Krou


Οι άλλοι λένε μιάο,
νιάου, ρνιάρρ,
αυτός κάνει μόνο: "κρού".
Έναν ήχο σαν λυγμό, σαν κρώξιμο 
μοναχικού πουλιού.

Είναι μοναχικός.
Θύμα της κακής αγάπης. 
-Ωραία τα γατάκια μικρά, μα, σαν μεγαλώσουν...

Ετσι ο Κρού έμεινε ορφανός.
Οι άλλοι ζητιανεύουν φαΐ
αυτός, σπίτι.

Μπαίνει αθόρυβα, κρύβεται
κι όταν πλησιάζεις κάνει πως δεν υπάρχει.
"Δεν υπάρχω-δεν υπάρχω", λέει μέσα του 
και κλείνει σφιχτά τα μάτια, να μην τον δεις. 
Να μείνει στο σπίτι.
Στο σπίτι.

Είδα το Χαμένο Παράδεισο,
ένιωσα τη Νοσταλγία του Γυρισμού
στην αγωνία του Κρού
κάτω από τον καναπέ,
στην κραυγή του Κρού 
όταν τον διώχνουν, 
στη λαχτάρα του Κρού 
όταν κοιτάει
το σπίτι.