
 Ηταν στρατιώτης, λανσκενές, σολδάτος,
 γερασμένος στον πόλεμο και τον καβγά
 αφέντης της περιοχής, πριν έρθει ο Μούψης.
 
 Ένα πρόσωπο σκληρό, σοβαρό, της ανάγκης.
 Τον βάραινε κι αυτόν η μοίρα του,
 να ζει πολεμώντας κάθε μέρα.
 
 Δύο χρόνια βάσταξε ο καβγάς τους.
 Νίκησε τελικά ο νεότερος.
 Βοήθησε κι ο κτηνίατρος, τον δικό μας.
 
 Χάθηκε τότε ο εγκληματίας.
 Μια φορά τον είδα, στα όρια της περιοχής.
 Το πόδι του φαγωμένο, γυμνό το κόκαλο, 
 ένα μάτι, προχώρουσε.
 
 Λυπάμαι που τον είπαμε εγκληματία.
 Τι φταίει ο μισθοφόρος για τον πόλεμο;