Ανάθεμα σε όποιον πρωτοβρήκε τις αφηρημένες έννοιες !
1957, στο Μόναχο. Στο καφενείο όπου μαζευόμασταν συχνά, ερχόταν ένα ήσυχο παιδί, μελαχρινό, με την κοπέλα του, μια Γερμανίδα κοκκινομάλλα, κεφάτη. Ήταν του Πολυτεχνείου (οι πολυτεχνίτες θυμήθηκαν να τον έχουν δει στις παραδόσεις). Με τον καιρό πιάσαμε κουβέντα, παίζαμε και καμιά σειρά στα μηχανάκια. Μιλούσε καλά γερμανικά με ακαθόριστη προφορά. Το όνομα του δεν το είχαμε μάθει. Δεν μας το 'πε... δεν ρωτήσαμε; Που να θυμάμαι τώρα! Ένα βράδυ ήρθαν δύο πολυτεχνίτες και είπαν πως είναι Τούρκος! Τούρκος; Την άλλη μέρα κανείς δεν του ξαναμίλησε. Μάλιστα κάπου νιώσαμε και μια κρυφή αγανάκτηση. Σαν να μας είχε εξαπατήσει. Όχι μόνον επειδή δεν μας το είπε, αλλά επειδή δεν το έγραφε στο μέτωπο του. Τουλάχιστον αν είχε άλλη συμπεριφορά —βάναυση, βάρβαρη, χυδαία— όπως οι Τούρκοι που φανταζόμαστε! Τι δουλειά έχει να είναι ευγενικός, συμπαθητικός, πολιτισμένος και... Τούρκος! Εξοργιστικό!
Έστω. Από την επόμενη μέρα δεν ήταν πια άνθρωπος — ήταν Τούρκος. Η αφηρημένη έννοια θριάμβευσε πάνω στη συγκεκριμένη πραγματικότητα.
1971, στην Κύπρο. Πάνω από τα τούρκικα χωριά ανεμίζει η ημισέληνος. Τη μέρα οι Τούρκοι κατεβαίνουν, δουλεύουν στις δουλειές των Ελλήνων. Είναι άνθρωποι, συνεργάτες, φίλοι. Τη νύχτα, ταμπουρώνονται στα χωριά τους. Τη νύχτα δεν είναι άνθρωποι. Είναι Τούρκοι.
Ανάθεμα σ' όλα αυτά τα ονόματα! Τι θα πει Τούρκοι, Έλληνες, Γερμανοί, Βούλγαροι; Άνθρωποι θα πει, τίποτε άλλο. Ανάθεμα στις γενικεύσεις: Όλοι οι Αμερικανοί είναι... Όλοι οι Εβραίοι είναι... Όλοι οι Τούρκοι είναι... Όλες οι γενικεύσεις είναι... ψεύτικες!
Το 1954, όταν πρωτοπήγα στη Γερμανία, κάθισα κι έγραψα μερικά άρθρα για τους Γερμανούς. Τα ξαναβρήκα σε κάποιο συρτάρι, έξι χρόνια μετά — όταν μάζευα τα πράγματα μου για να φύγω. Πόσο γέλασα με την αφέλεια μου ! Τα άρθρα μου ήσαν γεμάτα γενικότητες. Οι Γερμανοί είναι έτσι, οι Γερμανοί σκέφτονται έτσι... Έξι χρόνια μετά, όλα αυτά έμοιαζαν γελοία. Τώρα, που ήξερα τους Γερμανούς, δεν υπήρχαν πια “οι Γερμανοί”. Υπήρχε ο Γιόχαν και ο Πέτερ, ο Κρίστιαν και ο Έντγκαρ, η Μπρούνι και η Μαρλέν — αλλά “Γερμανοί)) δεν υπήρχαν.
1963, Ζυρίχη: πίνω έναν εξαίσιο τούρκικο καφέ (τέτοιο δεν έχω ξαναπιεί) στο σπίτι μιας ευγενικής και καλλιεργημένης δέσποινας. Μουσείο ήταν το σπίτι από παλιά ανατολίτικη τέχνη. Με την κόρη της (μία καλλονή με αλαβάστρινο διάφανο δέρμα, κατάμαυρα μαλλιά και πράσινα ιριδίζοντα μάτια) και το γιο της (πανέξυπνο διπλωμάτη της Υψηλής Πύλης) καθόμαστε μέχρι αργά το βράδυ μιλώντας για τέχνη, για σκέψη, για σοφία της Δύσης και της Ανατολής. Ήταν η εποχή που είχα αποφασίσει να μάθω τούρκικα, για να γνωρίσω καλύτερα το χώρο που με περιβάλλει. Ο ανατολικός και βαλκανικός περίγυρος περιέχουν τις άμεσες ρίζες μας. Παράλληλα με τους αρχαίους μας προγόνους, δεν θα 'πρεπε να μελετάμε κι αυτόν;
"Α! ξέχασα να πω πως η ευγενική δέσποινα ήταν Τουρκάλα. Με όλη την αριστοκρατική φινέτσα των Τούρκων του Πιέρ Λοτί.
