Οι Ήρωες της Ειρήνης
Όλοι ξέρουμε τους ήρωες του πολέμου. Κι ένα μικρό παιδί θα μπορούσε να σας πει πως την Ελλάδα την ελευθέρωσαν ο Κολοκοτρώνης και ο Μιαούλης, ο Καραϊσκάκης και η Μπουμπουλίνα.
Αλλά ποιοι έχτισαν την χώρα μετά τον απελευθερωτικό πόλεμο; Ποιοι δημιούργησαν τάξη μετά το χάος; Ποιοι, ας πούμε, έφτασαν σε αυτή την ακτή, πρόσφυγες, με την μνήμη γεμάτη από τις μεγάλες σφαγές, και οικοδόμησαν αυτό το διαμάντι της αστικής ποιότητας που ονομάσανε οι ίδιοι Ερμούπολη;
Ναι, στον Ερμή, τον θεό του Εμπορίου αφιέρωσαν την πόλη τους. Γιατί ήταν και οι ίδιοι έμποροι, επιχειρηματίες, εφοπλιστές. Αυτοί είναι οι ήρωες της ειρήνης. Τα ονόματά τους δεν τα γράφει με χρυσά γράμματα η «Μεγάλη» ιστορία. Δεν διδάσκονται στα σχολεία, ούτε στεφανώνονται στις εθνικές γιορτές. Θα τα βρείτε μόνο στα σκονισμένα αρχεία του Επιμελητηρίου και στα εξαίσια μαυσωλεία του κοιμητηρίου Αγίου Γεωργίου.
Σκεφθείτε αυτή την πόλη πριν 170 χρόνια. Είναι μία πόλη εμπόρων. Αυτοί την ίδρυσαν, αυτοί την έκτισαν, αυτοί την διοικούν. Το 1827, Ελληνικό κράτος δεν υπάρχει ακόμα, η Επανάσταση βρίσκεται σε πολύ κρίσιμη φάση, ο Ιμπραήμ αλωνίζει στην Πελοπόννησο. Αλλά η Ερμούπολη κάθε μέρα βλέπει και ένα καινούργιο κτίριο, οργανώνεται, αποκτά θεσμούς και θέσφατα, αυτοδιοικείται. Ο Prokesch von Osten, πρόξενος της Αυστρίας, απορεί: στην πρώτη του επίσκεψη το 1824 είδε μόνο σκηνές και παράγκες με άθλιους πρόσφυγες. Έξη μήνες μετά, όταν ξανάρθε, θαύμασε πάνω από εκατό μεγάλα οικοδομήματα. «Εδώ μπορεί να δει κανείς πως γεννιέται μία πόλη» έγραψε στο ημερολόγιό του. Αυτοί που υποστηρίζουν την θεωρία του «λιγότερου κράτους» μπορούν να πάρουν πολλά επιχειρήματα από την ιστορία αυτής της πόλης, που αναπτύχθηκε αυτόνομα. Που δεν την έφτιαξαν πολιτικοί, αλλά έμποροι.
Οι οποίοι, ενώ χτίζουν – δεν ξεχνάνε τον Αγώνα. Στέλνουν γενναίες ενισχύσεις, συγκροτούν επιτροπή για την απελευθέρωση της Χίου (από την οποία κατάγονται οι περισσότεροι) οργανώνουν εκστρατευτικό σώμα με τον Φαβιέρο για την απελευθέρωσή της.
Λίγα χρόνια αργότερα ιδρύουν το πρώτο εμπορικό επιμελητήριο. Η εποχή της ακμής είχε αρχίσει. Θα κρατούσε γύρω στα εξήντα χρόνια. Η Σύρος ήταν τότε «το μεγαλύτερο οικονομικό κέντρο της χώρας» όπως έγραψε στο σχετικό σύγγραμμά του ο Βασίλης Καρδάσης. Αλλά όχι μόνο οικονομικό. Δίπλα στην οικονομία άνθισαν αμέσως οι τέχνες και τα γράμματα. Μόνο να διαβάσει κανείς τις κριτικές θεάτρου και όπερας που έχει συγκεντρώσει ο Μάνος Ελευθερίου, βλέπει με τι κριτήρια και πόση ωριμότητα αντιμετωπίζονταν η τέχνη σε αυτή την πόλη.
