Υπάρχουν συνήθως τριών ειδών συγγραφείς:

- αυτοί που διαβάζονται από το κοινό,

- αυτοί που αναγνωρίζονται από τους ειδικούς,

- αυτοί που παίρνουν λογοτεχνικά βραβεία.

Βέβαια υπάρχει και ένα τέταρτο (στην Ελλάδα πολυπληθέστατο) είδος συγγραφέων οι οποίοι ούτε διαβάζονται, ούτε αναγνωρίζονται, ούτε βραβεύονται - αλλά επιμένουν να εκδίδονται (με δικά τους έξοδα) και να ελπίζουν ότι κάποια μέρα θα μπουν σε μία από τις τρεις τάξεις που αναφέραμε. Οπότε θα μπορούν να θεωρούνται και αυτοί αναγνωρισμένοι συγγραφείς.

Σπάνια θα βρείτε Έλληνα συγγραφέα να ανήκει σε πάνω από μία κατηγορία (π.χ. να βραβεύεται και να διαβάζεται, ή να διαβάζεται και να αναγνωρίζεται από ειδικούς), ακόμη δε πιο σπάνια συγγραφέα να ανήκει ταυτόχρονα και στις τρεις. Οι εκπρόσωποι των κατηγοριών όχι μόνο είναι διαχωρισμένοι αλλά και μισούνται αναμεταξύ τους. Οι μεν αποδίδουν πάντα την επιτυχία των δε στα ταπεινότερα δυνατά κίνητρα. Π. χ.:

- Γι' αυτούς που διαβάζονται, οι άλλοι λένε πως τούτο συμβαίνει επειδή τα βιβλία τους είναι εύκολα, απλοϊκά και λαϊκά - ή επειδή προβάλλονται και διαφημίζονται.

- Γι' αυτούς που αναγνωρίζονται, οι άλλοι λένε πως είναι μέλη κλίκας που τους προωθεί, πως εξαγοράζουν την αναγνώριση με αντιπαροχές (συνήθως αντίστοιχης αναγνώρισης) η και με... μακαρονάδες !

-Τέλος, γι' αυτούς που βραβεύονται (μιλάμε για ντόπια βραβεία), οι άλλες κατηγορίες συγγραφέων λένε πως οφείλουν τη βράβευσή τους σε προσωπικές σχέσεις, πολιτικά μέσα, διπλωματική ευστροφία κτλ.

Το ότι μπορεί κάποιος να διαβάζεται, να αναγνωρίζεται ή να βραβεύεται επειδή το αξίζει -αυτό δεν θα το ακούσετε ποτέ. Γιατί κανόνας απαράβατος της πνευματικής μας ελίτ είναι πως “ο κάθε άλλος συγγραφέας αξίζει λιγότερο από όσο λένε και (εν πάση περιπτώσει) λιγότερο από μένα”.

Άλλο αξίωμα της λογοτεχνικής μας κάστας είναι το εξής: Δεν είναι ανάγκη να διαβάσεις ένα βιβλίο για να το κρίνεις. Η θέση και η αξία του συγγραφέα (και του βιβλίου του) εξαρτώνται: από τριάντα πέντε παράγοντες ανεξάρτητους από το περιεχόμενο του έργου. Οι κυριότεροι είναι: η πολιτική ταυτότητα του συγγραφέα, η ταξική του θέση, η επαγγελματική του ιδιότητα, η γνώμη του για μένα, η γεωγραφική του προέλευση, η μορφωτική του στάθμη, η γνώμη του για ΜΕΝΑ, η παρέα στην οποία ανήκει, η “σχολή” και το ύφος το οποίο ακολουθεί καθώς και -φυσικά- η γνώμη του για μένα.

Έτσι, οι κρίσεις για ένα βιβλίο ακολουθούν συνοπτική διαδικασία και εκδίδονται ερήμην του έργου. Το πολύ-πολύ, να διαβαστούν δειγματοληπτικά μερικές σελίδες. Κατά τα άλλα το βιβλίο απορρίπτεται τάχα για αισθητικούς λόγους, αλλά στην πραγματικότητα, επειδή ο συγγραφέας του είναι π.χ. συμβολαιογράφος, ή δεξιός, ή σουρεαλιστής, ή πλούσιος, ή Γορτύνιος, ή -απλούστατα- όχι δικός μας.

