Στέκομαι στη μέση μίας ευρύχωρης κατάλευκης αίθουσας. Από Μεγάλα Ανοίγματα κρεμασμένα στους τοίχους, βλέπω, για πρώτη φορά, να εισορμά ο Άλλος Χώρος.
Ο Άλλος Χώρος είναι, ο δικός μας — το εσωτερικό διάστημα του ανθρώπου. Εκεί όπου σκέψη, ζωή, ενέργεια, γίνονται καθαρό φως και σκοτάδι.
Κάθε Μεγάλο Άνοιγμα είναι μια αφάνταστα συμπυκνωμένη επιφάνεια από σφύζον σκότος (ή φως) σε όλες τις παραλλαγές: πότε εκτυφλωτικό μαύρο, πότε χαώδες καφέ και πότε νεκρό γκρίζο. Μέσα στα Μεγάλα Ανοίγματα υπάρχουν και μικρά: σημεία ζωντανού χρώματος — έντονες ώχρες, φαρμακερά πράσινα, διαπεραστικά κόκκινα, παγωμένα λευκά.
Για πολλή ώρα δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη. Αισθάνομαι αιχμάλωτος μαγνητικών πεδίων. Κάθε Άνοιγμα με τραβάει σαν δίνη. Ίλιγγος με καταλαμβάνει όταν χάνω το βλέμμα μου στον πυρήνα τους.
Μιλάω για πίνακες, αλλά η λέξη Ανοίγματα μου φαίνεται, πιο καίρια, γιατί πραγματικά οι πίνακες αυτοί είναι παράθυρα προς το εσωτερικό του ανθρώπου. Μιλάω για μια ζωγραφική που μπόρεσε να οριοθετήσει, να απεικονίσει και να οργανώσει το μεταφυσικό χάος. Μιλάω για έναν από τους μεγαλύτερους ζωγράφους της εποχής μας: τον Γιάννη Σπυρόπουλο.
Όμως αυτό το κείμενο δεν είναι τεχνοκριτική, ούτε ρεπορτάζ, ούτε μελέτη. Είναι κραυγή αγωνίας για τον τόπο. Γι' αυτή τη χώρα, που μισεί τους μεγάλους δημιουργούς της και τους σκοτώνει.
Ο Γιάννης Σπυρόπουλος είναι άλλος ένας Μεγάλος Ερημίτης ανάμεσα μας. Όπως ήταν ο Ελύτης (πριν το Νόμπελ — αλλά και πάλι τώρα).
Όπως ήταν ο Σκαλκώτας στα δεύτερα βιολιά της Κρατικής Ορχήστρας.
Απάνω στις πλαγιές της Πεντέλης κάθεται ο Γιάννης Σπυρόπουλος και αρνείται να συμβιβαστεί και να παζαρέψει την παρουσία του. Η Ελλάδα τον πλήγωσε τόσο βαθιά, που προτιμάει να μην τη σκέπτεται.
Στο μεταξύ η υφήλιος ανηφορίζει προς το σπίτι του. Γερμανοί τεχνοκρίτες, Αμερικανοί διευθυντές μουσείων, Γάλλοι συλλέκτες, Ιταλοί φοιτητές έρχονται κάθε μέρα να θαυμάσουν, να μελετήσουν, να αγοράσουν, να προσκυνήσουν. Σπάνια σύγχρονος καλλιτέχνης έχει αναγνωρισθεί, αγαπηθεί και τιμηθεί τόσο πολύ σ' ολόκληρο τον κόσμο.
Στην Ελλάδα σιωπή. Το όνομα του λείπει από τις καλλιτεχνικές στήλες, τα βερνισάζ, τις κριτικές, τις αισθητικές μελέτες, τα ρεπορτάζ, τις συνεντεύξεις. Ο Γιάννης Σπυρόπουλος έχει να εκθέσει σ' αυτή τη χώρα από το 1954. Για να δείτε έργα του θα πρέπει να επισκεφθείτε μεγάλα ξένα μουσεία — ή ιδιωτικές συλλογές.
Κάθε πρόταση για παρουσίαση στην Ελλάδα αντιμετωπίζεται με μια ευγενική αλλά σταθερή άρνηση. Ο Σπυρόπουλος δεν θα ξανακάνει έκθεση στην πατρίδα του. Δεν θα ξανακατέβει στο χυδαίο ελληνικό καλλιτεχνικό παζάρι.