Α! ήταν άλλου είδους ράτσα αυτοί οι πρώτοι Ερμουπολίτες. Δεν ήταν μόνο καλοί επιχειρηματίες – ήταν παράλληλα και άνθρωποι με καλλιέργεια και γούστο. Αυτό που με εντυπωσιάζει κάθε φορά που περιδιαβάζω τους δρόμους της παλιάς πόλης, κάθε φορά που βλέπω μνημεία και κτήρια, που διαβάζω παλιά ντοκουμέντα, είναι πως οι άνθρωποι αυτοί δεν έφτιαξαν τίποτα το κακόγουστο.
Σε μία χώρα όπου η κακογουστιά έχει γίνει κανόνας, το γεγονός μίας κοινωνίας που δεν φαλτσάρησε ποτέ στις επιλογές της, προκαλεί τεράστια εντύπωση. Γι αυτό κάποτε ονόμασα αυτούς τους ανθρώπους «εξωγήινους».
Ήταν οι πρώτοι και οι τελευταίοι μας αστοί. Αυτοί και ελάχιστοι άλλοι στην κεντρική Ελλάδα – στο Ναύπλιο, την Πάτρα. Περισσότεροι στην περιφέρεια – Ιόνια νησιά, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια.
Έχουν γραφτεί πολλά κείμενα για να εξυμνήσουν τους ήρωες του πολέμου. Αλλά εγώ θέλω εδώ να μιλήσω για τους ήρωες της ειρήνης που αθόρυβα δημιούργησαν και έχτισαν. Είναι περίεργο αλλά ενώ πολλοί έχουν εγκωμιάσει τους καλλιτέχνες και τους βασιλιάδες, τους πολιτικούς και τους στρατηλάτες – σχεδόν κανείς δεν σκέφθηκε να γράψει το εγκώμιο του επιχειρηματία.
Όσο κι αν θεωρηθεί ιερόσυλο, βάζω τους επιχειρηματίες πολύ κοντά στους καλλιτέχνες. Ο επιχειρηματίας που έχει όραμα, που οικοδομεί μία μεγάλη μονάδα, από ένα σημείο και πέρα δεν το κάνει πια για το κέρδος. Το κάνει για την χαρά της δημιουργίας. Είναι ένας ποιητής της πράξης. Δεν στήνει λεκτικές κατασκευές, αλλά οικονομικές δομές, μορφές οργάνωσης που αποφέρουν έργο και όφελος στο σύνολο.
Υπάρχουν βέβαια και οι παρασιτικοί επιχειρηματίες. Που απομυζούν αντί να προσφέρουν. Αυτοί, στην ουσία δεν είναι επιχειρηματίες. Δεν «επιχειρούν», δεν ρισκάρουν. Και ούτε είναι ο κανόνας. Άλλωστε, μη και δεν υπάρχουν κακοί συγγραφείς και αρχιτέκτονες;
Ονομάζω τους επιχειρηματίες «ήρωες της ειρήνης», όχι μόνο γιατί τα έργα τους είναι ειρηνικά, αλλά γιατί, περισσότερο από πολλούς που εμφανίζονται σαν ειρηνιστές, συμβάλλουν στην διατήρηση της ειρήνης και στην προσέγγιση των λαών. Αμέσως μετά τον πόλεμο της Παλιγγενεσίας, οι Συριανοί έκαναν εμπόριο με όλους τους λαούς της Μεσογείου – και με τους Τούρκους. Το εμπόριο ενώνει πιο πολύ κι από τις διακηρύξεις.
Πριν από τεσσεράμισι χρόνια, μιλώντας στους επιχειρηματίες της Θεσσαλονίκης, είχα επισημάνει πόσο μπορούσαν να συμβάλουν στην διατήρηση της ειρήνης. Ήταν η εποχή που τα Βαλκάνια καίγονταν και πολλές σπίθες έπεφταν προς το μέρος μας. Εγώ δεν έχω εμπιστοσύνη στους ανθρώπους που μιλάνε πολύ για ειρήνη – και ιδιαίτερα στους «επαγγελματίες» ειρηνιστές. Μου φαίνονται πάντα ύποπτοι. Διότι δεν υπάρχει λόγος να μιλάει κανείς για ειρήνη. Είναι μια αυτονόητη αξία, όπως η ζωή. Να την υπερασπίζεσαι είναι σαν να παραβιάζεις ανοιχτές πόρτες. Αν όμως το κάνεις, έχεις κάποιο απώτερο, ίσως και κρυφό σκοπό.
