Εμείς δεν ξέραμε, σαν πήραμε το σπίτι,
ύστερα μάθαμε:
ήτανε γάτα του σπιτιού δέκα χρόνια
πέθανε ο γέρος, το σπίτι έκλεισε
πήρε τα βουνά.
Βράδια στεκόταν μπροστά στα φωτισμένα παράθυρα
με άγρια κόκκινα μάτια
και ούρλιαζε.
Ούτε να μπει
ούτε να φύγει
ούτε να φάει
όσα, για εξευμενισμό, της προσφέραμε.
Μπήκε μόνο ένα βράδυ-για να γεννήσει,
μεγάλωσε τα μικρά, τα πήρε κι έφυγε.
Μας άφησε το Νίνι.
Καλή της ώρα.