Δεν ξέρω γιατί κάθε φορά που σκέπτομαι τον Εμμανουήλ Ροΐδη τον βλέπω σαν την πιο τραγική μορφή του νεότερου ελληνικού πολιτισμού.
Τραγικός ο Ροΐδης; Πιο τραγικός από τον Καρυωτάκη, τον Γιαννόπουλο, ή τον Χαλεπά;
Τολμώ να πω, ναι. Γιατί ενώ οι άλλοι βρήκαν καταφύγιο στην αυτοκτονία ή την τρέλα, αυτός επέμεινε. Μια ζωή αγωνίστηκε μόνος. Καταξεσκίστηκε πάνω στα ελληνικά αγκάθια. Όλο του το σκώμμα και η σάτιρα είναι πληγωμένη ευαισθησία. Ήταν φοβερή η μοίρα που του όρισε να ζήσει εξόριστος, αυτός ο πραγματικά έξυπνος, στη χώρα των “ξύπνιων”.
Ο Έλληνας θαυμάζει την εξυπνάδα. Λάθος! Πρόκειται για τραγική παρεξήγηση. Αυτό που ονομάζουμε εξυπνάδα δεν είναι η βαθιά, καθαρή ματιά, αλλά η επιπόλαιη ετοιμολογία. Την πραγματική εξυπνάδα ο Έλληνας ούτε καν την αναγνωρίζει... Και όχι μόνο αυτό! Όταν τη διαισθάνεται, την πολεμάει. Ο πραγματικά ευφυής σ' αυτή τη χώρα υφίσταται εξευτελισμούς, ταπεινώσεις, καταπιέζεται, βρίσκεται σε διωγμό. Η υποψία πως ο άλλος μπορεί να είναι εξυπνότερος, αρκεί για να κάνει τον κάθε Έλληνα εχθρό του.
Ο Ροΐδης ήταν σατιρικός — τον είπαν ευθυμογράφο. Ήταν στοχαστής — τον είπαν ευφυολόγο.
Ήταν διδάσκαλος ύφους — τον είπαν δημοσιογράφο. Ήταν διδάσκαλος ήθους — τον απέλυσαν δύο φορές στα μαύρα γεράματα οι Δεληγιαννικοί επειδή ήταν Τρικουπικός (κι ας είχε κάνει έργο εθνικό στην Εθνική Βιβλιοθήκη). Κερδοσκόποι εξαφάνισαν την περιουσία του (οι έξυπνοι εμπιστεύονται, οι πονηροί φυλάγονται). Η Εκκλησία αφόρεσε το πρώτο βιβλίο του, από το οποίο πλούτισαν μόνον οι απατεώνες της εποχής, κυκλοφορώντας κλεψίτυπα.
Ο Ροΐδης παρουσίαζε στους Έλληνες τον Σολωμό, τον Μπωντλαίρ, τον Δοστογιέφσκυ— οι Έλληνες δοξολογούσαν τους Σούτσους, τον Ζαλοκώστα και τον Βασιλειάδη. Εκατό χρόνια μπροστά, στο γούστο, στη σκέψη, στην ευαισθησία, προσπαθούσε να επιβιώσει στην επαρχιακή Αθήνα του 1870. Δύσκολα. Η σκόνη και η λάσπη της μικρόψυχης πόλης κατάτρωγαν τη ζωή του.
Μετά την αστραφτερή λάμψη της “Πάπισσας”, δέκα χρόνια σιωπή. Δέκα χρόνια χρειάστηκε για να συνέλθει από την υποδοχή. Οι Έλληνες είδαν το σκάνδαλο άλλα δεν είδαν το βιβλίο. Είδαν τις αιχμές άλλα δεν κατάλαβαν τους στόχους. Γέλασαν — εκεί που έπρεπε να κλάψουν.
Κάθε γραφτό του, μετά τη σιωπή, είναι σαρκασμός και παράπονο. Ο πιο μοναχικός Έλληνας γράφει και φωνάζει μέσα στην έρημο. Είναι ο πρώτος μας “πλήρης νους”. Ο πρώτος μας λογοτεχνικός κριτικός, ο πρώτος σωστός αποτιμητής του γλωσσικού μας προβλήματος, ο πρώτος πολιτικός σχολιαστής, ο πρώτος αισθητικός στοχαστής (με θεωρητικό εξοπλισμό αλλά και πρακτική άσκηση στη μουσική, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία), ο πρώτος μας διηγηματογράφος, ο πρώτος σατιρικός — και ο πρώτος μας Ευρωπαίος. Όλα αυτά άλλον θα τον είχαν αναδείξει σε εθνικό πρότυπο.
Εδώ ούτε ζωντανός αναγνωρίστηκε, ούτε και πεθαμένος. Η Ελλάδα είχε αποκτήσει τον Βολτέρο της — αλλά της έλειπαν οι Γάλλοι.