Απόδειξη αυτού που λεω είναι το γεγονός ότι για πολλά χρόνια στην Ελλάδα τα ειρηνιστικά κινήματα ήταν κλαδικές οργανώσεις διαφόρων κομμάτων και η ειρήνη δεν ήταν μία αλλά πολλές - ανάλογα με την γραμμή του κόμματος. Έτσι, αυτοί που κατέβαιναν στους δρόμους για το Βιετνάμ ή την Νικαράγουα, ξεχνούσαν πως υπήρχε το Αφγανιστάν - και αντίστροφα.
Το να μιλάει κανείς για ειρήνη είναι εύκολο. Το δύσκολο είναι να την πραγματοποιήσει. Και δεν υπάρχει πιο κοινότοπο πράγμα στην γη, από το να είσαι υπέρ της ειρήνης. Ξέρετε εσείς κάποιον που να είναι εναντίον; Μάλλον λοιπόν πρόκειται για το πιο βαρετό θέμα ομιλίας.
Ερώτημα βασικό: Αφού όλοι είναι υπέρ της ειρήνης - τότε πως γίνονται οι πόλεμοι; Πολύ απλό: Για τους πολέμους φταινε πάντοτε οι άλλοι. Ουδέποτε στην ιστορία υπήρξε ομολογία μιας πλευράς ότι φταιει εκείνη. (Παρά μόνο ίσως εκ των υστέρων - και μέσα από τα - σφιγμένα - δόντια).
Ο μόνος λοιπόν τρόπος να κάνουμε κάτι ουσιαστικό για την ειρήνη είναι να γίνουμε οι ‘άλλοι’. Να μπούμε δηλαδή στην θέση των άλλων, των πιθανών ή πραγματικών αντιπάλων και να καταλάβουμε τι τους κινεί.
Η πράξη αυτή αποτελεί και την αρχή κάθε ηθικής σκέψης. Όσο ο άνθρωπος αναγνωρίζει μόνο τον εαυτό του, όσο ο άλλος δεν υπάρχει - ή υπάρχει σαν μειωμένη παρουσία, όχι σαν ίση - τότε δεν υφίσταται ηθική.
Το να μπαίνεις στη θέση του άλλου, είναι η κίνηση που εκφράζεται στις διασημότερες ηθικές παραινέσεις. Από τις παλαιές: «Ό συ μισείς ετέρω μη ποιήσεις», «αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν», μέχρι τις νεότερες όπως την «κατηγορική προσταγή» του Καντ: «Πράττε έτσι ώστε η αρχή που διέπει την πράξη σου να μπορεί να γίνει νόμος για όλους» και την κοινότοπη φράση: «η ελευθερία του ενός σταματάει εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου».
Και καλά όταν ο άλλος, είναι πλησίον, είναι κοντά. Όταν όμως βρίσκεται από την άλλη πλευρά των συνόρων, όταν σε απειλεί (ή νιώθεις πως σε απειλεί) πως να μπεις στη θέση του; Δύσκολο πολύ. Όμως όχι αδύνατο. Και απόλυτα αναγκαίο. Μόνον έτσι θα υπάρξει ελπίδα για την ειρήνη. Διότι μόνον έτσι μπορεί να υπάρξει πραγματικός διάλογος - και όχι παράλληλοι μονότονοι μονόλογοι.
Ένας Σέρβος συγγραφέας είπε, πριν λίγο καιρό, μια πολύ σημαντική φράση: «Σε εποχές αντιπαράθεσης, ο ρόλος του διανοούμενου είναι να γίνεται συνήγορος των αντιπάλων».
Δηλαδή να μπαίνει στην θέση τους. Να προσπαθεί να καταλάβει τα προβλήματά τους, να νιώσει τις ανάγκες τους, να αποδεχθεί τα επιχειρήματά τους - και να τα παρουσιάσει όλα στην δική του πλευρά.
