-
Έχουμε κανένα δικό μας εκεί;
-
Βέβαια! Είναι ο Ντίνος. Κοντοχωριανός μου. Τώρα τον λένε Dean.
-
Ωραία. Πιάσε τον, πες του να μιλήσει στον μεγάλο, για να σπρώξει λίγο τον πολύ Μεγάλο.
-
Έγινε!
Στον στρατό μου έδωσαν δύο συμβουλές. Η μία: «Μην χάνεις την ώρα σου με τους μεσαίους. Κατευθείαν στον Αρχηγό – και η δουλειά σου έκλεισε». Η άλλη: «Ο λοχίας μπορεί να κάνει τα πάντα – δεν χρειάζονται τα γαλόνια».
Ακολούθησα και τις δύο – και δεν πέτυχα τίποτα.
Εμείς τώρα «πιάνουμε» (δηλαδή καλοπιάνουμε) την Μέρκελ για να μιλήσει στον Σόυμπλε. Βάζουμε τον Ομπάμα να μιλήσει στον Λιού για να πιάσει την Λαγκάρντ. Και μετά απορούμε πώς δεν έγινε η δουλειά, αφού έχουμε «δικούς μας» τους Μεγάλους.
Νομίζουμε πως πρόκειται για ρουσφέτι: διορισμό, μετάθεση ή δάνειο και πως με δύο κλεισίματα ματιού, μία καλή κουβέντα – άντε και ένα κέρασμα – θα κλείσει η δουλειά.
Δεν έχουμε καταλάβει τίποτα. Ούτε η Ευρώπη ούτε οι ΗΠΑ λειτουργούν σαν το Ελληνικό Δημόσιο. Μάταια ο Τσίπρας κάνει χαρούλες και μοιράζει χαμόγελα στην Άνγκελα. Δεν υπάρχει περίπτωση να πιέσει τον Σόυμπλε. Ούτε μπορεί – αλλά ούτε θέλει. Μάταια ο Καμμένος χαρίζει νησιά στις ΗΠΑ. Την Λαγκάρντ τα ελληνικά νησιά την ενδιαφέρουν μόνο για διακοπές. Θεωρούμε δικό μας τον Γιουνκέρ (φιλέλλην, κλπ.) και μετά ξαφνιαζόμαστε όταν μας τα ψέλνει.
Αφελέστατοι επαρχιώτες είμαστε, που έρχονται στην πρωτεύουσα να τακτοποιήσουν τις δουλειές τους με γνωριμίες, κουμπαριές, και – αν χρειαστεί – κανένα λάδωμα. Ρωμαίικη διαπραγμάτευση σαν ανατολίτικο παζάρι, με μπλόφες, υπερβολές, νάζια και κουτοπόνηρους χειρισμούς. Κάποια στιγμή θα βρεθούμε στους πέντε δρόμους και δεν θα έχουμε καταλάβει τι μας συνέβη.