—Κι εσύ, δηλαδή, που ανήκεις;
“Ανήκω”... Τι βάρβαρη λέξη ! Σαν να ήμουν ιδιοκτησία κάποιου. Οι άνθρωποι σήμερα ανήκουν: στη δεξιά, στην αριστερά, στο κέντρο...
—Ε! Λοιπόν, αν πρόκειται να μιλήσουμε για κατοχή — δεν ανήκω πουθενά. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου πολιτικό ανδράποδο!
Μανία να σε κατατάξουν κάπου! Θυμάμαι μια δημόσια συζήτηση στην οποία είχα λάβει μέρος. Αφού μας διάβασαν στην αρχή πέντε θέσεις, μας έδωσαν μετά το παράγγελμα:
— Και τώρα, τοποθετηθείτε!
(Έτσι κάπως έλεγαν και στη σχολική γυμναστική: Και τώρα... στοιχηθείτε!).
Και με τοποθέτηση δεν εννοούσαν να πούμε τη γνώμη μας — αλλά να πάρουμε μία “θέση”. Να υιοθετήσουμε μία από τις ήδη προδιαγεγραμμένες απόψεις.
Η περίπτωση να έχουμε μια ολότελα διαφορετική γνώμη που να συνδυάζει ίσως και δύο αντίθετες (γι,' αυτούς) θέσεις, ούτε τους περνούσε απ' το μυαλό.
Αυτή η τάση του ανθρώπινου μυαλού να απλοποιεί, να σχηματοποιεί, να κατατάσσει είναι ο όλεθρος (και η δόξα) της ανθρώπινης νόησης.
Η ευθύγραμμη σκέψη του “είτε - είτε”...
“Όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας!”.
Τι απάνθρωπο αξίωμα...
Αδύνατον να δεχθούν έναν άνθρωπο ανεξάρτητο. Ακόμη κι όταν πάρεις θέση, προσπαθούν να συμπεράνουν —έστω και αρνητικά— την τοποθέτηση σου.
“Χτύπησε τη Ρωσία — άρα ανήκει στη Δεξιά”. “Έκανε κριτική στην κυβέρνηση — άρα ανήκει στην αντιπολίτευση”.
“Ευθυγραμμίστηκε (άκου έκφραση! πάλι η γυμναστική!) με την άποψη του Χ — άρα...”. Το ότι μπορεί να ψηφίζεις Κέντρο, να επαινείς τη Ρωσία, να κατακρίνεις την κυβερνητική πολιτική και να συμφωνείς με τις απόψεις δύο διαφορετικών κομμάτων ταυτόχρονα, θεωρείται στην Ελλάδα δείγμα αστάθειας και επιπολαιότητας. (“Είναι άνθρωπος χωρίς αρχές”). Ενώ, συνήθως, είναι δείγμα πολιτικής ωριμότητας και υπευθυνότητας. Και σημαίνει πως ο άνθρωπος έχει αρχές — δικές του όμως... Όχι των κομμάτων!
Κάθε γενική κομματική τοποθέτηση αποτελείται από εκατοντάδες επιμέρους θέσεις. Με άλλες απ' αυτές είναι φυσιολογικό να συμφωνείς — με άλλες πάλι να διαφωνείς. Αν από τις εκατό θέσεις που διατυπώνει το κόμμα “Α” συμφωνείς (την εποχή των εκλογών) με τις 55 —και αν το ποσοστό αυτό είναι υψηλότερο απ' ό,τι στα άλλα κόμματα— φυσικό είναι να ψηφίσεις το κόμμα “Α”. Αυτό δεν σημαίνει πως είσαι υποχρεωμένος να συμφωνήσεις και με τις υπόλοιπες 45 θέσεις του ! Ούτε πως τρεις μήνες μετά τις εκλογές, όταν αλλάξουν και οι συνθήκες και οι θέσεις, θα πρέπει ακόμη να συμφωνείς, κατά πλειοψηφία, με αυτό το κόμμα.