Αν πάμε πίσω, στις απαρχές της ιστορίας και σκεφθούμε πως ανακαλύψαμε, πως προσεγγίσαμε, πως αξιολογήσαμε τον ‘άλλο’ θα δούμε κάτι παράξενο. Ότι μας τον γνώρισε όχι τόσο η αγάπη – όσο το συμφέρον.
Παραδοσιακά οι άνθρωποι φοβούνται και υποπτεύονται τον ‘άλλο’, τον ξένο, τον διαφορετικό. Στις ρίζες του ρατσισμού υπάρχει ακριβώς αυτός ο φόβος, αυτή η δυσπιστία. Κι όμως οι άνθρωποι κάποτε ξεπέρασαν αυτή την άρνηση και ήρθαν κοντύτερα σε αυτόν τον άγνωστο της άλλης όχθης.
Τι τους έφερε κοντά; Περισσότερο από τις θρησκείες (που συχνά χωρίζουν) περισσότερο από τις ιδεολογίες, αυτό που από την αρχή ανάγκασε τους ανθρώπους να υπερβούν τα σύνορά τους, ήταν το εμπόριο. Χάρη σ' αυτό γνώρισαν νέους κόσμους και καινούργιες φυλές. Οι πρώτοι ταξιδιώτες, οι πρώτοι εξερευνητές - αλλά και οι πρώτοι διεθνιστές - ήταν έμποροι! Πριν κατακτήσει ο Αλέξανδρος την Ασία, την είχε ήδη κατακτήσει το εμπόριο. Ο Μάρκο Πόλο έμπορος ήταν. Κι ο Κολόμβος βρήκε την Αμερική αναζητώντας νέους εμπορικούς δρόμους.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ξεκίνησε ως Κοινή Αγορά. Με εμπορικούς και οικονομικούς στόχους. Σήμερα είναι ήδη μια πολιτική και νομική ενότητα - αύριο θα είναι ένα ενιαίο ομόσπονδο κράτος.
Οι επιχειρηματίες χαράζουν τον δρόμο και οι πολιτικοί τους ακολουθούν.
Τον κόσμο του μέλλοντος, που ελπίζουμε να είναι χωρίς σύνορα και χωρίς πολέμους, δεν θα τον οικοδομήσουν πολιτικοί ούτε ιεραπόστολοι. Επιχειρηματίες και επιστήμονες θα τον φτιάξουν - και ήδη τώρα που μιλάμε τον χτίζουν. Οι πρώτοι δίνουν την κινητήρια δύναμη – οι δεύτεροι τα μέσα.
Ύστερα από δεκαετίες αριστερίστικης σκέψης, έχουμε μάθει να δυσπιστούμε στους επιχειρηματίες αλλά και στους επιστήμονες. Έχουμε μάθει να φοβόμαστε το κέρδος και την τεχνολογία. Είπα αριστερίστικης σκέψης και όχι αριστερής – γιατί ο σοφός Κάρολος Μάρξ αγαπούσε την επιστήμη – και είχε χαρακτηρίσει την εμπορική και βιομηχανική αστική τάξη ως την πιο δημιουργική και επαναστατική. Η ελπίδα του ήταν βέβαια πως το προλεταριάτο θα την ξεπερνούσε κάποτε σε δημιουργικότητα. Όμως τα πράγματα ήρθαν αλλιώς – σε εκείνες τις προηγμένες κοινωνίες όπου ο Μάρξ περίμενε την επανάσταση, το προλεταριάτο ενώθηκε με την αστική τάξη και δημιούργησαν την τεράστια μεσαία τάξη. Αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία.
Τελικά η επιχειρηματική δημιουργική ώθηση (που περικλείει το κέρδος αλλά πολύ συχνά το ξεπερνάει) παρέμεινε η ισχυρότερη και μόνη αποτελεσματική κινητήρια δύναμη της ιστορίας. Σωστά το είχε δει ο Μαρξ. Η κριτική του βοήθησε στο να μπουν περιορισμοί στην ασυδοσία και την εκμετάλλευση. Αλλά δεν άλλαξε τίποτα στην δυναμική των πραγμάτων.
