Ήταν, αν θυμάμαι καλά, το 1957. Πριν πενήντα οκτώ χρόνια. Φοιτητές στη Γερμανία βλέπαμε τη χώρα που γνωρίσαμε φτωχή και ερειπωμένη να αναπτύσσεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ήταν το περίφημο μεταπολεμικό οικονομικό θαύμα, το Wirtschaftswunder όπως το έλεγαν. Εμείς, με τους αναιμικούς προϋπολογισμούς μας, προσπαθούσαμε να τα βγάλουμε πέρα, αλλά η μηνιάτικη επιχορήγηση που μας έστελναν οι γονείς τελείωνε πάντα πριν το τέλος του μήνα. Και μας προσπερνούσαν οι νέες μεγάλες BMW και Mercedes, σαν να μην υπήρχαμε.
Τότε ήταν που ξεκίνησε στην Γερμανία το Λότο. Και έτυχε, λίγο καιρό μετά, να περάσουν τέσσερεις εβδομάδες χωρίς νικητή και να μαζευτεί ένα τζάκποτ πολλών εκατομμυρίων. Αποφασίσαμε λοιπόν, η παρέα των τεσσάρων, να αγοράσουμε ένα δελτίο των δέκα μάρκων. Δυόμιση μάρκα ο ένας, για δεν θυμάμαι πόσους συνδυασμούς.
Τα αποτελέσματα μπορούσες να τα ακούσεις σε έναν τετραψήφιο την Κυριακή μετά τις 4 το απόγευμα. Όσο πλησίαζε η μέρα όλο και περισσότερο νιώθαμε ότι δεν μπορεί – οπωσδήποτε θα κερδίσουμε. Η σιγουριά του πρωτάρη.
Το μεσημέρι της Κυριακής συναντηθήκαμε και πήγαμε για φαγητό σε ένα εστιατόριο πολύ πάνω από τις οικονομικές μας δυνατότητες. Τι πείραζε όμως, αφού σε λίγο θα είμαστε εκατομμυριούχοι! Ήταν μέσα στο πάρκο, τον «Αγγλικό Κήπο» του Μονάχου, στην όχθη της λίμνης.
Φάγαμε καλά, ήπιαμε αρκετά και δεκάδες φορές μοιράσαμε τα χρήματα που θα κερδίζαμε. Τι θα αγοράζαμε, τι θα χαρίζαμε, τι θα φτιάχναμε. Μετά το φαγητό νοικιάσαμε και μία βάρκα να πάμε βόλτα. Μόνο που είχαμε καταναλώσει πολλή μπύρα και τα κουπιά μας πέφτανε βαριά.
Πήγε τέσσερις η ώρα και κανείς δεν τολμούσε να πάει στον τηλεφωνικό θάλαμο. Βάλαμε κλήρο. Περιττό να πω ότι δεν είχαμε κερδίσει τίποτα. Όχι εξάρι δεν είχαμε πιάσει – ούτε πεντάρι.
Αλλά είχαμε περάσει μία εβδομάδα όλο όνειρα και μία μαγική Κυριακή. Δυόμιση μάρκα – τι πληρώνεις;
Θυμήθηκα αυτή την ιστορία, γιατί τις τελευταίες ημέρες, μετά από πολύν καιρό, βρίσκομαι σε κατάσταση αναμονής και ελπίδας.