Στη Βουλή μας διαβαζόταν ένα μήνυμα του νέου Γερμανού προέδρου Κάρλ Κάρστενς. Όταν τέλειωσε, ένας βουλευτής φώναξε στο προεδρείο: “Ξεχάσατε δύο λέξεις!”. —“Ποιες;”.
— “Χάιλ Χίτλερ !”.
Είναι γεγονός πως ο νέος ομοσπονδιακός πρόεδρος της Δ. Γερμανίας υπήρξε στα νιάτα του μέλος του ναζιστικού κόμματος. Όπως και ο πολύ δημοκρατικός προκάτοχος του — ο Β. Σέελ. Άλλοι πάλι επιφανείς πολιτικοί διετέλεσαν μέλη εξτρεμιστικών οργανώσεων της αριστεράς. Πόσο βαραίνουν —και πρέπει να βαραίνουν— στην κρίση μας για ένα άτομο οι πολιτικές πεποιθήσεις που είχε πριν από σαράντα χρόνια;
Σαράντα χρόνια είναι πολλά, θανατοποινίτες αμνηστεύονται και εξωμότες αποκαθίστανται σε διάστημα πιο σύντομο. Πρέπει να αναγνωρίζουμε στον άνθρωπο το δικαίωμα του λάθους και της αλλαγής. Αλλιώς θα είμαστε όλοι δέσμιοι της πρώτης δημόσια εκφρασμένης γνώμης μας, σ' όλη μας τη ζωή — πράγμα και απάνθρωπο και ανελεύθερο.
(Ας διευκρινίσω: αυτό πιστεύω πως ισχύει για τις απόψεις — αλλά όχι για τις πράξεις. Και γι' αυτό είμαι εναντίον της παραγραφής των ναζιστικών εγκλημάτων, σε οποιαδήποτε προθεσμία).
Φτάνει η αλλαγή να είναι πραγματική κι όχι καιροσκοπική. Όχι να γυρίζουμε κατά πού φυσάει ο άνεμος! (Έλεγαν για κάποιον παλιά. Αυτός είναι συνεπέστατος. Είναι πάντα κυβερνητικός!). Τότε μάλιστα η αλλαγή είναι πιο έντιμη, όταν τολμάει να γίνει κόντρα στον άνεμο.
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος αναθεώρησε τα τελευταία χρόνια αρκετές παλιότερες απόψεις του — με αποτέλεσμα να γίνει στόχος και της άκρας δεξιάς και της άκρας αριστεράς. Όμως η αναθεώρηση αυτή των απόψεων έγινε μέσα στο δυσμενές και επικίνδυνο κλίμα της δικτατορίας. Τεκμηριώθηκε με την προσωπική στράτευση. Διακηρύχθηκε σε αίθουσες στρατοδικείων και σε παράνομες συγκεντρώσεις. Δεν μπορεί να αμφιβάλλει κανείς για την ειλικρίνεια της.
Αντίθετα, όταν γνωστός ακαδημαϊκός, διάσημος περισσότερο για την. προσαρμοστικότητα του και λιγότερο για τη λογοτεχνική του δεινότητα, ανακαλύπτει “μετά τριάκοντα πέντε έτη” ότι ο Δεκέμβρης ήταν... εμφύλιος σπαραγμός... το πράγμα επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Ακόμη (βέβαια) και αυτή της ειλικρινούς μεταστροφής.
Αλίμονο όμως: ακόμη και περιπτώσεις τόσο διάφανες όπως του Παναγιώτη Κανελλόπουλου αφήνουν στο λαό ένα συναίσθημα αβεβαιότητας. Μα ποια είναι η αλήθεια; ψιθυρίζει ο καλόπιστος πολίτης. Αυτά που έλεγε τότε, ή αυτά που λέει τώρα;
Υπάρχει, βλέπετε, η ουτοπία της “Μιας Αλήθειας”, που τάχα ισχύει, άσχετα από χρόνο και χώρο. Ένας πολιτικός που αλλάζει απόψεις —όπως κι ένας φιλόσοφος, που υπαναχωρεί— χάνουν κάτι από την αξιοπιστία τους.
Κι όμως, ο πιο σύγχρονος ορισμός της Αλήθειας την ορίζει σαν “αυτή τη θέση που δεν έχει ακόμη αποδειχθεί εσφαλμένη”.Όπως γράφει κι ένας μεγάλος φιλόσοφος, η θεωρία “όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί” ισχύει ως την ώρα που θα παρατηρηθεί (έστω κι ένας) μη-λευκός κύκνος.
Στην επιστήμη, η υπαναχώρηση, η αλλαγή, η αναθεώρηση είναι πράγματα καθημερινά. Διατυπώνουμε μιαν υπόθεση. Τι πιο φυσικό, αν τα πειράματα δεν την επιβεβαιώνουν, να αλλάξουμε δρόμο; Κανείς δεν θα μας κατακρίνει, ούτε θα χάσουμε το κύρος μας. Αντίθετα, τούτο θα συμβεί αν επιμένουμε να προχωράμε σε λάθος δρόμο.
