Απόδειξη της σημασίας που δίδουμε εμείς οι Έλληνες στον εαυτό μας είναι και ο ειδικός όρος που έχουμε δημιουργήσει, γι' αυτούς που (νομίζουμε πως) μας μισούν... συλλογικά. Από ό,τι ξέρω, κανένα άλλο έθνος δεν έχει δημιουργήσει ειδικές λέξεις —και ειδικές νοηματικές κατηγορίες— για τους φίλους και εχθρούς του.
Διαβάζω: ο γνωστός μισέλλην Ντισραέλι. Ο μισέλλην Κίσσινγκερ.
Υποτίθεται λοιπόν πως αυτοί είναι άνθρωποι που (στα καλά καθούμενα) έχουν καταληφθεί από μανία εξοντώσεως των Ελλήνων. Χωρίς —κατά πάσα πιθανότητα— να έχουν έρθει ποτέ σε επαφή με το ελληνικό έθνος (να πεις πως είχαμε τίποτα να μοιράσουμε...). Και δεν νιώθουν απλώς αντιπάθεια ή αδιαφορία —όχι: μίσος νιώθουν, αυτό το πιο βαθύ από τα πάθη, το πιο σπάνιο από τα αισθήματα... Κούνια που μας κούναγε!...
Άλλη δουλειά δεν είχανε να κάνουν ο Κίσσινγκερ, ο Ντισραέλι κι οι άλλοι μεγαλοσχήμονες παρά να ασχολούνται με τους Έλληνες! Τόσο μάλιστα που να τους μισήσουν! Είναι σαν να πεις για έναν σκακιστή πως έχει ιδιαίτερο μίσος για το στρατιώτη “2γ”. Πιόνια είμαστε για όλους αυτούς. Ούτε φιλέλληνες είναι όταν μας κάνουν καλό, ούτε μισέλληνες όταν μας βλάπτουν. Ούτε Έλληνες ξέρουν, ούτε Τούρκους — αλλά ίππους, στρατιώτες, πύργους και αξιωματικούς.
Αλλά όχι! Μέσα στην υπερτροφική μας ματαιοδοξία, τους φανταζόμαστε να μηχανορραφούν μια ζωή εναντίον των Ελλήνων. Γιατί, βέβαια, εμείς είμαστε η εκλεκτή ράτσα (οι πανέξυπνοι μπροστά στους κουτόφραγκους) και μόνο το μίσος και οι συνωμοσίες των ισχυρών μας εμποδίζουν να κυριαρχήσουμε επί της γης. Και αφού είμαστε τόσο σπουδαίοι, φυσικό είναι να ασχολούνται μέρα-νύχτα μαζί μας.
Κούνια που μας κούναγε!
Δεν θα ξεχάσω μια φορά στη Νέα Υόρκη που η τηλεφωνήτρια των υπεραστικών έψαχνε μισή ώρα να βρει την πόλη Athens, Greece, στη Νότιο Αμερική...
Αλλά ο “μισελληνισμός” είναι εκπληκτική ψυχολογική κατασκευή. Αποδυναμώνει κάθε κριτική εναντίον μας. Λέμε π.χ. ότι ο Εδμόνδος Αμπού έγραψε ό,τι έγραψε (τον “Βασιλέα των Ορέων”) επειδή ήταν μισέλλην (κι όχι επειδή εμείς μαστιζόμασταν τότε από τη ληστεία και την υπανάπτυξη).
Ούτε μισέλλην ήταν ο πνευματωδέστατος Γάλλος, ούτε τίποτα. Ήρθε εδώ, είδε τα (τότε) χάλια μας κι έγραψε ένα πανέξυπνο βιβλίο, που μπορεί να μη μας κολάκευε αλλά και δεν μας αδικούσε. Αδύνατον όμως να δεχθούμε την πραγματικότητα, να αναγνωρίσουμε τα πρόσωπα μας στον καθρέφτη και να βγάλουμε συμπεράσματα. Άρα “μισέλλην” — και το ζήτημα έληξε.