Όχι, δεν κινδυνεύουμε από τους επιχειρηματίες. Κινδυνεύουμε, πολύ περισσότερο, από τις συγκεντρωτικές εξουσίες, τα κράτη και τους διαχειριστές τους, τους πολιτικούς. Αυτοί καταπιέζουν, αυτοί εκμεταλλεύονται, αυτοί τελικά δημιουργούν τις συρράξεις και τους πολέμους. Για να στεριώσουν την παρουσία τους, να διευρύνουν την εκλογική πελατεία τους, να στιλβώσουν την δημόσια εικόνα τους, διαγωνίζονται σε δημοκοπία, λαϊκισμό, και φανατισμό. Πουλάνε πραμάτεια φτηνή αλλά πάντα ευπρόσδεκτη σε λαούς στερημένους: μίσος, πατριδοκαπηλεία, σωβινισμό, εθνικισμό.
Όσο κι αν φανεί περίεργο, ελάχιστοι από τους πολιτικούς συγκαταλέγονται στους ήρωες της ειρήνης. Γιατί ελάχιστοι πολιτικοί χτίζουν – η, τουλάχιστον, δίνουν στους άλλους την ευκαιρία να χτίσουν. Οι δημιουργοί, οι χτίστες, οι οικοδόμοι της ειρήνης είναι πρώτα απ’ όλα αυτοί που δημιουργούν τις οικονομικές προϋποθέσεις – επιχειρηματίες, έμποροι, βιομήχανοι, βιοτέχνες, υπάλληλοι, εργάτες. Είναι οι εκπαιδευτικοί, που οικοδομούν ανθρώπους. Οι επιστήμονες που προωθούν την γνώση. Οι καλλιτέχνες και διανοούμενοι που εκφράζουν τον εσωτερικό μας κόσμο.
Σε ένα κόσμο που κατά καιρούς παραλογίζεται, οι άνθρωποι της οικονομίας πρέπει να μένουν ψύχραιμοι. Είναι άνθρωποι της λογικής - κι όχι του φανατισμού. Επίσης είναι οι άνθρωποι που λογαριάζουν τον ‘άλλο’ - ακόμα και πέρα από τα σύνορα. Για τον άλλο παράγουν, στον άλλο πωλούν. Αν ο άλλος καταστραφεί, καταστρέφονται μαζί του.
Ο ‘άλλος’ της οικονομίας είναι ένα υποκείμενο σεβαστό, πλήρες δικαιωμάτων. Είναι ο πελάτης, που «έχει πάντα δίκιο». Ψηφίζει καθημερινά, επιλέγοντας προϊόντα και υπηρεσίες - και οι επιλογές του είναι κυρίαρχες. Έτσι και ένα προϊόν δεν του αρέσει, αλλάζουν για χάρη του τα πάντα. Και δεν έχει σημασία αν ο ‘άλλος’ είναι λευκός, μαύρος ή κίτρινος, χριστιανός, μωαμεθανός ή βουδιστής, Έλληνας, Τούρκος ή Βούλγαρος. Η οικονομία δεν έχει ρατσισμούς, δεν γνωρίζει διακρίσεις.
Ίσως σκεφθούν μερικοί πως εγκωμιάζοντας τους επιχειρηματίες, αποσιωπώ τις σκοτεινές τους πλευρές. Ότι ξεχνάω πως μέσα από την οικονομική τους δύναμη ασκούν και εξουσία. Πως επηρεάζουν τους πολιτικούς και ελέγχουν τα μέσα μαζικής Επικοινωνίας. Πως τελικά είναι υπεύθυνοι για τα περισσότερα δεινά της ζωής μας – ακόμα και τους πολέμους.
Φυσικά υπάρχουν και αυτές οι πλευρές της οικονομίας. Αλλά δεν χρειάζεται να τις αναφέρει κανείς, τις διαβάζουμε κάθε μέρα στις εφημερίδες. Με τεράστια, βέβαια, δόση υπερβολής. Καμία επιχείρηση δεν διαθέτει την ισχύ που της αποδίδουν συνήθως οι δημοσιογράφοι. Ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος παράγων ισορροπίας. Εκτός, βέβαια, κι αν πρόκειται για μονοπώλιο – συνήθως κρατικό – οπότε δεν μιλάμε πια για ελεύθερη οικονομία.