Έτσι αντικειμενικά θα έπρεπε να αντιμετωπίζουμε την πολιτική — σαν την επιστήμη. Με κριτήρια πραγματιστικά: σωστή θεωρία είναι αυτή που αποδίδει, που πετυχαίνει τους στόχους μας.
Δυστυχώς οι πολιτικές μας δοξασίες βρίσκονται ακόμη σε ένα μεταφυσικό, προεπιστημονικό στάδιο. Ούτε σαφείς ορισμοί υπάρχουν, ούτε καθαρές έννοιες, ούτε μέθοδοι, ούτε έλεγχοι. Οι ιδέες δεν στέκονται στα πόδια τους — ακουμπάνε στα πρόσωπα. (Από κει και η προσωποπαγής πολιτική μας ζωή).
Γι' αυτό μας φοβίζει η αλλαγή των ιδεών. Γιατί, ξαφνικά, το μόνο στήριγμα τους —το πρόσωπο— παύει να τις στηρίζει. Και γίνεται και το ίδιο τώρα αναξιόπιστο, μόνο και μόνο γιατί τόλμησε να αλλάξει απόψεις.
Κι όμως, όπως είναι βασικό δικαίωμα του ανθρώπου να έχει απόψεις, έτσι είναι δικαίωμα του να τις αλλάζει. Και πρέπει όλοι να σέβονται την αλλαγή αυτή — αν τα κίνητρα της είναι καθαρά. (Κάθε πράξη κρίνεται σύμφωνα με τα κίνητρα της: μια αγαθοεργία, με υστερόβουλο σκοπό, είναι αισχρή !). Κι όταν τα κίνητρα δεν φαίνονται, δεν είναι δα ανάγκη να υποθέτουμε πάντα τα χειρότερα δυνατά...
Εκεί περνάμε στο άλλο γνώρισμα της πολιτικής μας ζωής — σ' αυτό που οι αρχαίοι έλεγαν argumentum ad hominem (επιχείρημα εναντίον του ανθρώπου). Όταν δεν μπορείτε να αντικρούσετε τις απόψεις, χτυπήστε το άτομο που τις εκφράζει. Κι έτσι φτάνουμε στη μεγαλοφυή ασυναρτησία του: ό,τι κι αν πεις δεν ισχύει επειδή είσαι... (συμπληρώστε κατά βούληση : χουντικός, κομμουνιστής, κίναιδος, φασίστας κτλ.). Εδώ προστίθεται και η αλλαξοπιστία: Είσαι ανακόλουθος, ασυνεπής, ανεμόμυλος, ανεμοδούρας. (Τι είχε ακούσει ο μακαρίτης ο Γ. Παπανδρέου, με κείνο το πλαστό: “Πιστεύομεν και...”).
Ας παρατηρήσουμε και κάτι χαρακτηριστικό. Η Δεξιά (ακόμη και η άκρο-Δεξιά) είναι πιο ανεκτική στις αλλαγές από την Αριστερά. (Αν αυτό είναι καλό ή κακό, σας αφήνω να το κρίνετε εσείς). Οι Αριστεροί δεν συγχωρούν ποτέ έναν τέως φασίστα. Ούτε καν έναν τέως δεξιό μπορούν να αφομοιώσουν εύκολα. Ενώ οι Δεξιοί παίρνουν εξωμότες αριστερούς και τους κάνουν... υπουργούς. (Τρεις —τουλάχιστον— τέτοιους είχε η χούντα. Και τον αρθρογράφο της, επιπλέον!). Μπορείτε να διανοηθείτε τέως ναζί να είναι υπουργός σε αριστερή κυβέρνηση;
Το θέμα πάντως δεν είναι ποιος ήταν ναζιστής το 1940 — αλλά ποιος είναι σήμερα. Το τι πίστευε κάποιος πριν από σαράντα χρόνια έχει ιστορική αλλά όχι πρακτική σημασία. Σε σαράντα χρόνια ο οργανισμός του ανθρώπου έχει αλλάξει ολοκληρωτικά (κάθε επτά χρονιά ανανεώνονται διαδοχικά όλα μας τα κύτταρα). Γιατί ο βιολογικά “άλλος” άνθρωπος θα πρέπει (οπωσδήποτε) να μείνει πνευματικά ίδιος; Ή να τιμωρείται έπ' άπειρον για μια λανθασμένη γνώμη;
Ίσως θα έπρεπε να κατοχυρωθεί νομοθετικά το δικαίωμα της αλλαγής. Αλλιώς δεν υπάρχει ελπίδα για τη βελτίωση του ανθρώπου. Η σκέψη προχωρεί και προοδεύει με αναθεωρήσεις και διαψεύσεις. Το να σφάλλεις είναι ανθρώπινο. Το να αναγνωρίζεις το σφάλμα είναι θείο. θα ήταν απονέκρωση πνευματική αν έπρεπε να γίνουμε όλοι άκαμπτοι δογματικοί. Η τρομοκρατία της αναγκαστικής συνέπειας είναι μια μορφή πνευματικής δικτατορίας!