1969, Άμστερνταμ. Βλέπω στο απέναντι πεζοδρόμιο ένα “πηγαδάκι” από μελαχρινούς ανθρώπους που συζητούν με ζωηρές κινήσεις. Ανάμεσα στους χαμηλόφωνους βόρειους, οι φωνές τους καμπάνιζαν: Έλληνες είναι, σκέφθηκα. Όταν πλησίασα και διαπίστωσα πως ήσαν Τούρκοι, ένιωσα μέσα μου ένα σφίξιμο αποστροφής. Προσπάθησα να αναλύσω —αμέσως— γιατί το ένιωσα. Και κατάλαβα πως με ενόχλησαν επειδή μου μοιάζουν.
Τίποτα δεν απωθεί περισσότερο από το όμοιο (και τίποτα δεν έλκει... αν τύχει). Για τον Έλληνα, η διαπίστωση πως μοιάζει με Τούρκο είναι μία ύβρις. (Αντίθετα, δεν προσβάλλεται αν τον παρομοιάσεις με Ιταλό). Κι όμως αυτοί είναι οι γείτονες μας, μ' αυτούς (και κάτω απ' αυτούς) ζήσαμε. Πήραμε από τη γλώσσα τους, το φαγητό τους, τις σκέψεις τους, τη νοοτροπία τους. Πήραμε ίσως πιο πολλά από όσα δώσαμε. Όμως ένα μέρος από την ιστορία μας το καταπιέζουμε μέσα μας και το απωθούμε. Δικαιολογημένη αντίδραση — αλλά πόσο υγιής;
Κι έτσι φθάνω να πιστεύω πως δεν μισούμε τόσο πολύ τους Τούρκους της Τουρκίας, όσο τον Τούρκο μέσα μας. Είναι ο φτωχός συγγενής από την επαρχία, το σκοτεινό παρελθόν μας, αυτό που αφήσαμε πίσω μας στο δρόμο για τον “εξευρωπαϊσμό μας”. Κι ενώ εμείς ντρεπόμαστε για την ομοιότητα μας με τον Τούρκο, νομίζουμε, παράλληλα, πως εκείνος μας ζηλεύει. Γιατί (προβάλλοντας τη δική μας άποψη στη δική του σκέψη) λέμε πως είμαστε γι' αυτόν οι επιτυχημένοι πλούσιοι συγγενείς, που προχώρησαν περισσότερο στο δρόμο της Ευρώπης.
Πόσο αλήθεια είναι αυτό; Και πόσο δίκιο έχουμε να κρίνουμε με “ευρωπαϊκά” κριτήρια τους δικούς μας πολιτισμούς; (Ναι, έχουν και οι Τούρκοι πολιτισμό — μη σας ενοχλεί αυτό). Και πόσο σωστό είναι που προσπαθούμε και οι δύο να γίνουμε “Ευρωπαίοι”; Και δεν μοιάζουμε ακόμη και στην προσπάθεια μας αυτή, να αλλάξουμε, να αρνηθούμε τις ρίζες μας;
Υπάρχει όμως το “προαιώνιον μίσος”. Τι απάτη ! Μιλάμε γι' αυτό σαν να ήταν κληρονομικό. Σαν να τροποποιήθηκε κάποιο γονίδιο στα κύτταρα μας και γεννιόμαστε Τουρκοφάγοι (ή Έλληνοφάγοι)!
Το μίσος, εμείς και οι δύο είμαστε που το συντηρούμε και το καλλιεργούμε. Με τις μονόπλευρες και μονοδιάστατες ερμηνείες της Ιστορίας που διδάσκουμε, με τις εθνικές επετείους και τους πανηγυρικούς, με τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα, με την άρνηση να δεχθούμε το πρόσωπο μας και τους άλλους όπως είναι.
Ποιος κερδίζει απ' αυτή τη διαιώνιση; Κανείς. Ποιος χάνει; Και οι δύο. Το μίσος ποτέ δεν έφερε καρπό. Ο φανατισμός δεν έχει φυτέψει ούτε ένα δέντρο στον κόσμο. Οι απλοί άνθρωποι, θύματα της προπαγάνδας, των συμφερόντων, των προκαταλήψεων, άγονται και φέρονται από ηγέτες με πολιτικά κίνητρα. Κι ο σοσιαλιστής Μπουλέντ Ετσεβίτ, που κάποτε έγραψε ένα ωραίο ποίημα για τον “αδερφό του τον Έλληνα”, το ξεχνάει, όταν μαζεύει ψήφους...
Κάποιος πρέπει να κάνει μια νέα αρχή. Που θα πρέπει να βασίζεται στην επικοινωνία, τη γνωριμία, τη γνώση της πραγματικής ιστορίας. Που δεν θα αφορά αφηρημένες ιδέες αλλά ανθρώπους. Που δεν θα προβάλλει στερεότυπα, αλλά την πραγματικότητα. Κάποιος πρέπει να τολμήσει, έστω κι αν πληρώσει στην αρχή για την τόλμη του. Δεν είναι δυνατόν το πιο όμορφο πέλαγος του κόσμου να δηλητηριάζεται κάθε μέρα από ποταμούς μίσους!
Το κείμενο αυτό δημοσιεύεται στις 29 Μαΐου. Πρώτη προσπάθεια για τη διαφορετική αντιμετώπιση μιας επετείου.