Έχουμε μία γελοία λέξη με την οποία τους αποκαλούμε. «Γελοιογράφοι». Στην πραγματικότητα, τίποτα το γελοίο δεν υπάρχει στη γραφή σους. Είναι πικρή και συνήθως οδυνηρή.
Συνηθίζουμε δυστυχώς να συγχέουμε την σάτιρα με το ευθυμογράφημα. Κι όμως είναι αντίθετα είδη. Το ευθυμογράφημα χαρίζει ευθυμία και καλή διάθεση. Αλλά η σάτιρα πονάει. Όχι μόνον αυτούς που σατιρίζονται – αλλά και όλους μας, αφού συνήθως αφορά και το σύνολο. Μαστιγώνει και τσούζει.
Επειδή στην Ελλάδα καλές κουβέντες λέμε σπάνια (τόσο που, όταν επαινέσεις κάποιον, οι άλλοι σε κοιτάνε ύποπτα) σκέφθηκα να κάνω μία εξαίρεση και να γράψω εγκώμιο. Γι αυτούς τους ανθρώπους, που ιδιαίτερα τώρα, τα χρόνια της κρίσης, συνοδεύουν την επώδυνη καθημερινότητά μας, με το πικρόξινο σχόλιό τους.
Μεγαλώσαμε, εμείς οι παλιότεροι, με τον Αρχέλαο, τον Βασίλη Χριστοδούλου, τον Γάλλια – και την «Χοντρή» του «Θησαυρού». Πόσο ειδυλλιακά αφελείς φαίνονται σήμερα οι γελοιογραφίες τους – κι ας πέρασαν μέσα από καιρούς πίκρας. Πιο σκληροί ήταν ο Φωκίων Δημητριάδης και ο Κώστας Μητρόπουλος, που αειθαλής συνεχίζει.
Αλλά οι νεότεροι υπήρξαν πιο ουσιαστικοί και πιο ώριμοι. Γιάννης Ιωάννου, ΚΥΡ, και οι κομίστες (Καλαϊτζής και Σια) άνοιξαν άλλους δρόμους. Κι ο αυστηρός είρων Ανδρέας Πετρουλάκης, που συναντάω κάθε πρωί .
Ωστόσο τρεις είναι – γιαμένα – οικορυφαίοι, που ξεπερνάνε πια τα όρια του σκίτσου-σχόλιου και μπαίνουν στο χώρο της σοβαρής δημιουργίας. Ο παλαιότερος Μποστ, ο νεότερος Αρκάς, και ο ολίγον νεότερος Δημήτρης Χαντζόπουλος.
Η απόλυτη τρέλα του Μποστ – που επεκτείνεται και στο πλάσιμο μίας νέας σατιρικής διαλέκτου, ο θανατηφόρος σαρκασμός του Αρκά (σε εικόνα και λόγο), και τα δραματικά σκηνικά που στήνει κάθε μέρα ο Χαντζόπουλος, είναι έργα τέχνης. Με κομμένη την ανάσα παρακολουθώ κάθε μέρα στα «Νέα» τις εικαστικές, λεκτικές και συνειρμικές ακροβασίες του τελευταίου.
Είναι σπουδαία προσφορά η καθημερινή τέχνη. Νομίζω πως εκφράζω και άλλους πολλούς, λέγοντας ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους τους μάστορες του κλαυσίγελου (ναι – ακόμα και σε αυτούς που ξέχασα).