχολεία, βιβλιοθήκες, ιδρύματα – γηροκομεία, πτωχοκομεία, ορφανοτροφεία, νοσοκομεία – κι όλα αυτά χωρίς βοήθεια από το κράτος (ποιο κράτος;). Τα πάντα η κοινότητα. Αυτοδιαχείριση θα το λέγαμε σήμερα.[]

Περπατάω μέσα στο μικρό κοιμητήρι και συλλαβίζω τα ονόματα στα μαυσωλεία: Ροδοκανάκης, Βαφιαδάκης, Πρώιος, Νεγρεπόντης, Καλβοκορέσης, Μαυρογορδάτος, Ζερβουδάκης. Η έπαυλη του Βαφιαδάκη στα Χρούσα γκρεμίζεται – κι οι υπέροχοι τροπικοί κήποι έγιναν αδιαπέραστη ζούγκλα. Κουκουβάγιες φωλιάζουν στη βίλα του Πρώιου.

Σχεδόν καμιά από τις μεγάλες οικογένειες δεν άφησε απογόνους. Τα μαυσωλεία (διατηρητέα μνημεία, που καταρρέουν) δεν θα ξανανοίξουν πια.

Κι ό,τι απομένει, φάντασμα σεργιανάει τη νύχτα στους δρόμους της Ερμούπολης - αυτής της νεοελληνικής Πομπηίας – και στις σελίδες του Εμμανουήλ Ροΐδη. Ακμή και παρακμή. Σήμερα οι κάτοικοι προσπαθούνε να γκρεμίσουν τα νεοκλασικά – και να χτίσουν κανένα τσιμεντένιο τέρας (σαν τα φριχτά εξοχικά με τα οποία έχουν καταστρέψει τις παραλίες τους). Η ποιότητα έφυγε με τους παλιούς…».

Αυτά έγραφα αγανακτισμένος το 1983 στο «Βήμα». Γιατί κι εγώ είμαι Ερμουπολίτης από την μητέρα μου. Ανήκε στην οικογένεια Καλβοκορέση που, μετά την καταστροφή της Χίου, σκόρπισε σε όλο τον κόσμο, δίνοντας Άγγλους ιστορικούς, Αμερικανούς ναυάρχους και Γάλλους μουσικολόγους. Ήταν η τελευταία απόγονος του Συριανού κλάδου. Η προγιαγιά της ήταν αδελφή της μητέρας του Ροΐδη. Από την σημαντική οικογενειακή περιουσία – η μητέρα μεγάλωσε στο μεγαλύτερο αρχοντικό της Ντελαγκράτσια (Ποσειδωνία) που τώρα ονομάζεται Βίλα Κουλούρη – μας έμεινε μόνο ένα μαυσωλείο στο παλιό κοιμητήρι, που με περιμένει.

Ευτυχώς όμως η σημερινή Ερμούπολη με διέψευσε. Άρχισε να συντηρεί τα νεοκλασικά της και έχει γίνει κέντρο πανελλήνιο (και ενίοτε παγκόσμιο) καλλιτεχνικών εκδηλώσεων. Άρα κάτι έχει μείνει από το θαύμα και την αύρα των «εξωγήινων» προγόνων.

 

Ο Νίκος Δήμου είναι συγγραφέας και επίτιμος δημότης της Ερμούπολης.



[1] Κερδώος Ερμής τ. 14, 1998, άρθρο Δημητρίου Αθ. Κρίνου

[2] Γ. Β. Δερτιλής στον πρόλογο του βιβλίου «Σύρος, Σταυροδρόμι της Ανατολικής Μεσογείου», του Βασίλη Καρδάση, ΜΙΕΤ 1987

[3] Βλέπε το βιβλίο μου «Η Χαμένη Τάξη», 1985, 7η έκδοση Πατάκης 2003, όπου επεσήμανα την απουσία αστικής τάξης από την Ελλάδα. Το θέμα αργότερα επεξεργάστηκε κι ο Π. Κονδύλης.

[4] Ι. Τραυλού – Α. Κόκκου «Ερμούπολη», Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, 1980,  σελ. 27. Ο τόμος αυτός αποτελεί την πληρέστερη παρουσίαση της πόλης.

[5] Πέπη Γαβαλά – Ελένη Γαρέζου: Τα γλυπτά μνημεία του κοιμητηρίου Αγίου Γεωργίου, Ερμούπολη Σύρου (19ος-20ος αιώνας). Υπουργείο Αιγαίου – Δήμος Ερμούπολης – Εκδόσεις «Γνώση»,1994

[6] Καρδάσης, ό. π. σελ. 29

[7] Καρδάσης ο. π. σελ. 42