Άλλωστε και οι κριτές των βραβείων, τα ίδια κάνουν. Πρόσφατα αποκαλύφθηκε ότι στο κρατικό βραβείο θεάτρου επεστράφη έργο με κολλημένες τις σελίδες (όπως τις είχε κολλήσει ο πονηρός συγγραφέας). Κρίθηκε λοιπόν χωρίς να διαβαστεί. Πριν από χρόνια είχε βραβευθεί ως μυθιστόρημα μια σειρά... ταξιδιωτικές εντυπώσεις.

Και για τα βραβεία, καλύτερα να μη συζητάμε. Έχει καταλάβει κι ο πολύς κόσμος πως είναι φιάσκο. Πέντε φίλοι μαζεύονται και βραβεύουν πέντε άλλους φίλους - και υπάρχουν μερικοί συγγραφείς που έχουν γίνει συνδρομητές: κάθε χρόνο παίρνουν κι από ένα έπαθλο.

Αλλά το πρόβλημα της αναγνώρισης των συγγραφέων είναι σοβαρό. Διότι από αυτή εξαρτάται η οικοδόμηση μιας πνευματικής αξιοκρατίας -και άρα η πνευματική ποιότητα ενός τόπου. Την αποστολή αυτή εκπληρώνουν συνήθως οι κριτικοί. Αλλά κριτικοί στην Ελλάδα ελάχιστοι υπάρχουν - και η υπόθεση της κριτικής έχει περάσει στα χέρια των λόγιων και των δημοσιογράφων.

Και εδώ οι πολλοί πληρώνουν τις αμαρτίες των λίγων. Ο λαός υφίσταται τις συνέπειες της αλαζονείας, της μικροπρέπειας και της φτώχειας των πνευματικών του ηγετών. Μένει χωρίς καθοδήγηση, χωρίς ενημέρωση, χωρίς ερμηνεία, χωρίς αξιολόγηση. Όποτε απευθύνεται σε κάποιον “ειδικό”, αυτός θα προσπαθήσει να υπονομεύσει όλους τους άλλους, έμμεσα και “σεμνά”, αφήνοντας έξω από κάθε κριτική τον εαυτό του. Έτσι ο λαός, μη γνωρίζοντας τι να διαβάσει, δεν διαβάζει τίποτα. Ή κάνει μόνος του τις επιλογές του (πολλές φορές σωστότερες από αυτές των “ειδικών”).

Οι πνευματικοί μας άνθρωποι, εγκλωβισμένοι μέσα στις μικρότητες και τις προσωπικές τους αντιδικίες, ξεχνούν πως έχουν ένα καθήκον απέναντι στο κοινό. Ξεχνούν πως ο ρόλος τους δεν είναι να βγάζουν τους πάντες σκάρτους, αλλά να προβάλλουν το σωστό και το άξιο όπου το βρούνε.

Αντίθετα όμως, σαν συνεπή τρωκτικά, οι λόγιοι και οι διανοούμενοι μας προσπαθούν να αντλήσουν (ετερόφωτη) παρουσία, κρίνοντας, διαβάλλοντας και υπονομεύοντας. Προσπαθώντας να πουλήσουν εξυπνάδα ή σοφία, προσπαθώντας να ξεπεράσουν τη μειονεκτικότητα ή το αίσθημα ανασφάλειας που τους κατέχει, κάνουν πράξεις που τελικά ζημιώνουν και τον λίγο πολιτισμό που μας μένει.

Το πνεύμα δεν είναι ιδιωτική υπόθεση κανενός. Όποιος πιάνει στο χέρι του πένα δεν κάνει μόνο το κέφι του. Έχει ευθύνη απέναντι στο σύνολο.

Κάποτε πρέπει να το συνειδητοποιήσουν αυτό και οι διανοούμενοι μας.