Ή ο άλλος “μισέλλην” που μάθαμε στο σχολείο — ο Φαλμεράγιερ. Τον φανταζόμουνα πάντοτε σαν αιμοσταγή ελληνοφάγο. Αργότερα έμαθα πως ήταν ένας σημαντικός συγγραφέας της εποχής του, που έκανε το θανάσιμο σφάλμα να διατυπώσει μια ιστορική υπόθεση που... δεν μας άρεσε. Δεν έχει σημασία αν η θεωρία του ήταν (σε αρκετά σημεία) λανθασμένη — όσο πως τον ονομάσαμε “μισέλληνα” επειδή τόλμησε να τη διατυπώσει. Κι αν αποδεικνυόταν σωστή; Θα έπρεπε να αποσιωπήσει την αλήθεια για να είναι φιλέλλην;
Με την ίδια λογική θα έπρεπε να ονομασθεί εχθρός των παραμυκίων ο βιολόγος που θα υποστήριζε πως τα παραμύκια συγγενεύουν με τις αμοιβάδες...
Αλλά δεν φταίει κανένας άλλος. Φταίνε οι φιλέλληνες ! Αυτοί που με τον αφελή θαυμασμό τους για τους (αρχαίους) εαυτούς μας, μας γέμισαν το κεφάλι φούμαρα. (Λίγο θέλαμε κι εμείς...). Αντί να προσέχουμε τι έλεγε ο Αμπού, εκστασιαζόμασταν με τις σάλτσες που έγραφε ο Ρενάν (“Προσευχή στην Ακρόπολη”) -νομίζοντας πως μίλαγε για μας. Πήραν τα μυαλά μας αέρα και, σαν τα κακομαθημένα παιδιά, περιμέναμε από όλους θαυμασμό, υποστήριξη και μεροληψία. Έτσι και κάποιος δεν μας κάνει όλα τα χατίρια, τον λέμε μισέλληνα. Ενώ ο άνθρωπος απλώς κάνει τη δική του δουλειά.
Διαιρώντας τον κόσμο σε μισέλληνες και φιλέλληνες βγάζουμε —πολύ πονηρά—τον εαυτό μας έξω από το παιχνίδι. Απεκδυόμεθα από όλες τις ευθύνες μας. Η ιστορία είναι κάτι που μας συμβαίνει κι όχι κάτι που δημιουργούμε. Οι σκοτεινές δυνάμεις που μας μισούν είναι υπεύθυνες για τις ατυχίες μας (ενώ τα καλά —φυσικά— τα κάνουμε μόνοι μας).
Όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά ανωριμότητας. Όμως πέρασε πια η παιδική ηλικία του έθνους και δεν μπορούμε να κάνουμε “ντα” όσους δεν μας χορεύουν στα γόνατα τους. Ο κόσμος από μόνος του ούτε μας αγαπάει, ούτε μας μισεί — είναι αδιάφορος. Εμείς μπορούμε να τον κάνουμε να μας αγαπήσει — αν βέβαια γίνουμε αξιαγάπητοι. Και το δίκιο μας, μόνοι μας θα το βρούμε.
Πρέπει να σταματήσουν να γράφονται στις εφημερίδες και να λέγονται στη Βουλή φράσεις όπως “ο γνωστός μισέλλην πρόεδρος του Συμβουλίου της Ευρώπης”. (Μισέλλην, γιατί; διότι κάποια απόφαση του μας φάνηκε πως ευνοούσε τους Τούρκους. Ίσως και να τους ευνοούσε — από κάποια πολιτική σκοπιμότητα. Όχι βέβαια από... μισελληνισμό!). Αυτή δεν είναι ιστορία, ή διπλωματία, είναι παραμύθι για μικρά παιδιά!
Καιρός πια να μεγαλώσουμε...