Επειδή φοβάται την εξυπνάδα ο Έλληνας αρνείται να καταλάβει τη διαφορά ανάμεσα στη σάτιρα και το ευθυμογράφημα. Η σάτιρα —το πιο δύσκολο, το πιο σοβαρό, το πιο τραγικό είδος λόγου— συγχέεται σκόπιμα με το καλαμπούρι, την εξυπνάδα και το ανέκδοτο. Η σάτιρα, που είναι κριτική και ανατομία και πίκρα και αντεστραμμένη ευαισθησία, μπαίνει στο ίδιο ράφι με την εύκολη διασκεδαστική ελαφρογραφία.
Ωστόσο, τεράστια απόσταση χωρίζει τον σατιρικό από τον ευθυμογράφο: Ο ένας είναι στην κορυφή της αισθητικής πυραμίδας, ο άλλος στη βάση.
Το αν ο σατιρικός χρησιμοποιεί το γέλιο για να μαστιγώσει (και δεν είναι ποτέ απλό γέλιο, αλλά κλαυσίγελως) δεν δικαιολογεί τη σύγχυση. Όμως σ' αυτή τη χώρα τα πάντα χωρίζονται σε “αστεία” και “Σοβαρά”. Η σάτιρα λοιπόν πάει με τα αστεία (μαζί με τον “χιουμορίστα κονφερανσιέ”) και η τραγωδία με τα Σοβαρά. Η φιλοσοφία, η πολιτική και η κριτική είναι επίσης Σοβαρές. Αλλά ο Ροΐδης δεν ήταν. Διότι έγραψε κείμενα διανθισμένα με χιούμορ. Αγνόησε τη σοβαροφάνεια των Ελλήνων. Και οι Έλληνες τον τιμώρησαν.
Αυτόν τον σοφό, βαθυστόχαστο και υπερευαίσθητο, τον κατέταξαν ανεπανόρθωτα στους “αστείους”. (Και ακόμη εκεί τον έχουν). Το ξέρει. Μόνος του περιγράφει το αδιέξοδο. Αν γράψει “σοβαρά” δεν θα τον διαβάσει κανείς, θα γίνει σαν τους “Βαουμγάρτας και Βολφίους”, “ων το μεν όνομα είναι μέγα, οι δε βαρείς τόμοι εις μόνους τους διδάκτορας και τους σκώληκας των βιβλιοθηκών προσιτοί”. Γι' αυτό ντύνει τη σιδερένια πανοπλία με μετάξι και εισπράττει την επιτυχία του λάθους : “Αλλά αν δια της τοιαύτης μεθόδου ηδυνήθημεν εν ιδρώτι του πρόσωπου ημών ν' αγρεύσωμεν αναγνώστας-τινάς, την άγραν ταύτην επληρώσαμεν ακριβά, ονομασθέντες ευφυολόγοι, και παν ό,τι δήποτε εκ του στόματος ημών έξεπορεύθη ευφυολογία...”.
Ναι, η ρετσινιά είναι άλλο προσφιλές όπλο των Νεοελλήνων. Όπλο αμύνης. Γιατί, είναι καιρός να το πούμε, οι Έλληνες φοβήθηκαν τον Ροΐδη. Ο τρόμος τους είναι ίδιος με το άγχος του ενόχου που βλέπει τον αστυνομικό να πλησιάζει στην κρυψώνα των κλοπιμαίων. Μια ζωή απάτη, οι “ξύπνιοι” Έλληνες — και ξαφνικά βρίσκονται μπροστά σ' έναν πραγματικά βαθιά έξυπνο, που βλέπει μέσα τους σαν να' χει στα μάτια ακτίνες “Χ”. Τρόμος, γιατί αυτός καταλαβαίνει, νιώθει, μετράει και μπορεί ν' αποδείξει την απάτη. Εξουδετερώστε τον!
Ακόμη και σήμερα οι Έλληνες φοβούνται τον Ροΐδη. Ακόμη δεν αντέχουν να τον διαβάσουν (και είναι τόσο καυτά επίκαιρος). Ακόμη τον κρίνουν επιπόλαια (διαβάστε τι γράφουν γι' αυτόν οι “έγκυρες” ιστορίες της λογοτεχνίας μας: η απόλυτη παρεξήγηση!). Αν υπάρχει ένας Έλληνας συγγραφέας που θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία —σαν υπόδειγμα ύφους, ήθους, κρίσης και γνώσης— είναι ο Ροΐδης. Αλλά ούτε λέξη από αυτόν στα αναγνωστικά μας.
Μνήμη Εμμανουήλ Ροΐδη. Ήρθε στον κόσμο έξυπνος, ευαίσθητος, όμορφος, προικισμένος. Έφυγε μόνος, άνεργος, κουφός, φτωχός, μισάνθρωπος. Αλλά φιλόζωος. Κι αυτό τεκμηριώνει περισσότερο την ευαισθησία του — και την ανάγκη του για αγάπη:
“Εξ όσων ηυτύχησα ή δυστύχησα να γνωρίσω είμαι, πιστεύω, ο μόνος άνθρωπος όστις, αν τον ωνόμαζαν ζώον, δεν θα εθεώρει τούτο ως προσβολήν”.
Πέθανε, έχοντας κοντά του την αγαπημένη του γάτα. Που τον ακολούθησε —από τη στενοχώρια της— μετά λίγες μέρες.