Ακόμα και η κλασική μαρξιστική άποψη πως οι πόλεμοι έχουν αποκλειστικά και μόνο οικονομικά αίτια συχνά αποδεικνύεται λανθασμένη - π.χ. στους θρησκευτικούς ή φυλετικούς πολέμους. Ο Hegel και ο σύγχρονος μας μαθητής του, ο Fukuyama πιστεύουν πως βασικό κίνητρο στις πράξεις του ανθρώπου, εκτός από το συμφέρον είναι και η ‘αναγνώριση’ - λέξη που εμπεριέχει την αξιοπρέπεια, το φιλότιμο, το κύρος. Μπορούν λοιπόν οι άνθρωποι να σκοτώνονται και γι αυτούς τους λόγους, ακόμα και ενάντια στο συμφέρον τους.
Μπορεί η οικονομία να υπήρξε μερική αιτία πολλών πολέμων όμως εγώ - αντιστρέφοντας τον Μαρξ - θα ισχυρισθώ πως είναι βασική αιτία για κάθε ειρήνη. Διότι η ειρήνη είναι προϋπόθεση για την λειτουργία της οικονομίας. Εκτός από τους εμπόρους όπλων και τους μαυραγορίτες, κανένας επιχειρηματίας δεν ωφελείται από τον πόλεμο. Αντίθετα, οι πιο πολλοί καταστρέφονται - και η οικονομία της χώρας καταρρέει. Γι αυτό και κανένας επιχειρηματίας δεν έχει συμφέρον να ξεκινήσει ένα πόλεμο.
Αλλά μήπως ωφελείται κανείς άλλος από τους πολέμους; Ο λαός - όλοι οι λαοί - ξεκληρίζονται. Ο τόπος ερημώνει. Παλιά, που τους πολέμους τους έκαναν βασιλιάδες και ηγεμόνες (η ιδέα του έθνους είναι σχετικά πρόσφατη - μέχρι πριν από διακόσια χρόνια πολεμούσαν για τον πρίγκιπα, και οι περισσότεροι στρατιώτες ήταν δούλοι ή μισθοφόροι), παλιά λοιπόν ίσως προέκυπτε κάποιο όφελος για τον νικητή ηγεμόνα: νέα φέουδα για νέους φόρους. Σήμερα οι πόλεμοι σπάνια καταλήγουν σε μόνιμες εδαφικές προσαρτήσεις και αποικίες. Κανένα λοιπόν διαρκές όφελος δεν μπορεί να προκύψει από πολεμικές επιχειρήσεις.
Στην γλώσσα της οικονομίας ‘κανένα όφελος’ σημαίνει κακή επένδυση. Και πραγματικά ο πόλεμος είναι η χειρότερη από όλες τις επενδύσεις. Τεράστιες δαπάνες, κόπος, μόχθος, απώλειες, καταστροφές – και το αποτέλεσμα, αρνητικό. Ακόμα και οι νίκες είναι Πύρρειες.
Μα θα μου αντιτείνετε πως ο άνθρωπος δεν ζει μόνο για το ψωμί ή το όφελος. Μιλήσαμε πριν για την αναγνώριση, την εθνική υπερηφάνεια, το φιλότιμο. Αυτά δεν μετράνε;
Θα ήταν μη-ρεαλιστικό να αποκλείσουμε αυτές τις πλευρές του ανθρώπου μόνο και μόνο επειδή δεν είναι μετρήσιμες και δεν έχουν οικονομικό αντίκρισμα. Όμως δεν θεωρώ πως ο μόνος - ή και ο καλύτερος - τρόπος ικανοποίησής τους είναι ο πόλεμος.
Πάρτε ένα παράδειγμα: την Ιαπωνία. Έχασε τον πόλεμο. Αλλά μετά κέρδισε την εκτίμηση και τον θαυμασμό όλου του κόσμου με την τεχνολογία της, την παραγωγικότητα της, την οικονομική της δύναμη. Θα ήταν άραγε μεγαλύτερο το κύρος της αν είχε κερδίσει τον πόλεμο; Δεν έχει τώρα κατακτήσει όλη την οικουμένη ειρηνικά; Οι ήρωες της ειρήνης νίκησαν εκεί που απέτυχαν οι ήρωες του πολέμου.
