«Η Ελλάδα αποτελεί το μοναδικό παράδειγμα σύγχρονης χώρας σε καθολική πτώχευση από την ημέρα της δημιουργίας της. [ ] Οι φορολογούμενοι δεν πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους στο Κράτος, το οποίο δεν πληρώνει τους πιστωτές του».
«Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, η Ελλάδα εξάγει σε εμπορεύματα περίπου τα μισά από όσα εισάγει, με αποτέλεσμα αριθμητικά κάθε χρόνο να χάνει εκατομμύρια σε συνάλλαγμα [ ]. Αν θέλουμε η χώρα να επανακάμψει θα πρέπει οι εξαγωγές να ρυθμιστούν σε ισορροπία με τις εισαγωγές…».
Πότε γράφτηκαν αυτά τα κείμενα;
Στα χρόνια του Όθωνα! Στο βιβλίο του Εντμόν Αμπού «Η σύγχρονη Ελλάδα» (1854) που ο νέος μεταφραστής του, Μιχάλης Ι. Βόλαρης, μετονόμασε σωστά σε «Η Ασύγχρονη Ελλάδα». Θα μπορούσε να το ονομάσει και «Η Αιώνια Ελλάδα», τόσο ταιριάζουν οι περιγραφές του 1850 στην σημερινή μας κατάσταση.
«Αναγνώρισα στους Έλληνες δύο πολιτικές αρετές: την αγάπη για την ελευθερία και το συναίσθημα της ισότητας. Οφείλω να προσθέσω και μία τρίτη: τον πατριωτισμό. Χωρίς αμφιβολία δικαιούνται να εκφράζουν με πολλή υπερηφάνεια τους άρρηκτους δεσμούς με τη χώρα τους, όμως εθελοτυφλούν όσον αφορά την σπουδαιότητα της Ελλάδας για τον υπόλοιπο κόσμο. Σύμφωνα με τους ίδιους, ό,τι συμβαίνει στην Ευρώπη έχει επίκεντρο και τελικό σκοπό την Ελλάδα».
«Κάθε νόμισμα έχει και την άλλη όψη του: Στους Έλληνες η αγάπη για την ελευθερία ενισχύει την περιφρόνηση των νόμων όπως και κάθε έννομης αρχής, η αγάπη της ισότητας εκφράζεται συχνά με λυσσαλέο μίσος εναντίον όσων ανέρχονται ή κατέχουν. [ ] Ρωτήστε έναν Έλληνα για τους μεγάλους άνδρες της χώρας του, δεν θα πιάσει έναν στο στόμα του χωρίς να τον λερώσει. Δεν υπάρχει Έλληνας που να τυγχάνει εκτίμησης στον τόπο του».
Ο Αμπού περιγράφει όχι μόνο το μόνιμο έλλειμμα του προϋπολογισμού – αλλά και το (ακόμα πιο μόνιμο) έλλειμμα ορθολογισμού. Σε αυτό χρωστάμε την συνεχή κακοδαιμονία μας. Σε δύο αιώνες δεν κατορθώσαμε να οργανώσουμε ορθολογικά την ζωή, την κοινωνία και την οικονομία μας. Το χάος του 1850 διαιωνίζεται.
Το χάσμα ανάμεσα σε μας και τους εταίρους οφείλεται στην ίδια έλλειψη. Μιλάνε την γλώσσα της λογικής κι εμείς τους αντιμετωπίζουμε με το συναίσθημα. Στο δικό μας μελό για τους συνταξιούχους, αντιτάσσουν στατιστική που δείχνει ότι ακόμα ξοδεύουμε περισσότερα για συντάξεις (σε ποσοστό του ΑΕΠ) από όλα τα κράτη της Ε.Ε.!
Ο φθόνος και η εμπάθεια μας κυνηγάνε από το ‘21. Διχασμός, διαίρεση, σύγκρουση. Η νέα εμπαθής διάκριση: «μνημονιακοί – αντιμνημονιακοί». Ως και οι άνθρωποι που προσπαθούν να αποτρέψουν τους φαιδρούς αναχρονισμούς του Μπαλτά, αποκλήθηκαν «μνημονιακοί της εκπαίδευσης». Λες και έχει το μνημόνιο έστω και μία αναφορά στην παιδεία!
Πόσο οικείος θα ήταν στον Αμπού, ο περίεργος θίασος που μας κυβερνά και οι ακόμα πιο περίεργοι πολίτες του…
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών