Χωρίς να με τρομάξει κανείς, από πολύ μικρός φοβόμουν το σκοτάδι. Αργότερα κατάλαβα γιατί. Και κατάλαβα ποιο σκοτάδι φοβόμουνα. Όχι το απλό, που εξαφανίζεται με το ευεργετικό κλικ ενός διακόπτη. Το άλλο, που κάθε τόσο ορμάει στη ζωή και παίρνει έναν από μας.
Ζούμε, εργαζόμαστε, ερωτευόμαστε, διασκεδάζουμε, χτίζουμε, σαν να μην υπάρχει. Όμως το σκότος καραδοκεί συνεχώς κι αναπάντεχα ξεχύνεται. Για μια στιγμή ο κόσμος σκοτεινιάζει. Μετά κάποιος λείπει, μερικοί κλαίνε. Οι άλλοι απτόητοι συνεχίζουν.
Τελικά το μόνο σοβαρό πρόβλημα της ζωής είναι ο θάνατος. Είναι και το μόνο σίγουρο. Όλα τα υπόλοιπα κοντά του ξεθωριάζουν και εξατμίζονται. Και ζούμε μόνο επειδή (και όσο) τον ξεχνάμε.
Ο φόβος του θανάτου γέννησε τις θρησκείες, τα φιλοσοφικά συστήματα, τα μεγάλα έργα τέχνης. Οι άνθρωποι δημιουργούν για να αφήσουν κάτι πίσω τους. Μάταιος κόπος. Κάθε μέρα γεννιούνται εκατομμύρια, πεθαίνουν εκατομμύρια, μία μηχανή παραγωγής και κατανάλωσης έμβιων όντων είναι η γη. Από τα έργα και τα ονόματα τους δεν μένει τίποτα. Αλλά κι αν κάτι σποραδικά επιβιώσει, τι μίζερη «αθανασία» είναι αυτή, όταν εσύ θα έχεις λιώσει στο χώμα;
Συγγνώμη για το σκοτεινό κείμενο (αν και θα έπρεπε να πληρώνουμε κάποιον να μας θυμίζει την θνητότητα, όπως οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες στους θριάμβους τους). Αλλά έχασα προχθές ένα καλό σύντροφο και το στόμα μου είναι ακόμα πικρό