Και η Γερμανία δεν έγινε πιο ισχυρή με το μάρκο και το made in Germany, από ότι ήταν με την Wehrmacht; 'Η - για να αλλάξω χώρο - η επιρροή της αρχαίας Αθήνας και της Φλωρεντίας των Μεδίκων βασιζόταν στην πολεμική τους ισχύ; (Ποιος αλήθεια θυμάται πως οι Μέδικοι ήταν έμποροι…)
Οι λαοί δεν γίνονται μεγάλοι επειδή δέρνουν. Αυτά είναι πρωτόγονα και παιδιάστικα πράγματα. Οι λαοί είναι μεγάλοι, όταν έχουν παραγωγή και δημιουργία. Παραγωγή και δημιουργία κάθε είδους. Πολιτιστική, πνευματική, καλλιτεχνική, επιστημονική, τεχνολογική, βιομηχανική, βιοτεχνική, εμπορική. Οι ξένοι, οι άλλοι, δεν κατακτώνται με τα όπλα – κι αν αυτό γίνει, δεν διαρκεί. Κατακτώνται σίγουρα – και για πάντα – με την δύναμη της δημιουργίας.
Να, λοιπόν, ο δικός σας ρόλος, άνθρωποι της οικονομίας. Η φυσιολογική σας θέση είναι να είστε ταγμένοι με την λογική, με την δημιουργία, με τον άλλο, με την ειρήνη. Σε μια εποχή κρίσης εσείς είσαστε οι πρώτοι που πρέπει να παραμένετε ψύχραιμοι και νηφάλιοι. Να χρησιμοποιείτε την δύναμή σας - και είναι αρκετή - για να αντιστρατεύεστε τις δημαγωγικές κορώνες των πολιτικών. Κυρίως να καταπολεμάτε τις πολεμικές υστερίες – το κλίμα απειλής που, πολλές φορές, κάνει μεγαλύτερη ζημιά από τον ίδιο τον πόλεμο. Εκτός που παραλύει κάθε επενδυτική και παραγωγική δραστηριότητα, φυγαδεύει κεφάλαια και αναστέλλει κάθε πρωτοβουλία - μερικές φορές δημιουργεί και την σύρραξη που επαγγέλλεται.
Oι διανοούμενοι πολλές φορές κοιτάνε αφ’ υψηλού τους ανθρώπους του χρήματος. Έχουν μεγάλο άδικο. Το στήσιμο μιας επιχείρησης, ο σχεδιασμός ενός προϊόντος, η εκπόνηση μιας στρατηγικής πωλήσεων, είναι βαθιά δημιουργικές εργασίες. Οι επιχειρηματίες έχουν συμβάλλει στην πρόοδο και την ευτυχία της ανθρωπότητας σίγουρα περισσότερο από τους πολιτικούς. Είναι οι προϋποθέσεις – και οι βασικοί χορηγοί του πολιτισμού. Οι επιχειρήσεις τους χρησιμεύουν σαν υπόδειγμα οργάνωσης και διοίκησης για τα κράτη.
Ας γίνουν λοιπόν και οι σπόνσορες της ειρήνης. Με τον πραγματισμό τους, την λογική τους, τον σεβασμό προς τον ‘άλλο’, μπορούν να δείξουν τον δρόμο στους ηγέτες μας. Φτάνει να πάψουν οι επιχειρηματίες μας να είναι και αυτοί κρατικοδίαιτοι και να συντηρούν πελατειακές σχέσεις με τους πολιτικούς. Ας συνειδητοποιήσουν την δύναμή τους, κι ας μπολιάσουν την δημόσια ζωή μας με το πνεύμα της σωστής οικονομικής σκέψης.
