Τράβηξα αυτή τη φωτογραφία πριν πολλά χρόνια, στην Κωνσταντινούπολη. Ο άνθρωπος με τα τριμμένα ρούχα, που κοιτούσε το γιουβέτσι, ήταν εύκολος στόχος. Ώρα καθόταν ακίνητος, το μάτι καρφωμένο στο φαγητό.
Πρέπει να πεινούσε πολύ. Δεν έχω ξαναδεί τόση πείνα σε ένα βλέμμα. Ούτε κατάλαβε πως τον φωτογράφησα.
Παιδί, στην Κατοχή, κοιμήθηκα φορές νηστικό. Κοιμήθηκα – τρόπος του λέγειν. Δεν κοιμάσαι με άδειο στομάχι, βυθίζεσαι σε λήθαργο από την κούραση, αλλά πεινάς και στον ύπνο σου. Το κενό σου πριονίζει τα σωθικά. Κι αργότερα, νέος, πέρασα εποχές στέρησης.
Γι αυτό δεν αντέχω γύρω μου πείνα. Όπου βρω, κι όπου μπορώ, ταΐζω. Από οικογένειες, μέχρι αδέσποτα ζώα.
Πολλούς εξευτελισμούς μπορεί να νιώσει ο άνθρωπος – η πείνα είναι ο χειρότερος. Δεν αντιμετωπίζεται με τίποτα – μόνο με τροφή. Κι όσο υπάρχει κι ένας στον κόσμο που στερείται το ψωμί, όλη η ανθρωπότητα είναι ένοχη.
Ένοχος ένιωσα κι εγώ μετά την φωτογράφηση. Κάθε φορά που βλέπω την φωτογραφία, μου σφίγγεται η καρδιά από τύψη. Γιατί, γιατί δεν τόλμησα να πάω στον ρακένδυτο, να τον κεράσω ένα πιάτο φαί;
(Ήταν άγριος και τον φοβήθηκα. Πώς να του μιλήσω που δεν ήξερα τούρκικα…)
Δικαιολογίες. Κιότεψα. Έφυγα. Και το μόνο που κάνω μετά, για να απαλύνω τις τύψεις μου, είναι να δημοσιεύω την φωτογραφία, μήπως και κάποιος άλλος ταΐσει. Οποιονδήποτε.