Μεγαλύτερο δείγμα υπανάπτυξης από αυτούς τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους, που τρεις γενιές ψηφίζουν το ίδιο κόμμα (ή τον ίδιο κομματάρχη) δεν υπάρχει! Σε μια υποδειγματική δημοκρατία η συνέπεια αυτή θα έπρεπε να θεωρείται αντισυνταγματική. Γιατί αυτός που ψηφίζει τίτλο η δυναστεία —κι όχι συγκεκριμένη άποψη, η συγκεκριμένο πρόσωπο— φαλκιδεύει το εκλογικό του δικαίωμα. Η ψήφος είναι κρίση. Αλλά τι κρίνει όποιος ψηφίζει στα τυφλά;
Πιστεύω απόλυτα στο αξίωμα του Καρτέσιου, “Να μη δεχτώ καμία αλήθεια αν δεν τη γνωρίσω καθαρά σαν τέτοια”. Μία-μία θέση όταν έρθει, πρέπει να εξετάζεται και να κρίνεται. Δεν μπορεί να είναι σωστό κάτι επειδή το είπε ο Καραμανλής —ή ο Ανδρέας— αλλά επειδή (και αν) είναι, σωστό, τότε μπορούμε να χειροκροτήσουμε αυτόν που το είπε.
Και πώς θα ξέρει ο μέσος πολίτης τι είναι σωστό; Σίγουρα, δεν έχει πάντα τα μέσα και τα στοιχεία να κρίνει. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να προσπαθεί. Πρώτα όμως να απομονώνει την άποψη από το φορέα της — και να την κρίνει αυτή καθαυτή.
Η μόνη εγγύηση για τη δημοκρατία είναι το πάντα ξύπνιο, πάντα άγρυπνο, πάντα ανοιχτό μυαλό του πολίτη. Από τη στιγμή που θα αρχίσει να καταπίνει μαζικά θέσεις, απόψεις, δόγματα, κλισέ — η δικτατορία βρίσκεται πολύ κοντά.
Αγαπητοί φίλοι, αν δεν θέλετε να πουληθείτε σκλάβοι, μην —προς Θεού, μην— ανήκετε πουθενά! Μόνο στον εαυτό σας. Μην απαλλοτριώσετε την προσωπικότητα σας και την κρίση σας. Μπαίνουμε σε δύσκολους καιρούς και πρέπει να μείνουμε νηφάλιοι, έντιμοι και ελεύθεροι.
Μετρήστε πόσοι πέθαναν, πόσοι βασανίστηκαν από στέρηση ελευθερίας. Από το δόγμα και το φανατισμό, από τη μισαλλοδοξία και τις διακρίσεις... Δεν είναι θεωρητική επινόηση η ελευθερία, αλλά πρακτική, καθημερινή ανάγκη. Δεν στέκει αυτό που λένε καμιά φορά: “πρώτα ψωμί, μετά ελευθερία”. Το ψωμί δεν κατεβαίνει, στέκεται στο λαιμό, χωρίς ελευθερία. (Άσε που δεν ξέρεις αν θα υπάρχεις κι αύριο, για να το φας...). Αλλά ούτε η ελευθερία στέκει χωρίς ψωμί. Γιατί η πείνα και η στέρηση είναι βασικές μορφές ανελευθερίας.
Κι όταν λέω ελευθερία δεν εννοώ μόνο τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις ατομικές ελευθερίες κτλ. Εννοώ την εσωτερική μας ανεξαρτησία: την αμερόληπτη, απροκατάληπτη, αντικειμενική κρίση μας — κάθε στιγμή, για κάθε θέμα. Ο μεγάλος κίνδυνος για την ελευθερία μας δεν είναι οι εξουσίες έξω από μας, αλλά η εσωτερική μας νοητική ραθυμία, αδιαφορία, αδράνεια. Κανείς δεν μπορεί να υποδουλώσει κάποιον που σκέπτεται ελεύθερα. Αντίθετα, όποιος έχασε την εσωτερική του ανεξαρτησία είναι ήδη δούλος — η εξωτερική δέσμευση είναι μια τυπική επιβεβαίωση.
— Και τελικά δεν ανήκεις πουθενά;
Όχι. Μου ανήκουν όμως μερικές από τις θέσεις των κομμάτων. Ή—πιο σωστά— ταιριάζουν με τις δικές μου. Έτσι, προς το παρόν (τώρα, εδώ, σήμερα) συμφωνώ με την εξωτερική πολιτική του “Α” κόμματος, την οικονομική σκέψη του “Β”, την κοινωνική πολιτική του “Γ”.
— Δηλαδή, αντί να ανήκεις, σου ανήκουν;
Φυσικά. Δεν απηχώ εγώ τις γνώμες των κομμάτων — εκείνα πρέπει να απηχούν τις δικές μου. Εγώ, ο πολίτης, είμαι η βάση.
— Και πώς νιώθεις, έτσι ξεκρέμαστος;
Αιωρούμαι. Είναι λίγο κουραστικό να μην ακουμπάς πουθενά. Και να σε θεωρεί η κάθε παράταξη οπαδό της άλλης. Καλύτερα όμως. Από το να πιστεύουν πως τους ανήκω!