Πρέπει να «αποβαλκανιοποιήσουμε» την Ελλάδα. Το κλίμα των φυλετικών, εθνοτικών και θρησκευτικών διαφορών που μαστίζει χρόνια τώρα τα Βαλκάνια, πρέπει εμείς να το ξεπεράσουμε δημιουργικά. Με την διανόηση, την τέχνη, την παιδεία – και κυρίως με την οικονομία. Χρειαζόμαστε κάθε λογής επιχειρήσεις εκτός από ένα είδος – τις πολεμικές. Κι αν ο πόλεμος κατατρύχει κάποιους γείτονές μας, ας μας γίνουν παραδείγματα για αποφυγή – όχι για μίμηση. Ας δούμε τι συμβαίνει, όταν η λογική χρεοκοπήσει, όταν κυριαρχούν το συναίσθημα, το πάθος, ο φανατισμός. Οι κοντόφθαλμοι ηγέτες που τους κινούν δεν καταλαβαίνουν πως από την σύρραξη θα βγούνε όλες οι παρατάξεις νικημένες. Εμείς, όμως, έχουμε ακόμα κάθε δυνατότητα να βγούμε νικητές - της ειρήνης.
Γιατί οι τρομακτικές ανακατατάξεις που έγιναν στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη γι άλλους μπορεί να ήταν κακό ριζικό - για τους έξυπνους και τολμηρούς είναι θεόσταλτες ευκαιρίες. Αυτό που είχε πει κάποτε για αστείο ο Διονύσης Σαββόπουλος, ότι αν ανοίγαμε δύο μεγάλα σουπερμάρκετ στα Σκόπια λύναμε το Μακεδονικό πρόβλημα - εγώ δεν το θεωρώ καθόλου αστείο. Η οικονομική και πολιτιστική διείσδυση είναι συνήθως πιο αποτελεσματική από κάθε διπλωματική ή στρατιωτική κίνηση. Τώρα που είδαμε το αδιέξοδο της αντιπαράθεσης, έστω και καθυστερημένα, διαλέξαμε τον σωστό δρόμο.
Όταν συλλογίζομαι την ειρήνη, σκέπτομαι μαζί: αφθονία, ευμάρεια, άνεση. Αξίες καθαρά οικονομικές - που ανταποκρίνονται σε βασικές ανθρώπινες ανάγκες. Αντίθετα, με τον πόλεμο πάνε μαζί η στέρηση, η φτώχεια, η πείνα. Ο πόλεμος είναι καταστροφέας όλων των αξιών. Εκτός από των οικονομικών – και των ανθρώπινων.
Η οικονομία στηρίζει και προωθεί τη ζωή. Δημιουργεί, εργασία, πλούτο άνεση, ευτυχία.
Είναι λοιπόν με το μέρος της ζωής. Ο πόλεμος είναι με το μέρος του θανάτου. Γι αυτό εγώ ταυτίζω τις έννοιες οικονομία και ειρήνη. Και πιστεύω πως οι πιο ουσιαστικοί ειρηνιστές είναι αυτοί που χτίζουν τον πλούτο μιας χώρας και δίνουν στην ζωή τα μέσα να ανθίσει. Οι Ήρωες της Ειρήνης, στους οποίους οφείλουμε αυτή εδώ, την πόλη του Ερμή, την Ερμούπολη – αλλά και ολόκληρη την νεότερη Ελλάδα… Οι σωστοί καθαρόαιμοι αστοί, με τους δικούς τους κώδικες επικοινωνίας αλλά και τους δικούς τους κώδικες τιμής. Όπου ο λόγος ήταν συμβόλαιο και η υπογραφή καθαρά διακοσμητική.
Ερμούπολη: με άλλα λόγια «Εμπορούπολη». Πόσο ταιριαστό που σε αυτήν γιορτάζεται η επέτειος της ίδρυσης των πρώτων επιμελητηρίων! Πόσο κολακευτικό για μένα να εκφωνήσω σε αυτή την πόλη το εγκώμιο του επιχειρηματία!
Οι πρόγονοί μου, που ήρθαν εδώ από τη Χίο, είχαν τίτλους ευγενείας παλαιούς, από την Βενετσιάνικη και Γενοβέζικη καταγωγή τους. Αλλά ήταν πιο υπερήφανοι για το γεγονός πως είχαν επιτύχει επιχειρηματικά. Στην παλιά Ερμούπολη ήταν τίτλος τιμής να είναι κανείς σωστός επιχειρηματίας.
Μήπως θα πρέπει να αναβιώσουμε αυτή την αίσθηση;
Ερμούπολη, 1997.