Γιατί, όπως όλοι οι μεγάλοι, ο άνθρωπος αυτός είναι αξιοπρεπής. Δεν είναι χαριεντιζόμενος χιουμορίστας, ούτε κοσμικό παιδί-θαύμα. Είναι ένας βαθύς, λιγόλογος, μοναχικός αγωνιστής, που παλεύει με φοβερά οράματα. Μέρα-νύχτα δουλεύει σκληρά να δεσμεύσει, να κατακτήσει, να εξερευνήσει τις πιο επικίνδυνες περιοχές της ανθρώπινης συνείδησης — “και με φως και με θάνατον”. Δεν έχει χρόνο ούτε δυνατότητα να παίξει το παιχνίδι της ρωμαίικης συναλλαγής. Και απέχει.
Μικρόψυχη και κοντόθωρη ελληνική πνευματική κοινωνία — και τι δεν σε βαραίνει! Η τρέλα του Χαλεπά, η αυτοκτονία του Καρυωτάκη, η εξορία του Μπουζιάνη, η μελαγχολία του Σκαλκώτα, η αηδία του Καζαντζάκη, η πικρία του Σεφέρη, η μόνωση του Ελύτη !
Εδώ λυμαίνονται τον τόπο ορδές ανθρωποβόρων νάνων, που κατασπαράσσουν όσους, με το ανάστημα τους, υβρίζουν το ιδανικό του νανισμού. Σαν συνεπείς άνανδροι προτιμούν την εύκολη λεία: τους μοναχικούς, τους αξιοπρεπείς, τους ευαίσθητους.
Τέτοια είναι η πίστη μας στο νανισμό που κανένας μηχανισμός αναγνώρισης δεν λειτουργεί σ' αυτή τη χώρα. Όποιος καθιερώθηκε —και μέσα στην Ελλάδα— αναγνωρίστηκε πρώτα έξω. Προϊόν επανεισαγωγής είναι η παρουσία σ' αυτόν τον τόπο.
Όμως κι αυτό το αρνήθηκε ο Σπυρόπουλος. Δεν θέλησε να χρησιμοποιήσει τη διεθνή του φήμη για να αναγνωριστεί στον τόπο του. Ακόμη και τα μεγάλα ξένα βραβεία που του απονέμονται κάθε τόσο, τα κρύβει από τον ελληνικό Τύπο. Τις ενθουσιώδεις κριτικές για το έργο του δεν θα τις διαβάσετε μεταφρασμένες σε ελληνικές καλλιτεχνικές στήλες. Ο Σπυρόπουλος απέχει. Με ευγένεια, πικρία και αξιοπρέπεια.
Κι ενώ απέχει από μας, ετοιμάζει για μας ένα υπέροχο δώρο. Πιστεύοντας πως το μέλλον του ανήκει, πιστεύοντας σε μια νέα γενιά μελλοντικών αθώων Ελλήνων, έχτισε ένα μουσείο για το μέλλον. Εκεί συγκέντρωσε το έργο του, τους πίνακες τους πιο πολύτιμους που αρνήθηκε να πουλήσει παρά τις δελεαστικές προσφορές. (Αλήθεια, ίσως αυτό σας πείσει, νεόπλουτοι Έλληνες: ο Σπυρόπουλος είναι στη διεθνή αγορά ο πιο ακριβός Έλληνας ζωγράφος — από τους ακριβότερους στον κόσμο. Να, για σας, το επιχείρημα της ποιότητας!).
Το Μουσείο αυτό θα περιέλθει κάποτε σε μας. Κληροδότημα και τιμωρία μας. Απόκτημα και ειρωνεία. Μπαχ στους Μπαντού ! Κάφκα στους Κάφρους!
Με τη χειρονομία του ο καλλιτέχνης ξεπερνά τους νάνους που τον πίκραναν. Ξεπερνά το παρόν που τον αγνόησε. Βλέπει μακριά — σ' ένα μέλλον όπου οι άνθρωποι του τόπου του θα αγαπήσουν το ζωγράφο της καμένης αττικής γης.
Μετά θάνατον, Γιάννη Σπυρόπουλε! Όσο είσαι όρθιος, ενοχλεί τους νάνους το ανάστημα σου. Ξαπλωμένο θα σε λατρέψουν! Ο τόπος αυτός δεν ξέρει να μιλάει με τους ζώντες, αλλά παθαίνεται για τους νεκρούς. Τόσο που —απαίσια νεκροφιλία!— θάβει τους ζωντανούς για να τους απολαύσει αργότερα πεθαμένους. Ένα Πνευματικό Γραφείο Τελετών είναι η Ελλάδα: Επέτειοι, εκταφές, μνημόσυνα, ιωβηλαία: η ειδικότης μας!