Είναι από μεγάλη γενιά. Πρόγονοί του κάτι τεράστιες κολοκύθες, τόσο δυναμικές και απαιτητικές για τροφή, που στέγνωσαν το χωράφι. Έτσι αυτός βγήκε λίγος και φτενός. Μέριμνά του να ξαναγυρίσει στη δόξα.
Σκέπτεται. Τι σκέψεις μπορεί να κάνει μία κολοκύθα που έγινε κεφάλι; Ό,τι και ένα κεφάλι που έγινε κολοκύθα. Πολλά περνάνε μέσα από το νου του, ελάχιστα μένουν.
Ακούει. Τους συντρόφους από παλιά, τους κηπουρούς, που του μιλάνε για δοξασμένες ανθοφορίες και καρποφορίες, μποστάνια όπου όλα υπάρχουν. Τα ακούει και προσπαθεί να ξεχάσει τον μαρασμό, την πτώση και την άδικη αποπομπή.
Άδικο, άδικο! Αυτό τον τρώει, αυτό τον τρελαίνει. Υποφέρει. Γυρίζει παντού, σπέρνει άγονους κολοκυθόσπορους, αλλά ο νους του είναι στο πατρικό χωράφι.
Ποιος νους; Ένα κενό είναι ανάμεσα στα τοιχώματα. Ένα κενό που αντηχεί. (Γι’ αυτό οι παλιότεροι έφτιαχναν όργανα από κολοκύθες). Ένα ηχείο που απηχεί. Ήχους, ξένες φωνές, θορύβους και πολλά παράσιτα.
Ίσως θα τον βοηθούσε, αν μπορούσε να διαβάσει την «Αποκολοκύνθωση» (Λατινικά: Apocolocyntosis) που έγραψε ο μέγας Σενέκας για τον αυτοκράτορα Κλαύδιο. Ήταν μία πικρή σάτιρα. Το μόνο που μπορούσε να του προσφέρει, αντί για την (αυτοκρατορική) Αποθέωση.
Υ. Γ. 48 ώρες και 80 σχόλια μετά.
Γηράσκω αεί... Δεν φανταζόμουν ότι η κολοκύθα έχει (ακόμα) τόσους πολλούς και φανατικούς οπαδούς. Αυτό βέβαια κάτι σημαίνει. (Όχι για την κολοκύθα...).
Άρα το κείμενο ήταν χρήσιμο.
Αλλά θα μου πείτε: Περί ορέξεως, κολοκυθόπητα. Μόνο που την πληρώσαμε όλοι πολύ ακριβά.